Τετάρτη 21 Ιούλη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
Θέατρο
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Ευριπίδης και Αριστοφάνης
«Βάκχες» με το «Πίκολο Τεάτρο»

«Ιππόλυτος» από το Εθνικό Θέατρο
«Ιππόλυτος» από το Εθνικό Θέατρο
Το «Πίκολο Τεάτρο» του Μιλάνου, επί δεκαετίες παραμένει η μόνη, ίσως, ζωντανή «συνείδηση», γόνιμος συνεχιστής της μακραίωνης αρχαίας, αναγεννησιακής και νεότερης παράδοσης του ιταλικού θεάτρου. Χάρη στις πρωτοποριακές παραστάσεις του Τζόρτζιο Στρέλερ με έργα του Μπρεχτ, της κομέντια ντελ άρτε, του κλασικού ρεπερτορίου κατέκτησε τη διεθνή φήμη, την οποία εμπλουτίζει ο σημερινός διευθυντής του Λούκα Ρονκόνι και με την ενασχόληση με το αρχαίο δράμα. Ενασχόληση, που εμπεριέχει μελέτη, γνώση, άσκηση, συγκροτημένη άποψη, πειραματισμό, αλλά και μέτρο για τα ερμηνευτικά προβλήματα του αρχαίου δράματος. Αυτά τα στοιχεία υπέκρυπτε η παράσταση του «Πίκολο Τεάτρο» στην Επίδαυρο, με τις ευριπιδικές «Βάκχες», σε σκηνοθεσία του Ρονκόνι. Στην Επίδαυρο, ο Ρονκόνι έφερε την τρίτη του σκηνοθετική εκδοχή πάνω στις «Βάκχες». Πρόκειται για ενδιαφέρουσα σκηνοθετική «ανάγνωση», λιτά και ρεαλιστικά εκσυγχρονιστική, δίχως υπερβολές (υπερβολή ήταν όμως το ογκώδες σκηνικό, η υπερκινητικότητα κάποιων ερμηνειών και η χρήση μικροφώνων), η οποία εμβάθυνε στο «επαναστατικά» κριτικό πνεύμα του Ευριπίδη για τη σχέση ανθρώπινου - «θείου», κοινωνίας - θρησκείας. Ο Ρονκόνι ένιωσε ότι ο κορυφαίος ρεαλιστής της αρχαιότητας προσέδωσε ποικίλα χαρακτηρολογικά στοιχεία όχι μόνο στα ανθρώπινα πρόσωπα αυτής της τραγωδίας - μια αλληγορία για τη «βακχική» σύγκρουση μεταξύ παλιάς και νέας εξουσίας - αλλά και στο Διόνυσο όλα τα τρομερά, έως και ανθρωποφαγικά χαρακτηριστικά όποιου ανθρώπου - «σατανά», πανούργου, εκμαυλιστή, αμείλικτου, θέλοντας να επιβάλει την εξουσία του «μαγεύει» αστόχαστους, για να τους έχει συμμάχους του, και παραπλανά έως εξόντωσης τον αντίπαλο εξουσιαστή, που ανόητα, επηρμένα, θαρρώντας αήττητη την εξουσία πέσει στα δίχτυα του. Πάνω σ' αυτή τη βάση καθοδήγησε τις ερμηνείες των ηθοποιών, από τις οποίες η πιο δυναμική, πολύσημη και σύγχρονη υποκριτικά ήταν του Μάσιμο Ποπολίτσιο (Διόνυσος), ενώ αξιόλογες ήταν και των Τζιοβάνι Κρίπα, Αντόνιο Ζανολέτι, Λουτσιάνο Ρομάν και Εμανουέλε Βετζόλι (ο σκηνοθέτης είδε τον Β' Αγγελιοφόρο σαν σύγχρονο σχολιαστή). Το σπουδαιότερο στοιχείο της σκηνοθεσίας, το οποίο ανέδειξε την άγρια αλήθεια αυτής της τραγωδίας ήταν ο Χορός. Ενας Χορός, που ενδυματολογικά, κινησιολογικά, υποκριτικά συμβόλιζε το λαό, όταν αποπλανάται και αλλοπαίρνεται από εκμαυλιστές. Η όρχηση του Χορού, παρότι δίχως μουσική, με το λόγο να εκφέρεται άλλοτε από κορυφαίες, άλλοτε από το σύνολο ή από μικρές ομάδες του Χορού, παρήγαγε υποδειγματική, «σκοτεινής» ατμόσφαιρας μουσική.

