Κυριακή 7 Αυγούστου 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 15
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΙΜΩΝ - ΑΓΟΡΩΝ
Πολιτικές ενίσχυσης του πληθωρισμού και των κερδών

Ο χορός των κερδών στον κλάδο «σούπερ μάρκετ - πολυκαταστήματα» καλά κρατεί, αφού η αποδοτικότητα κεφαλαίων εκτινάχτηκε από 8,5% το 2001 στο 21,3% το 2003

Eurokinissi

Με αλλεπάλληλες καθημερινές ανατιμήσεις μικρότερες ή μεγαλύτερες στα είδη ευρείας κατανάλωσης που έχουν οδηγήσει χιλιάδες λαϊκά νοικοκυριά σε αδιέξοδο, πληρώνουν οι εργαζόμενοι την κλιμάκωση της πολιτικής του λεγόμενου «ανταγωνισμού» και της «ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας». Μιας ανταγωνιστικότητας, που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο δείκτης που αποτυπώνει την εξέλιξη των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων και των μονοπωλίων. Ετσι, όσο μεγαλύτερα είναι τα κέρδη των επιχειρήσεων τόσο επαίρονται οι κυβερνώντες για την επιτυχία της πολιτικής τους. Της πολιτικής, δηλαδή, που, στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας», φέρνει όλο και πιο σκληρά αντιλαϊκά μέτρα, όλο και μεγαλύτερη ασυδοσία στο μεγάλο κεφάλαιο, ανατιμήσεις δίχως τέλος και αβάσταχτη ακρίβεια για τα λαϊκά στρώματα. Γιατί, η αύξηση των επιχειρηματικών κερδών πάει χέρι - χέρι με την καθήλωση των μισθών των εργαζομένων και τις αυξήσεις των τιμών στην αγορά.

Στόχος, όμως, της εκάστοτε κυβέρνησης στη βάση του οποίου κατά καιρούς συνεργάζεται άριστα με τους επιχειρηματίες, είναι να αποπροσανατολίσει τους εργαζόμενους από το γεγονός ότι οι πολιτικές που εφαρμόζει ωφελούν αποκλειστικά τους επιχειρηματίες και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά στον καπιταλισμό. Επομένως είναι αυτές που δημιουργούν και οξύνουν τα μεγάλα προβλήματα και τα καθημερινά αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι. Αδιέξοδα που έρχονται από την τάση του μεγάλου κεφαλαίου να επεκτείνει και να εδραιώνει την κυριαρχία του σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων και που υπηρετεί απαρέγκλιτα η κάθε κυβέρνηση. Και ένας άμεσος τρόπος για να το κάνει αυτό είναι η διαρκής αύξηση των τιμών των προϊόντων.

Τα τελευταία χρόνια, οι καθημερινές ανατιμήσεις έχουν πάρει διαστάσεις λαίλαπας για τα λαϊκά εισοδήματα. Τα αλλεπάλληλα κύματα αυξήσεων τιμών σε όλη την γκάμα των ειδών καθημερινής κατανάλωσης έχουν «γονατίσει» τα νοικοκυριά που χρόνο με το χρόνο διαπιστώνουν ότι τα εισοδήματά τους επαρκούν για την κάλυψη όλο και λιγότερων αναγκών. Την ίδια στιγμή, οι κυβερνώντες επιχειρούν να αμβλύνουν τις εντυπώσεις, εμφανίζοντας τη «γαλάζια» ακρίβεια καλύτερη από την «πράσινη» με επιλεκτικά στοιχεία περί συγκράτησης των ανατιμήσεων επί των ημερών της ΝΔ στα ...λουλούδια και τα λευκά είδη!

