Σάββατο 29 Απρίλη 2000 - Κυριακή 30 Απρίλη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΓΥΝΑΙΚΑ
Επέζησα από ναζιστικό στρατόπεδο

ΗΑννα Ξεΐνη έζησε την κόλαση ενός ναζιστικού στρατοπέδου καταναγκαστικής εργασίας. Τη συναντήσαμε στο σπίτι της, στην Ανθούσα. Στο λιτό, φτωχικό δωμάτιο, όπου μένει, δεσπόζουν δυο φωτογραφίες νέων ανθρώπων. Είναι η ίδια, σε ηλικία 17 χρόνων και ο άντρας της, ένας γελαστός νέος άντρας με μουστάκι.

Συζητάμε με την Αννα Ξεΐνη, μια από τις 17 (;) Ελληνίδες που επέζησαν από τα ναζιστικά στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, για την πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου: Μια απόφαση για τις γερμανικές αποζημιώσεις, που ανοίγει, όπως ήδη έχει γραφτεί, την πόρτα για τη διεκδίκηση των αποζημιώσεων από χιλιάδες Ελληνες που υπήρξαν θύματα της ναζιστικής θηριωδίας. Η απόφαση, που δεσμεύει τα δικαστήρια όλης της χώρας και αφορά τους συγγενείς των θυμάτων του Διστόμου, απορρίπτει τον ισχυρισμό της Γερμανικής Κυβέρνησης ότι τάχα η ελληνική Δικαιοσύνη δεν είναι αρμόδια να κρίνει τις ευθύνες του γερμανικού κράτους για τα ναζιστικά εγκλήματα και κρίνει ότι δεν υφίσταται θέμα ετεροδικίας... Σειρά της κυβέρνησης να πάρει πρωτοβουλίες και να βοηθήσει τις σχετικές προσπάθειες. θα δικαιωθούν, άραγε, ύστερα από μισό αιώνα και τα θύματα που επιζούν; Ακούμε τη διήγηση της Αννας Ξεΐνη, χωρίς να τη διακόπτουμε - και είναι συγκλονιστική:

«...Οχι, δε ζει ο άντρας μου. Εδώ και εννέα χρόνια έχει πεθάνει... Εχουμε δυο παιδιά. Παντρευτήκαμε στη Γερμανία, γιατί δούλευε κι εκείνος σε στρατόπεδο, εκεί γνωριστήκαμε... Ηταν λίγο πριν το τέλος του πολέμου, που ειδωθήκαμε για πρώτη φορά. Δούλευα στο ίδιο εργοστάσιο με έναν πατριώτη του από τον ίδιο χώρο. Οταν τελείωσε ο πόλεμος, παντρευτήκαμε στην ορθόδοξη εκκλησία του Μονάχου... Εκείνος ήταν τότε εικοσιπέντε χρόνων, εγώ είκοσι... Πολύ ωραίος, ναι, λεβέντης ήταν...».

Ολα σταμάτησαν...

«Δεκαεπτά χρόνων ήμουν όταν με πήραν για τη Γερμανία. Γεννήθηκα στην Ουκρανία, στην περιοχή του Κιέβου, στο χωριό Ροσκόντα. Τον Ιούνη του 1942 με πήγαν για καταναγκαστικά έργα μαζί με πολλούς άλλους και άλλες από τη νεολαία. Είχα κι ένα μεγαλύτερο αδελφό, που ήταν στην Αντίσταση και κρυβόταν. Ηταν πολύ αντάρτικο τότε στην Ουκρανία, θέλανε να τον συλλάβουν, δεν τα κατάφεραν κι έπιασαν εμένα. Τελείωνα το Γυμνάσιο, είχα δώσει τα χαρτιά μου για να μπω στη Φαρμακευτική, αλλά ήρθε ο πόλεμος... Ολα σταμάτησαν.