«Ιππόλυτος» από το Εθνικό Θέατρο

«Βάκχες» από το «Πίκολο Τεάτρο»
«Βάκχες» από το «Πίκολο Τεάτρο»
Το θέατρο είναι μια τέχνη που ακούγεται, αλλά προπάντων θεάται. Κάθε παράσταση παράγει αδιαλείπτως, κινούμενες εικόνες. «Πίνακες», ο καθένας από τους οποίους έχει τη δική του σχεδιαστική και προοπτική διάταξη. Δικό του «ρυθμό», φωτισμό, επίκεντρο και παράκεντρα, προοπτική, φόντο και πλαίσιο. Μέσα από όλα αυτά κρίνεται η αρμονία ή δυσαρμονία, η σημασία ή ασημαντότητα κάθε «πίνακα». Και εννοείται ότι κανέναν πίνακα δεν μπορεί κανείς να τον δει και επομένως να τον κρίνει, αν τον κοιτάξει λοξά, από το πλάι του αριστερού ή δεξιού άκρου του. Καθώς η υπογράφουσα τη στήλη είδε «λοξά» την παράσταση του «Ιππόλυτου» (μια ακόμα ευριπιδική τραγωδία για τον ψυχικό ζόφο και το θάνατο που σκορπά το αλόγιστο ερωτικό πάθος), γιατί σε ακριανή κερκίδα του θεάτρου της Επιδαύρου ταξιθετήθηκε από το Εθνικό Θέατρο, μόνο για μερικά, για ό,τι είχε σχέση με την ακοή, θεωρεί ότι μπορεί να κρίνει. Δηλαδή την ποιητικού αισθήματος μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, η οποία όμως σε μερικά σημεία έμοιαζε να μη «δένει», με την εξαιρετική, υποβλητικού κλίματος, αλλά γραμμένη το 1937, για άλλη μετάφραση, μουσική του Δημήτρη Μητρόπουλου. Βλέποντας μονόπαντα, το ούτως ή άλλως ογκώδες, πολυεπίπεδο, λευκό σκηνικό του Γιώργου Πάτσα φάνταζε ένα τεράστιο σκληρό και ψυχρό «τοπίο». Βλέποντας, την πλάτη του μισού Χορού και τον άλλο μισό απόμακρα, πώς να κρίνεις τα γκρουπαρίσματα της χορογραφίας (Ερση Πήττα), και τα χαρακτηριστικά στοιχεία της υποκριτικής κατεύθυνσης που δόθηκε στα μέλη Χορού; Πώς να κριθεί αν είχε «αρμονία» ή όχι, σωστή προοπτική ή όχι, η διάταξη από τον σκηνοθέτη, Βασίλη Νικολαΐδη, κάθε στάσης και κίνησης των ρόλων σε κάθε σκηνή, πού και πώς «κεντράριζε» την κάθε παραγόμενη εικόνα; Αν δε δεις τι «λένε» τα μάτια, γενικότερα την έκφραση των ηθοποιών, δεν μπορείς να κρίνεις μόνο από το λόγο την ερμηνεία τους, ώστε να συμπεράνεις και αν βοηθήθηκαν από τον σκηνοθέτη. Αίσθηση της υπογράφουσας, πάντως, είναι ότι μέσα στο οπερατικό «μέγεθος» της σκηνοθεσίας οι ταλαντούχοι ηθοποιοί -ερμηνευτές των ρόλων (Κ. Μαρκουλάκης, Θ. Κατσαφάδος, Φ. Κομνηνού, Μπ. Βαλάση, Χρ. Πάρλας, Γ. Τσιδίμης, Μ. Ναυπλιώτου, Μ. Σοντάκη), προσπάθησαν να ισορροπήσουν μαζί της ερμηνευτικά, στηριζόμενος ο καθένας στις όποιες δυνατότητές του και στην υποκριτική «σχολή» του.