Από τη μεριά τους, οι ιδιοκτήτες των σούπερ μάρκετ προκαλούν, κάνοντας λόγο για «πενιχρά κέρδη» και ξεκαθαρίζουν σε όλους τους τόνους ότι «δεν μπορούν να απορροφήσουν τις αυξήσεις τιμών, δεδομένου ότι λειτουργούν με ελάχιστο περιθώριο κέρδους»! Η πραγματικότητα, βέβαια, για τα κέρδη των αλυσίδων είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που παρουσιάζουν σχεδόν με ...περίλυπο ύφος οι εκπρόσωποι των ιδιοκτητών τους.

Υπερκέρδη και υπερσυγκέντρωση κεφαλαίου

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ICAP, η αποδοτικότητα των κεφαλαίων στον κλάδο «σούπερ μάρκετ - πολυκαταστήματα» μόνο μέσα σε τρία χρόνια εκτοξεύτηκε στα ύψη:

  • Το 2001 ήταν της τάξης του 8,5%
  • Το 2002 πήγε στο 18,6%
  • Το 2003 εκτοξεύτηκε στο 21,3%.

Επιπλέον, το 2003 με τα ποσοστά κέρδους της τάξης του 2%, όπως οι ίδιοι λένε, ο όγκος των καθαρών κερδών τους έφτασε στο αστρονομικό ποσό των 209,5 εκατ. ευρώ, αυξημένο κατά 33,6% σε σχέση με το 2002. Αποκαλυπτικά είναι επίσης τα στοιχεία μελέτης του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας, σύμφωνα με τα οποία μόλις 4 αλυσίδες σούπερ μάρκετ καρπώνονται το 54,7% του συνολικού τζίρου της αγοράς, 11 αλυσίδες κατέχουν το 84,4% της ελληνικής αγοράς και άλλες 72 εταιρίες σούπερ μάρκετ το υπόλοιπο 15,6%!

Αυτός είναι ο περίφημος «ανταγωνισμός» που κατά τους συντάκτες της μελέτης λειτουργεί «τέλεια» στην Ελλάδα, καθώς, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία «σημαντική δύναμη στην αγορά» θεωρείται ότι κατέχει μια επιχείρηση εφόσον κατέχει μερίδιο πάνω από 25%. Το γεγονός, επομένως, ότι στην εγχώρια αγορά η πρώτη σε μερίδιο αλυσίδα κατέχει «μόνο» 22% και συνολικά οι τέσσερις πρώτες 54,7% δε συνιστά μονοπώληση και, με βάση, πάντα τις εκτιμήσεις των συντακτών της μελέτης «ο ανταγωνισμός λειτουργεί τέλεια»! Αυτός ακριβώς ο ανταγωνισμός, είναι που έχει ως αποτέλεσμα την αβάσταχτη ακρίβεια που βιώνουν οι εργαζόμενοι, την καθιέρωση των άγριων εργασιακών σχέσεων, των ωραρίων «λάστιχο» ανάλογα με τα συμφέροντα των μεγαλοεργοδοτών στο εμπόριο, το αναγκαστικό κλείσιμο χιλιάδων μικρών μαγαζιών και την περιθωριοποίηση της εγχώριας παραγωγής.

Σε άλλο σημείο της ίδιας μελέτης, οι συντάκτες της πλέκουν το εγκώμιο των ιδιοκτητών σούπερ μάρκετ για το ρόλο που έπαιξαν «στην ομαλή εισαγωγή στο ευρώ» (!) επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι:

  • «Το 2001 οι Ελληνες λιανέμποροι ήταν οι κύριοι συντελεστές στην ομαλή εισαγωγή στο ευρώ, απορροφώντας ένα μεγάλο ποσό του κόστους της αλλαγής του νομίσματος και εκπαιδεύοντας τους καταναλωτές στη νέα πραγματικότητα».
  • «Οι Ελληνες καταναλωτές εμπιστεύτηκαν τις μεγάλες και επώνυμες αλυσίδες τις πρώτες μέρες συναλλαγής, όπως φανερώνει η αύξηση του όγκου των συναλλαγών που σημειώθηκε την αντίστοιχη περίοδο».

