Παρασκευή 30 Απρίλη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΞΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
Εξελίξεις, προοπτικές και προκλήσεις για την οικονομική πολιτική

Περίληψη της ομιλίας του διοικητή της Τράπεζας Ελλάδας Ν. Γκαργκάνα στη γενική συνέλευση των μετόχων της Τράπεζας

Οι περισσότεροι από τους παράγοντες που είχαν επηρεάσει θετικά την πορεία της ελληνικής οικονομίας τα δύο πρώτα έτη, μετά την υιοθέτηση του ευρώ, εξακολούθησαν να επιδρούν ευνοϊκά και το 2003. Ο ρυθμός ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας σημείωσε μικρή επιτάχυνση το 2003, παρά τη δυσμενή οικονομική συγκυρία στη ζώνη του ευρώ. Η αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) έφθασε το 4,2%, έναντι 3,9% το 2002 (σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προσωρινές εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών), υπερβαίνοντας τον αντίστοιχο μέσο ρυθμό στην Ευρωπαϊκή Ενωση για όγδοο κατά σειρά έτος. Ωστόσο, παρά αυτές τις ευνοϊκές εγχώριες συνθήκες, η ελληνική οικονομία δε σημείωσε πρόοδο, όσον αφορά στην επίλυση των δύο βασικών διαρθρωτικών προβλημάτων της, τα οποία είναι η χαμηλή διεθνής ανταγωνιστικότητα και οι δημοσιονομικές ανισορροπίες.

Στην ελληνική οικονομία, όπως προαναφέρθηκε, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 4,2% το 2003, έναντι 3,9% το 2002. Στη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, τα τελευταία χρόνια, έχουν συμβάλει η βελτίωση των συνθηκών μακροοικονομικής σταθερότητας με την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ, καθώς και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που, παρά τις καθυστερήσεις, έχουν πραγματοποιηθεί. Επίσης, έχουν συμβάλει παράγοντες, οι οποίοι ενίσχυσαν την εγχώρια ζήτηση. Στην άνοδο του ΑΕΠ συνέβαλαν σημαντικά οι επενδύσεις σε κατασκευαστικά έργα που συνδέονται με τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς και σε άλλα δημόσια έργα υποδομής που έχουν ενταχθεί στο Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και χρηματοδοτούνται εν μέρει από την ΕΕ.

Ο πληθωρισμός παρέμεινε κοντά στο 3,5%, με αποτέλεσμα η διαφορά πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδας και της Ζώνης του Ευρώ να διατηρηθεί ουσιαστικά αμετάβλητη, σε σχέση με το μέσο όρο της τελευταίας τριετίας (σχεδόν 1,5 εκατοστιαία μονάδα). Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει περαιτέρω διάβρωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας.

Οσον αφορά στις δημοσιονομικές εξελίξεις, η χαλάρωση των δημοσιονομικών συνθηκών ήταν ιδιαίτερα έντονη το 2003. Συγκεκριμένα, η αύξηση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης ήταν ιδιαίτερα μεγάλο.

Οσον αφορά στις νομισματικές εξελίξεις στην Ελλάδα το 2003, η πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα ήταν ιδιαίτερα έντονη σε ορισμένους τομείς της οικονομίας, προ πάντων αυτούς που συνδέονται με την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων. Τα καταναλωτικά και τα στεγαστικά δάνεια εξακολούθησαν να αυξάνονται με υψηλό ετήσιο ρυθμό. Γενικά, η δανειακή επιβάρυνση των ελληνικών νοικοκυριών, παρά τη διαχρονική της αύξηση, διατηρήθηκε το 2003 σε σχετικά χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ (26,3%, έναντι 48,5% στη Ζώνη του Ευρώ ως σύνολο και 102,2% στις ΗΠΑ) και δεν αποτελεί παράγοντα αστάθειας.

Κατά το υπόλοιπο της δεκαετίας, η Ελλάδα θα πρέπει να επιτύχει υψηλότερη και διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη, ώστε το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της να εξακολουθήσει να συγκλίνει προς το μέσο όρο της ΕΕ. Βασικοί στόχοι της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, σύμφωνα με τις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού στη Βουλή, στις 20 Μαρτίου 2004, είναι:

  • Η βελτίωση της παραγωγικότητας και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
  • Η επιδίωξη ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης που θα υπερβαίνει το 5%.
  • Η μείωση της ανεργίας κατά 3 εκατοστιαίες μονάδες έως το τέλος της τετραετίας.
  • Η σύγκλιση των μισθών και των συντάξεων προς το μέσο όρο της ΕΕ τα επόμενα 8 χρόνια.

Για την επίτευξη αυτών των φιλόδοξων στόχων, θα απαιτηθεί μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική της οικονομικής πολιτικής, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει: (α) Ενα ευρύ φάσμα περαιτέρω οικονομικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων με σκοπό την αύξηση του αναπτυξιακού δυναμικού της ελληνικής οικονομίας μακροχρόνια, (β) μακροοικονομική πολιτική προσανατολισμένη στην ανάπτυξη και τη σταθερότητα και (γ) συγκεκριμένες πολιτικές για την εξασφάλιση διατηρήσιμης δημοσιονομικής ισορροπίας μακροχρόνια.