«Λυσιστράτη» από το Εθνικό Θέατρο

«Λυσιστράτη» από το Εθνικό Θέατρο
«Λυσιστράτη» από το Εθνικό Θέατρο
Είκοσι χρόνια μαινόταν ο τριαντάχρονος τελικά Πελοποννησιακός Πόλεμος, όταν το 411π.Χ. ο Αριστοφάνης παρουσιάζει στα Μεγάλα Διονύσια τη «Λυσιστράτη», βροντοφωνάζοντας, μέσω των γυναικείων προσώπων της κωμωδίας του, να σταματήσει ο πόλεμος. Καθώς η αρχαία κοινωνία στερούσε όλα τα δικαιώματα από τη γυναίκα, ο Αριστοφάνης, έπλεξε τον αντιπολεμικό μύθο με το μόνο «όπλο» που διέθετε η γυναίκα έναντι του ανδροκρατούμενου πολεμικού παραλογισμού. Τη σθεναρή άρνησή της για σεξ. Με αρχηγό τη Λυσιστράτη, όλες οι γυναίκες συσπειρωμένες, με αυτό το «όπλο» εξαναγκάζουν τους άντρες να σταματήσουν τον πόλεμο, να αναγνωρίσουν τις ομορφιές της ειρήνης και να τις χαρούν, ξανασμίγοντας με τις γυναίκες, τη «μήτρα» της ζωής. Ενας σκηνικός ύμνος, ένα χυμώδες, φωτεινό γιορτάσι για την ειρήνη και τη ζωή, ήταν η παράσταση του έργου, σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου, με δική του, χωρίς εκσυγχρονιστικές φραστικές ακρότητες, απόδοση. Μια παράσταση που χαροποιούσε την όραση με το όμορφο στην απλότητά του, ξύλινο σκηνικό και τα ζωηρόχρωμα κοστούμια της Ρένας Γεωργιάδου, και με την εκφραστικότητα της χορογραφίας του Φωκά Ευαγγελινού. Μια παράσταση ευφρόσυνη στην ακοή, με το λαϊκό αίσθημα, τα παιχνιδίσματα και το μελωδικό κέφι της μουσικής του Χρήστου Λεοντή, καλοδιδαγμένης από την Ολυμπία Κυριακάκη. Μια παράσταση που πρόσφερε χορταστικό γέλιο, παρότι η κωμωδία αυτή, λόγω του επώνυμου ρόλου, δεν είναι από τις πιο γελαστικές του Αριστοφάνη. Ο Αριστοφάνης, σκόπιμα, δε θέλησε τη Λυσιστράτη ως κωμικό πρόσωπο, αλλά σαν δυναμική, πανέξυπνη γυναίκα, αποφασισμένη να παλέψει για την ειρήνη, αντιμετωπίζοντας και κωμικές καταστάσεις από την αδυναμία των γυναικών και τη σεξουαλική φούρια των ανδρών. Η Λυδία Κονιόρδου, καθώς διαθέτει αίσθηση του χιούμορ, έχει ένα μικρό αλλά σημαντικό παρελθόν στην κωμωδία και τη σάτιρα, είναι μια πλήρης τέχνης και τεχνικής ηθοποιός έπλασε μια Λυσιστράτη θηλυκά δυναμική, διαβολεμένα έξυπνη, ανάλαφρη, χιουμοριστική. Η Ελένη Καστάνη, το μεγάλο κωμικό ατού της παράστασης, ήταν κυριολεκτικά απολαυστική. Πληθωρική κωμική στόφα και ο Αντώνης Λουδάρος πρόσφερε χορταστικό γέλιο. Πολύ καλές ήταν οι ερμηνείες και των Νίκου Καραθάνου, Μαρίας Καντιφέ, Νίκου Μπουσδούκου, Γιάννη Δεγαΐτη, Περικλή Καρακωνσταντόγλου, Θεμιστοκλή Πάνου, Βάσως Ιατροπούλου, Λευτέρη Λουκαδή, Αλεξάνδρας Παντελάκη.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