Παρασκευή 16 Μάη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 25
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Εντυπωσιακή πορεία κερδοφορίας

Αποκαλυπτικά τα επίσημα στοιχεία του ΣΕΒ για την κατάσταση των επιχειρήσεων

Εντυπωσιακή είναι η πορεία που ακολουθούν όλα τα τελευταία χρόνια οι δείκτες που αφορούν την ευρωστία των μεγαλοβιομηχάνων. Σε μια περίοδο που οι εργαζόμενοι στέναζαν κάτω από διάφορες εκδοχές της λιτότητας και της αντιλαϊκής πολιτικής, η κερδοφορία των μεγάλων μεταποιητικών επιχειρήσεων ήταν κάτι περισσότερο από έκδηλη, ενώ και άλλοι δείκτες αποδεικνύουν τη θετική επίδραση που έχει η ασκούμενη πολιτική για τους εκπροσώπους του κεφαλαίου. Από αυτή την άποψη ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία που περιέχονται στην έκδοση του ΣΕΒ «Η ελληνική βιομηχανία το 2002», που δημοσιοποιήθηκε προχτές κατά την ετήσια συνέλευση του ΣΕΒ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία για τη χρηματοοικονομική κατάσταση των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων με τη μορφή των ΑΕ και ΕΠΕ, προκύπτει η ακόλουθη εικόνα:

  • Το μεικτό περιθώριο κέρδους (μεικτά κέρδη προς πωλήσεις) την περίοδο 1995-2001 διαμορφώθηκε σε επίπεδα υψηλότερα του 28,5%. Το υψηλότερο περιθώριο κέρδους 33,5% εμφανίζεται το 1999 (τη χρονιά της μεγάλης χρηματιστηριακής ανόδου), το 2000 διαμορφώθηκε στο 30,6% και το 2001 στο 29,5%.
  • Το καθαρό περιθώριο κέρδους (καθαρά κέρδη προς πωλήσεις) από 4,9% το 1995 ανέβηκε στο 7,4% το 1999, στο 6,5% το 2000 και στο 5,2% το 2001.

Σε απόλυτα μεγέθη, τα καθαρά κέρδη παρουσιάζουν συνεχή άνοδο από το 1995 μέχρι το 2000: Από 1.040 εκατ. ευρώ το 1995, έφτασαν τα 2.193 εκατ. ευρώ το 1999, στα 2.348 εκατ. ευρώ το 2000, για να παρουσιάσουν μια μικρή μείωση στα 1.935 εκατ. ευρώ το 2001.

Την ίδια στιγμή:

  • Σε μια εποχή που οι μικροί καταθέτες εισπράττουν μηδενικά επιτόκια από τις τραπεζικές καταθέσεις, οι επιχειρηματίες που τοποθέτησαν τα κεφαλαία τους στη βιομηχανία, είχαν αποδόσεις μεταξύ του 8,2% και 12,9%. Ετσι η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων (ο λόγος καθαρά κέρδη προς τα ίδια κεφάλαια) είχε την ακόλουθη εξέλιξη: Το 1995 διαμορφώθηκε στο 12,9%, το 1996 11,2%, 1997 9,2%, 1998 11%, 1999 12,4%, 2000 10,3% και 2001 8,2%.
  • Εντυπωσιακή είναι η μείωση των χρηματοοικονομικών τους δαπανών (κυρίως αποπληρωμή τοκοχρεολυτικών δόσεων προς τις τράπεζες) σαν ποσοστό των συνολικών δαπανών των επιχειρήσεων: Οπως αναφέρεται και στο σχετικό κεφάλαιο, ενώ η σχετική δαπάνη το 1986 ανερχόταν στο 38% των συνολικών δαπανών, τα επόμενα χρόνια υπήρξε εντυπωσιακή μείωση. Το 1995 ανήλθε στο 19%, το 1996 στο 15,8%, το 1997 στο 13,8%, το 1998 στο 14,1%, το 1999 στο 11%, το 2000 στο 10,4% και το 2001 στο 9,1%. Πρόκειται για εξέλιξη η οποία αποδίδεται στην πτώση των επιτοκίων, στη δυνατότητα των μεγάλων επιχειρήσεων να δανείζονται με επιτόκια χαμηλότερα των συμβατικών, αλλά και στην άντληση μεγάλων κεφαλαίων από το Χρηματιστήριο (μέχρι το 2000), παράγοντας ο οποίος μείωσε τη χρηματοδοτική εξάρτηση από τις τράπεζες.
  • Η σχέση ξένα προς ίδια κεφάλαια, από την οποία προκύπτει η δανειακή επιβάρυνση των επιχειρήσεων, το 2000 διαμορφώθηκε στο 1,02 και το 2001 στο 1,01. Με λίγα λόγια, στις 100 μονάδες κεφαλαίου που χρησιμοποιούσαν οι επιχειρήσεις, οι 50 μονάδες αφορούσαν ξένα κεφάλαια (δανεισμός) και οι άλλες 50 μονάδες ήταν κεφαλαία της επιχείρησης.
  • Ο κύκλος εργασιών ακολουθεί από το 1995 μια συνεχή ανοδική πορεία: από 21,2 δισ. ευρώ το 1995, το 1998 ανήλθε στα 27,6 δισ. ευρώ, το 2000 στα 36,3 δισ. ευρώ και το 2001 στα 37,2 δισ. ευρώ.

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