Τα τελευταία χρόνια, εφαρμόζονται στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες χώρες της ΕΕ, μέτρα για την προώθηση των στόχων της Λισαβόνας και για την αύξηση της ευκαμψίας της αγοράς εργασίας. Οι κυριότερες ρυθμίσεις αφορούν στην ευελιξία της απασχόλησης και του χρόνου εργασίας, στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και την αποτελεσματικότερη αντιστοίχιση προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Απαιτούνται, όμως, περαιτέρω μεταρρυθμίσεις για να τονωθεί τόσο η προσφορά όσο και η ζήτηση εργασίας, ιδίως μέσω της μείωσης του μη μισθολογικού κόστους και της εξάλειψης των παραγόντων που δυσχεραίνουν την είσοδο στην αγορά εργασίας, να ενθαρρυνθεί η αύξηση της απασχόλησης στην επίσημη οικονομία, να προωθηθούν αλλαγές στη διαδικασία καθορισμού των μισθών (ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι μισθοί θα αντανακλούν τις διαφορές στην παραγωγικότητα) και να αρθούν τα εμπόδια για την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού που διατηρούνται ακόμη. Χρειάζονται, τέλος, περαιτέρω μεταρρυθμίσεις για να επιτευχθεί μια πιο ισόρροπη σχέση μεταξύ ευκαμψίας και ασφάλειας στην αγορά εργασίας. Μια υπερβολικά περιοριστική νομοθεσία προσπαθεί μεν να προστατεύσει την απασχόληση, ταυτόχρονα όμως θέτει σημαντικά προσκόμματα στις επιχειρήσεις, περιορίζοντας τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την αξιοποίηση ευέλικτων μορφών εργασίας. Αντίθετα, σε μια εύκαμπτη αγορά εργασίας, οι επιχειρήσεις και τα άτομα μπορούν και προσαρμόζονται στις μεταβαλλόμενες τάσεις της ζήτησης με τρόπο, ώστε να διατηρείται υψηλό το επίπεδο της απασχόλησης, να παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα ο πληθωρισμός και η ανεργία και να διασφαλίζεται η συνεχής αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων.

Οπως ήδη ανέφερα, το 2003 το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, διαμορφώθηκε σε επίπεδο οριακά χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς (3%). Μετά τις εξελίξεις του 2003, η αναθεώρηση των στόχων του προϋπολογισμού του 2004 ήταν αναπόφευκτη. Αρχικά, στον προϋπολογισμό του 2004 είχε τεθεί ο στόχος να περιοριστεί το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στο 1,2% του ΑΕΠ. Ηδη, το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών θέτει στόχο να συγκρατηθεί οριακά κάτω από το 3% ο λόγος του ελλείμματος προς το ΑΕΠ και συγκεκριμένα προβλέπει ότι το τρέχον έτος το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 2,9%. Η αναθεώρηση αυτή οφείλεται στο αυξημένο έλλειμμα του 2003, σε εκτιμήσεις για υψηλότερες δαπάνες συνδεόμενες με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και στις αυξημένες επιβαρύνσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή, το 2004, ρυθμίσεων κοινωνικού χαρακτήρα που είχαν ήδη νομοθετηθεί ή που έχουν εξαγγελθεί. Ομως, δεν παύει να διατηρεί χαλαρές τις δημοσιονομικές συνθήκες και κατά το τρέχον έτος.

Οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει και αυτοί να συμβάλουν στη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και στη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Για το λόγο αυτό, κατά την παρούσα φάση είναι κατ' αρχήν σκόπιμο, μέχρι να εξαλειφθεί η διαφορά πληθωρισμού έναντι των άλλων χωρών της Ζώνης του Ευρώ (οι οποίες είναι οι κυριότεροι εμπορικοί εταίροι της Ελλάδας), η αύξηση των πραγματικών αποδοχών να υπολείπεται της αύξησης της παραγωγικότητας, όπως έχει τονιστεί και άλλοτε από την Τράπεζα της Ελλάδας. Αυτό είναι δυνατόν να επιτευχθεί εάν οι κοινωνικοί εταίροι υιοθετήσουν ως γενική κατεύθυνση ότι σταδιακά ο ρυθμός ανόδου των ονομαστικών αποδοχών θα συγκλίνει προς το άθροισμα του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας στην Ελλάδα και του μέσου πληθωρισμού στη Ζώνη του Ευρώ. Τονίζεται ότι δεν προτείνεται η πλήρης εφαρμογή της κατεύθυνσης αυτής αμέσως, είναι όμως δυνατόν να γίνει σταδιακή εφαρμογή τα επόμενα έτη.

