Οι «διαπιστώσεις» του Σχεδίου, για δήθεν αύξηση της απασχόλησης τα τελευταία χρόνια, δεν είναι παρά μια οφθαλμαπάτη. Η πολιτική της κυβέρνησης, συνολικά της ΕΕ, δε δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας. Πολύ περισσότερο δε δημιουργούνται θέσεις σταθερούς και πλήρους εργασίας. Η μείωση του ποσοστού ανεργίας, που εμφανίζει η ΕΣΥΕ και η κυβέρνηση, αποκρύπτει την πραγματικότητα. Η μείωση του ποσοστού ανεργίας είναι δυνατή και χωρίς να αυξάνεται η πραγματική απασχόληση, καθώς μια μείωση του εργατικού δυναμικού, με ίδια ή ακόμα και μειωμένη την απασχόληση, μεταφράζεται σε πτώση του ποσοστού ανεργίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της παραπάνω διαπίστωσης είναι η εξέλιξη της ανεργίας και της απασχόλησης στη χώρα μας κατά την περίοδο 1998-2002. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ, το 1998 ο μέσος όρος απασχολούμενων ήταν 3.953.000 άνθρωποι, ο αντίστοιχος αριθμός για το 2002 ήταν 3.940.000 θέσεις εργασίας. Απόλυτη δηλαδή μείωση κατά 13.000 θέσεις εργασίας. Και όμως ταυτόχρονα το ποσοστό ανεργίας από 11,1% το 1998 έπεσε στο 10,4% το 2002. Αυτό συνέβη γιατί ενώ το 1998 το εργατικό δυναμικό ανερχόταν στα 4.446.300 ανθρώπους, το 2002 μειώθηκε στο 4.375.100, εξαιτίας της αποθάρρυνσης και της απόσυρσης από την αγορά ενός τμήματος του εργατικού δυναμικού.
Συμπέρασμα: Οσο η κυβέρνηση ενισχύει τα ντεσιμπέλ της παραπληροφόρησης περί μείωσης της ανεργίας, τόσο μειώνονται οι θέσεις απασχόλησης.
Ο στόχος της «πλήρους απασχόλησης» είναι επικίνδυνος, γιατί με δεδομένο ότι η «ανάπτυξη» που πρεσβεύει η ΕΕ και τα κόμματα που την υπηρετούν δε δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, η επίτευξη του στόχου θα γίνει αποκλειστικά μέσω της «απασχολησιμότητας». Δηλαδή της ημι-ανεργίας, της υποαπασχόλησης (να, άλλη μια λέξη που διαγράφτηκε πλέον από το λεξιλόγιο του εκσυγχρονισμού).
Μάλιστα, οι συντάκτες του Σχεδίου, ως καλοί απόφοιτοι της σχολής του φαρισαϊσμού, επιχειρούν να τοποθετήσουν την πραγματικότητα, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια στον αέρα. Διαπιστώνουν, λοιπόν, ότι: «Το πρόβλημα απασχόλησης στην Ελλάδα είναι πρωτίστως πρόβλημα προσφοράς και όχι πρόβλημα ζήτησης εργασίας». Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι «δουλιές υπάρχουν», θέσεις εργασίας προσφέρονται, αλλά δεν υπάρχει η αντίστοιχη προσφορά εργατικών χεριών. Επιβεβαιώνουν όμως με αυτό τον τρόπο ότι για την κυβέρνηση δεν υφίσταται θέμα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Αυτό που την απασχολεί είναι άλλο. Η πραγματική επιδίωξη του Σχεδίου είναι πως την υφιστάμενη αγορά εργασίας θα τη μοιράσει σε περισσότερους. Το «Εθνικό Σχέδιο Απασχόλησης» είναι σχέδιο τεμαχισμού των υφιστάμενων θέσεων. Είναι το «θαύμα εν Κανά» σε έκδοση Λισαβόνας.
Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να εμφανιστούν στην αγορά «οι αναξιοποίητες δεξαμενές εργασίας», όπως σημειώνεται στο Σχέδιο. Τέτοιες δεξαμενές «εντοπίζονται στις γυναίκες που όμως - κατά τους συντάκτες - επικαλούνται λόγους οικογενειακών υποχρεώσεων, στους νέους που επικαλούνται λόγους σπουδών, στις ώριμες ηλικίες που επικαλούνται το γεγονός ότι ήδη βρίσκονται στη σύνταξη»..!
Συνεπώς «κύριος στόχος του ΕΣΔΑ 2003 και της συνολικής στρατηγικής απασχόλησης στην Ελλάδα πρέπει να είναι η ενίσχυση προσφοράς εργασίας».
Η επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης δε θίγει μόνο αυτούς που αναγκάζονται να εργάζονται σε τέτοιο καθεστώς. Θίγει και θα θίξει ακόμα περισσότερο και εκείνα τα τμήματα εργαζομένων που έχουν σήμερα εργασία 8 ωρών, καθώς στην αγορά θα εμφανιστούν μαζικά π.χ. δύο τετραωρίτες που θα μπορούν να αντικαταστήσουν έναν εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης.
Η κυβέρνηση γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα ότι η πολιτική της δεν μπορεί να αυξήσει την απασχόληση. Γι' αυτό ενώ με το ένα χέρι δίνει στους βιομήχανους φτηνό εργατικό δυναμικό, με το άλλο επιχειρεί να προλάβει τις κοινωνικές και πολιτικές παρενέργειες που θα είχε μια κατακόρυφη άνοδος της ανεργίας. Ενδεχόμενο που δεν το αποκλείουν, καθώς στο Σχέδιο έστω και συγκαλυμμένα ομολογούν: «Το μεγάλο ερώτημα αφορά τη διατηρησιμότητα των καλών επιδόσεων από το 2005 και έπειτα (μετά την εξάντληση των Μεγάλων Εργων, του ΚΠΣ και των Ολυμπιακών Αγώνων)».
Ετσι φροντίζουν από τώρα να συγκροτήσουν εκείνο το θεσμικό πλαίσιο που θα συγκαλύπτει την ανεργία, θα μοιράζει τις ίδιες και λιγότερες θέσεις εργασίας σε περισσότερους εργαζόμενους -υποαπασχολούμενους.
Και όμως κυβέρνηση, ΕΕ, κοινωνικοί εταίροι επιμένουν σε αυτό ακριβώς το δρόμο. Και επιμένουν γιατί ο καπιταλισμός που υπηρετούν δεν μπορεί να δώσει λύσεις στην ανεργία. Η απασχολησιμότητα είναι μονόδρομος για τις δυνάμεις του κεφαλαίου και οικονομικά και πολιτικά. Για τους εργαζόμενους όμως;