Ενα βράδυ, στις 10, ήρθε η Γκεστάπο με έναν μεταφραστή, με πήραν και με κλείσανε στην περιοχή Σταβίσκε, σ' ένα σχολείο. Ηταν ένα μεγάλο κτίριο και γέμισε εκείνη τη νύχτα με νεολαία και αιχμαλώτους, ακόμα και ανθρώπους που μαζέψανε στο δρόμο. Είμαστε πάρα πολλές γυναίκες. Στη δική μου "φουρνιά" είμαστε γύρω στις 30 και μας έβαλαν σε ένα βαγόνι που μετέφερε ζώα. Εκεί μας έριξαν στα άχυρα. Είμαστε νέες μέχρι 35 χρόνων, αλλά είχαν φέρει και μια γιαγιά γύρω στα 70. Δεν μπόρεσαν να πιάσουν τα εγγόνια της, που ήταν στο αντάρτικο και συλλάβανε αυτή, να την πάνε στη Γερμανία. Ταξιδέψαμε γύρω στις έξι ημέρες. Το τρένο προχωρούσε μόνο τη νύχτα, εξαιτίας των βομβαρδισμών και τη μέρα κρυβόταν στο δάσος».

Μια παράξενη ένεση

«Δε βγαίναμε καθόλου. Μόνο μια φορά, στις 24 ώρες, μας άφηναν για την ανάγκη μας, νερό μας δίνανε μόνο μια φορά την ημέρα. Φαΐ τίποτε σχεδόν, μόνο ένα κομμάτι μαύρο ψωμί και ένα είδος μαύρου σαλαμιού, που φτιάχνουν οι Γερμανοί από αίμα και το προόριζαν για τους κρατούμενους. Εξαντλημένες φτάσαμε στα σύνορα με την Αυστρία. Εκεί μας κατέβασαν όλους και μας έκλεισαν σε ένα στρατόπεδο πρώτης διαλογής, χωριστά τις γυναίκες από τους άντρες. Περάσαμε από ιατρικό έλεγχο, μας έκαναν λουτρό και απολύμανση. Μας ξύρισαν όλο το σώμα και στη συνέχεια μας έκαναν μια ένεση εμάς τις γυναίκες, δήθεν εμβόλιο για τον τύφο. Στην πραγματικότητα, ήταν ένεση για να μας σταματήσουνε την περίοδο. Γιατί χρειαζόταν καθαριότητα κι εμείς δεν είχαμε τίποτα, μόνο ένα εσώρουχο που φορούσαμε.

Το στρατόπεδο αυτό βρισκόταν κοντά στο Σάλτσμπουργκ, μετά μας μοιράσανε αλλού, σε διάφορα μέρη. Εμένα με στείλανε στο σπίτι ενός Γερμανού της Γκεστάπο που ζούσε στο Σάλτσμπουργκ. Με πήρε η γυναίκα του για να φυλάω τα παιδιά και να κάνω τις δουλιές του σπιτιού. Μας φορέσανε ένα σήμα που έγραφε ΟΣΤ (Ανατολικός) για να μας αναγνωρίζουνε. Το φόραγαν όλοι οι αιχμάλωτοι που προέρχονταν από τις ανατολικές χώρες και την Πολωνία. Ηταν απαγορευμένο να βγω μακριά από το σπίτι. Δούλευα 16 ώρες το εικοσιτετράωρο και Σάββατα και Κυριακές. Εκανα όλες τις δουλιές, ξεφόρτωνα πατάτες και κάρβουνα που φέρνανε για το χειμώνα. Κι ας ήμουν μόνο 17 χρόνων, αδύνατη, ίσα που στεκόμουνα στα πόδια μου. Στο τέλος, δεν άντεξα από τις βαριές δουλιές και αρρώστησα. Ο γιατρός που έφερε η γυναίκα διέγνωσε αδυναμία του οργανισμού και μου έδωσε φάρμακα. Κάθισα στο σπίτι αυτό μερικούς μήνες και μετά δόθηκε η εντολή να μας πάνε στα εργοστάσια... Τότε άρχισαν τα μεγάλα βάσανα...».

