Τρίτη 26 Αυγούστου 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΓΙΟΥΡΟΣΤΑΤ
Η «σύγκλιση» οδηγεί σε μείωση μισθών

Τα στοιχεία για το εργατικό κόστος, όπως ορίζεται από την Γιουροστάτ, μαρτυρούν ότι η ίδια η διαδικασία της «σύγκλισης» οδηγεί σε χειροτέρευση της θέσης των εργαζομένων

Φούμαρα, που έρχονται να συσκοτίσουν την πραγματικότητα της εντεινόμενης εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης στην ΕΕ, αποδεικνύονται η μία μετά την άλλη οι όλο και πιο πυκνές - όσο πλησιάζει η ΔΕΘ - αναφορές στους όρους της «πραγματικής σύγκλισης», της «κοινωνικής σύγκλισης», της «σύγκλισης των μισθών», που χρησιμοποιούνται από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων οι οποίες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο «αντιπαρατίθενται» επί του θέματος, έχοντας ως κοινό τους παρονομαστή το δόγμα ότι η ένταξη στην ΕΕ είναι θετικό δεδομένο και το μόνο που μένει για συζήτηση είναι οι μορφές διαχείρισης εντός αυτής της πραγματικότητας.

Από τα στοιχεία, που η ίδια η ΕΕ διά της Γιουροστάτ παρουσιάζει κατά διαστήματα, αναδεικνύεται ανάγλυφη η πραγματικότητα ως προς την ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, συνολικά στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ελλάδα. Και η απλή ακόμα ανάγνωση των πινάκων της Γιουροστάτ σχετικά με αυτό που οι καπιταλιστές ονομάζουν «κόστος εργασίας» είναι αποκαλυπτική.

Από τα στοιχεία προκύπτει ότι οι μισθοί στην ΕΕ βρίσκονται σε διαδικασία διαρκούς καθήλωσης, που στην πράξη σημαίνει διαρκή ουσιαστική μείωση της τιμής πώλησης του εμπορεύματος «εργατική δύναμη». Η περίφημη «σύγκλιση» στο χώρο των μισθών καταγράφεται ως ισοπέδωση προς τα κάτω!

Τα παραπάνω επιβεβαιώνει και ο δείκτης μέτρησης του «κόστους εργασίας»* για το σύνολο της οικονομίας που χρησιμοποιεί η Γιουροστάτ. Με βάση την έκθεση, για το ωριαίο κόστος εργασίας στην Ευρώπη των «15», στο πρώτο τρίμηνο του 2003 προκύπτει ότι ο ρυθμός αύξησης του κόστους εργασίας έπεσε ήδη στο 2,9%, από 3,6% που ήταν το πρώτο τρίμηνο του 2000. Για την Ευρωζώνη τα αντίστοιχα ποσοστά για το ρυθμό αύξησης του ωριαίου εργατικού κόστους είναι αντίστοιχα 3,3% το 2000 και 2,8% το 2003. Με δεδομένα την ομολογημένη από τους ίδιους αύξηση της παραγωγικότητας σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά και τον πληθωρισμό σε τόσο υψηλά ποσοστά, που εξανεμίζουν κάθε αύξηση μισθών πριν ακόμα καταβληθεί, προκύπτει πως η διαρκής μείωση του ρυθμού αύξησης του εργατικού κόστους οδηγεί σε όλο και χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης, ακόμα κι όταν αυξάνονται οι μισθοί.

Από την ειδικότερη μελέτη που αφορά το εργατικό κόστος αναλυτικά στα κράτη - μέλη της ΕΕ, αλλά και στις υπό ένταξη χώρες, καταγράφεται ήδη από το 2000 ο βαθμός μείωσης των μισθών, με πρόσχημα τη «σύγκλιση».

Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος του ωριαίου «κόστους εργασίας» στα κράτη - μέλη της ΕΕ ανέρχεται στο ποσό των 22,19 ευρώ ανά ώρα, ενώ στις υπό ένταξη χώρες μόλις στο ποσό των 3,47 ευρώ ανά ώρα. Ετσι, στις υπό ένταξη χώρες υπάρχει ένα πάμφθηνο εργατικό δυναμικό, που αποτελείται από εργαζόμενους υψηλής εκπαίδευσης και ειδίκευσης και το οποίο έρχεται να δημιουργήσει ένα πλεονάζον προσωπικό, που δίνει τη δυνατότητα στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο να το χρησιμοποιήσει ως «πολιορκητικό κριό» για την παραπέρα συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης και των υπόλοιπων Ευρωπαίων εργαζομένων.

Ανεξάρτητα όμως από τον τρόπο υπολογισμού, η Ελλάδα αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην προτελευταία θέση σχετικά με το «κόστος εργασίας» που επικρατεί στα άλλα κράτη - μέλη της ΕΕ (το υψηλότερο «κόστος εργασίας» ανά ώρα έχει η Σουηδία με 28,56 ευρώ). Αντίθετα, σε ό,τι αφορά τις ώρες εργασίας ανά μήνα η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση με 151 ώρες συγκριτικά με τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ (την κορυφή καταλαμβάνει η Ιρλανδία με 160 ώρες ανά μήνα), ενώ στη λίστα που περιλαμβάνει και τις υπό ένταξη χώρες καταλαμβάνει την έβδομη θέση από την κορυφή (η Ιρλανδία βρίσκεται και πάλι πρώτη), σε σύνολο 24 χωρών!!!

Τέλος, ο μέσος όρος του «κόστους εργασίας» ανά μονάδα προϊόντος στο βιομηχανικό κλάδο των κρατών - μελών της ΕΕ ανέρχεται στο 68% της «προστιθέμενης αξίας». Σε αυτό όμως το δείκτη δε συνυπολογίζονται η Ελλάδα και η Ιρλανδία, καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Ομως, σύμφωνα με στοιχεία της ετήσιας έκθεσης του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, για το έτος 2002 το πραγματικό «κόστος εργασίας» ανά μονάδα προϊόντος μεταξύ των ετών 1981 και 2001 μειώθηκε κατά 27%.

*Το «κόστος εργασίας», όπως υπολογίζεται από την Γιουροστάτ, συμπεριλαμβάνει τις μεικτές τελικές αποδοχές και αμοιβές, όλων των ειδών των επιδομάτων παραγωγικότητας, τις εργοδοτικές εισφορές στα ασφαλιστικά συστήματα και τη φορολόγηση που συνδέεται με την επιδότηση της απασχόλησης. Το «ωριαίο κόστος εργασίας» προκύπτει από τη διαίρεση του συνολικού κόστους εργασίας όλων των εργαζομένων μιας χώρας με το σύνολο των ωρών εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των υπερωριών. Στη μέτρηση περιλαμβάνονται κάθε είδους επιχείρηση, οι εργαζόμενοι πλήρους και μερικής απασχόλησης και οι μαθητευόμενοι.

Σημ.: Με βάση τον τρόπο υπολογισμού του «κόστους εργασίας» αυτό στην Ελλάδα εμφανίζεται να ανέρχεται στα 10,74 ευρώ ανά ώρα εργασίας, ενώ το μηνιαίο «κόστος εργασίας» στα 1.570 ευρώ. Αριθμοί που απέχουν τρομακτικά από τη μισθολογική πραγματικότητα που βιώνουν οι εργαζόμενοι της χώρας μας.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