Μάλιστα, όπως ανακοίνωσε η εταιρία «European Climate Exchange» (ECX) που παίζει το ρόλο του Χρηματιστηρίου των ρύπων, είναι έτοιμη να διαθέσει 108.000 τόνους ισοδυνάμου του διοξειδίου του άνθρακα (δηλαδή... «αέρα κοπανιστό»!) σε τιμές που θα κυμαίνονται από τα 16,80 έως τα 17,40 ευρώ τον τόνο! Στις τιμές αυτές θα σπεύσουν να αγοράσουν «δικαιώματα ρύπανσης» όσες βιομηχανίες θελήσουν να εξακολουθούν να ρυπαίνουν ανεξέλεγκτες. Αλλωστε, οι τιμές αυτές ακόμη συμφέρουν, αφού το πρόστιμο που προβλέπει η Κοινοτική Οδηγία (2002/353/ΕΚ) σε περίπτωση που εκπέμπουν περισσότερους ρύπους από τα όρια που τους έχουν καθοριστεί σε κάθε χώρα, ανέρχεται σε 40 ευρώ τον τόνο.
Ετσι, ουσιαστικά, ο ...«ευέλικτος» αυτός τρόπος καταπολέμησης του «φαινομένου του θερμοκηπίου» στρέφει τις ρυπογόνες βιομηχανίες στο Χρηματιστήριο Ρύπων, ενώ παράλληλα τους απαλλάσσει από την υποχρέωση να εφαρμόσουν οποιαδήποτε αντιρρυπαντική μέθοδο ή τεχνολογία. Επιβεβαιώνεται, τελικά, ότι ο περίπλοκος, ασταθής και τελικά αναποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης των κλιματικών αλλαγών, που ψήφισαν στο Κιότο και προσπαθούν τώρα να υλοποιήσουν τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη (με εξαίρεση τις ΗΠΑ, οι οποίες δήλωσαν καθαρά ότι δε θα κυρώσουν το Πρωτόκολλο για να μη θέσουν οποιοδήποτε εμπόδιο στα συμφέροντα των πολυεθνικών τους) εξυπηρετεί μόνο το μεγάλο κεφάλαιο, που, εκτός των άλλων, βρίσκει έναν ακόμη τρόπο κερδοσκοπίας.
Eurokinissi |
Ομως, όχι μόνο δεν υπολογίζουν το μέλλον του πλανήτη και τη Δημόσια Υγεία, αλλά οι επιχειρήσεις αυτές είναι έτοιμες να μετακυλίσουν το κόστος από το «εμπόριο ρύπων» στον ίδιο το λαό! Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας μόνο η ΔΕΗ θα εκπέμπει 7 εκατομμύρια τόνους το χρόνο παραπάνω από τα δικαιώματα που της έχουν εκχωρηθεί από το Εθνικό Σχέδιο Κατανομής των Ρύπων και άλλα τόσα οι υπόλοιπες 140 βιομηχανικές εγκαταστάσεις (διυλιστήρια, εργοστάσια σιδήρου, χάλυβα, επεξεργασίας μεταλλευμάτων, τσιμεντοβιομηχανίες κ.ά.) που εντάσσονται στο Σχέδιο αυτό. Ο λογαριασμός αυτός θα είναι ιδιαίτερα «τσουχτερός», αφού θα ανέρχεται με τις σημερινές τιμές γύρω στα 240 εκατομμύρια ευρώ (περί τα 82 δισ. δρχ.) το χρόνο...