Σε στρατιωτικό εργοστάσιο

«Εγώ δούλεψα στο Χαλάιν, 25-30 χιλιόμετρα έξω από το Σάλτσμπουργκ, στο εργοστάσιο Γκριλ. Γύρω γύρω ήταν χιονισμένα βουνά. Το στρατόπεδο όπου μέναμε λεγόταν Πουχ Ομπεράλ. Πώς ζούσαμε; Τι να πεις! Η δυστυχία, το κρύο, ο φόβος από τους συνεχείς βομβαρδισμούς - μαρτύρια. Οταν έρχονταν αεροπλάνα και γινόταν συναγερμός, μας υποχρέωναν να βγαίνουμε έξω, να τρυπώνουμε σε υπόγεια. Το στρατόπεδο ήταν στο δάσος. Το εργοστάσιο όπου δούλευα ήταν στρατιωτικό και πολύ μεγάλο. Φτιάχναμε εξαρτήματα για τα αεροπλάνα - πολύ βαριά δουλιά... Ολη μέρα κλεισμένες και πεινάγαμε. Στο στρατόπεδο, το πρωί, μας έδιναν έναν καφέ ίσως από κριθάρι χωρίς ζάχαρη και 100 γραμμάρια μαύρο ψωμί από κριθάρι. Το μεσημέρι μια σούπα με πλιγούρι και πατάτες που ήταν παγωμένες και βρωμούσανε και πάλι 100 γραμμάρια μαύρο ψωμί. Το βράδυ τα ίδια.

Δουλεύαμε με βάρδιες; 7-4 το απόγευμα και 4-10 1/2 το βράδυ. Μετά στρατόπεδο, τη νύχτα δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε από τους κοριούς που φώλιαζαν στα στρώματα και μέναμε άυπνες. Το στρατόπεδο ήταν περιφραγμένο με σύρματα και απαγορευόταν να βγούμε έξω. Δεν ήταν στρατόπεδο εξόντωσης, όπως το Αουσβιτς, ήταν στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Εννοείται ότι δε μας πληρώνανε δραχμή, ζούσαμε μ' αυτό το άθλιο φαγητό, ούτε ρούχα δεν είχαμε. Μας είχαν δώσει κάτι φορέματα από ένα είδος καραβόπανο σε χρώμα πράσινο, παπούτσια ξύλινα και στρατιωτικές κάλτσες. Το απόγευμα πηγαίναμε για δουλιά με ένα τοπικό τρενάκι, όμως το πρωί έπρεπε να πάμε ποδαρόδρομο από το στρατόπεδο στο εργοστάσιο 7-8 χιλιόμετρα μακριά, ξημερώματα, μέσα στο βαρύ χειμώνα. Μας σήκωναν στις 5-6 το πρωί και περπατούσαμε δυο ώρες δρόμο μέχρι τη δουλιά.

Με τον άντρα μου συναντηθήκαμε στην καντίνα, την Πρωτοχρονιά του '44 προς '45.

Μας άφησαν να γιορτάσουμε και τότε συζητήσαμε για πρώτη φορά - τα τυπικά, "από πού είσαι", "πώς σε λένε" κλπ. Μετά δεν ξαναειδωθήκαμε μέχρι το τέλος του πολέμου. Δουλέψαμε στο εργοστάσιο μέχρι τις αρχές Απρίλη του '45, ύστερα ήρθαν οι Αμερικάνοι στρατιώτες, και μας ελευθέρωσαν».

Καταστράφηκε η ζωή μας

«... Μας ρημάξανε τη ζωή, όχι μόνο γιατί εργαζόμαστε τόσα χρόνια χωρίς να πληρωνόμαστε. Αρρωστήσαμε, καταστράφηκε η ζωή μας, όχι μόνο η δική μας... Από τα 12 εκατομμύρια που επέζησαν από την εξαναγκαστική εργασία στα εργοστάσια των Γερμανών, ζουν μόνο δυο εκατομμύρια. Είπαν οι Γερμανοί ότι θα δώσουν σ' όσους ζουν τουλάχιστον αποζημιώσεις δεν ξέρω... Τουλάχιστον να υπάρξει μια ηθική δικαίωση, έστω και αργά...».


Επιμέλεια:
Αλίκη ΞΕΝΟΥ - ΒΕΝΑΡΔΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