Την αντιπληθωριστική προσπάθεια δε θα πρέπει να επωμιστούν αποκλειστικά οι εργαζόμενοι, αλλά θα πρέπει και οι επιχειρήσεις να ασκήσουν την κατάλληλη τιμολογιακή πολιτική. Σε βασικούς τομείς της οικονομίας, οι πιέσεις που ασκούνται από την πλευρά της ζήτησης, σε συνδυασμό με την έλλειψη ανταγωνισμού σε ορισμένες αγορές, έχουν οδηγήσει σε αυξήσεις των τιμών που δε δικαιολογούνται, με βάση την άνοδο του κόστους. Είναι φανερό ότι η αποτελεσματικότερη μέθοδος, για να οδηγηθούν οι επιχειρήσεις στην υιοθέτηση μιας τιμολογιακής πολιτικής που θα συμβάλλει στη μείωση του πληθωρισμού είναι η προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις συνθήκες ανταγωνισμού στις αγορές, όπως ήδη αναφέρθηκε.

Μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική, για να επιτύχει η Ελλάδα υψηλότερους και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης πρέπει να περιλαμβάνει και μέτρα για την εξασφάλιση της μακροχρόνιας διατηρησιμότητας της δημοσιονομικής ισορροπίας και ειδικότερα για τη μείωση του εξαιρετικά υψηλού δημόσιου χρέους. Οι προοπτικές ουσιαστικής μείωσης του δημόσιου χρέους τα αμέσως προσεχή έτη δεν είναι ευοίωνες, εάν δεν υπάρξει σημαντική μεταβολή της δημοσιονομικής πολιτικής. Ορισμένοι ενδεικτικοί υπολογισμοί υποδηλώνουν ότι η απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή είναι μεγάλη και ότι, εάν αυτή δεν επιτευχθεί, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα. Ιδίως απαιτούνται υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Επίσης, στη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μπορεί να συμβάλει σημαντικά η καθιέρωση αυστηρότερων όρων και προϋποθέσεων παροχής εγγυήσεων του Δημοσίου για τη διευκόλυνση της χρηματοδότησης άλλων φορέων του δημόσιου τομέα, αλλά και για την ανάληψη, εκ μέρους του Δημοσίου, υποχρεώσεων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών.

Η ανάγκη μείωσης του χρέους είναι επιτακτική και ενόψει των προβλημάτων που συνδέονται με τη γήρανση του πληθυσμού και με τις πρόσθετες δαπάνες που θα απαιτηθούν για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη. Μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύτηκε το Σεπτέμβρη του 2002 εκτιμά ότι για την Ελλάδα οι δαπάνες του Δημοσίου για συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αυξηθούν κατά 10 εκατοστιαίες μονάδες περίπου μεταξύ του 2000 και του 2050. Εάν η ασκούμενη πολιτική παραμείνει αμετάβλητη, η εκτίμηση αυτή συνεπάγεται - σύμφωνα με τη μελέτη - ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα μειωθεί αρχικά σε 48% περίπου το 2030 και στη συνέχεια θα αυξηθεί και πάλι στο 160% έως το 2050 (δεδομένου ότι τότε θα εκδηλωθεί το κύριο μέρος της επιβάρυνσης). Η μελέτη αυτή, βεβαίως, δεν προβλέπει τι θα συμβεί στην πραγματικότητα, αλλά σκοπός της είναι να δείξει το μέγεθος του προβλήματος και άρα την έκταση των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για την επίλυσή του. Με δεδομένη, λοιπόν, την έκταση του προβλήματος, είναι απίθανο να αρκέσει αλλαγή μόνο σε μία διάσταση της πολιτικής, οπότε μάλλον θα απαιτηθεί ένας συνδυασμός αλλαγών. Συγκεκριμένα, η περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή και μείωση των πρωτογενών δαπανών θα δώσει στον κρατικό προϋπολογισμό ευρύτερα περιθώρια για την κάλυψη των δαπανών για συντάξεις, χωρίς ανάληψη μεγάλων δανειακών υποχρεώσεων. Επιπλέον, εξακολουθεί να είναι απαραίτητη η ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης του συστήματος συντάξεων, ύστερα από διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης. Παράλληλα, μέτρα πολιτικής για την αγορά εργασίας, τα οποία θα αυξήσουν το ποσοστό απασχόλησης είναι επίσης απαραίτητα. Αυτό που δεν πρέπει να αμφισβητείται, πάντως, είναι η ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης του προβλήματος του χρέους.

Η πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, οι περισσότερες από τις οποίες εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της στρατηγικής που υιοθέτησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Λισαβόνα, με σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, θα συναντήσει δυσκολίες, γιατί βραχυπρόθεσμα συνεπάγεται οικονομικό και κοινωνικό κόστος, αλλά και γιατί προϋποθέτει ριζικές αλλαγές σε καθιερωμένες αντιλήψεις και φοβίες. Οι μεταρρυθμίσεις, όμως, είναι αναγκαίες, επειδή παρέχουν τη δυναμική για ταχεία και διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη. Για το λόγο αυτό απαιτείται η σύμπραξη των κοινωνικών εταίρων. Στην αντίθετη περίπτωση, το τίμημα της αδράνειας θα ήταν βαρύ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