Ανατρέχοντας στην ειδησεογραφία της περιόδου σταχυολογήσαμε ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία που αξίζει να υπενθυμίσουμε.

Συγκεκριμένα, στις 14 Φλεβάρη του 2002 η τότε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης με επικεφαλής τον Α. Τσοχατζόπουλο σε μια προσπάθεια να «πείσει» τους εργαζόμενους ότι δεν υπήρχαν ανατιμήσεις στην αγορά έδωσε στη δημοσιότητα την εξέλιξη των τιμών διαφόρων κατηγοριών προϊόντων. Μ' αυτό τον τρόπο, η κυβέρνηση «πέτυχε» ακριβώς το αντίθετο από αυτό που επιδίωκε. Από τους καταλόγους του υπουργείου με 25 προϊόντα, προέκυπτε πως στο διάστημα Γενάρης 2001 - Γενάρης 2002, στα 21 είχαν επιβληθεί ανατιμήσεις μέχρι και 20%!

Επίσης, από το Σεπτέμβρη του 2001 μέχρι και το Γενάρη του 2002, περίοδος κατά την οποία υποτίθεται ότι βρισκόταν σε ισχύ μια ακόμα «συμφωνία κυρίων» μεταξύ κυβέρνησης και επιχειρηματιών για «πάγωμα» των τιμών σε είκοσι έξι προϊόντα, στα έντεκα φαινόταν ότι επιβλήθηκαν αυξήσεις τιμών από 0,5% μέχρι 12,3%, σε άλλα έντεκα μειώσεις της τάξης του 0,2% μέχρι 2,5% και σε τέσσερα προϊόντα εμφανίζονταν σταθερές οι τιμές.

Επιπλέον, στις 15 Αυγούστου 2002 γράφαμε με βάση στοιχεία των υπηρεσιών του υπουργείου Ανάπτυξης ότι στο επτάμηνο Γενάρη - Ιούλη 2002 σε μεγάλα σούπερ μάρκετ είχαν καταγραφεί αυξήσεις τιμών στο φρέσκο γάλα μέχρι 11%, στα τυριά μέχρι 13%, στα ζυμαρικά μέχρι 6%, στα αναψυκτικά 7%, στα αλκοολούχα ποτά 15%, στα έλαια 10% - 26% και στο ρύζι μέχρι 33%!

Μ' αυτά τα δεδομένα μόνο χλευαστικά μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς την προκλητική άποψη που διατυπώνεται στη μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου ότι τα σούπερ μάρκετ «εκπαίδευσαν τους καταναλωτές στη νέα πραγματικότητα». Την ίδια στιγμή, δε, που οι ανατιμήσεις ξεπερνούν κάθε όριο αντοχής των εργαζομένων, οι ιδιοκτήτες των αλυσίδων σούπερ μάρκετ- μελών του ΣΕΣΜΕ - επιχειρώντας να αμβλύνουν την αγανάκτηση των καταναλωτών, διανέμουν ένα δισέλιδο έντυπο στο οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ ξεδιπλώνουν την επιχειρηματολογία στήριξης του συστήματος και των κερδών τους.

Στην ουσία, μέσα από αυτή την επιχειρηματολογία, αποκαλύπτεται αυτό ακριβώς που συμβαίνει στην αγορά, όπως είχε επισημάνει ο «Ρ» από την πρώτη μέρα διάθεσης του συγκεκριμένου φυλλαδίου. Οτι, δηλαδή, οι μεγαλολιανέμποροι κατορθώνουν να αυξάνουν τα κέρδη τους μέσα από την ασύστολη καταλήστευση των λαϊκών εισοδημάτων, τη συμπίεση του λειτουργικού κόστους μέσω της άγριας εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Είναι δε βέβαιο ότι στο πλαίσιο των ασκούμενων πολιτικών τα ίδια και χειρότερα περιμένουν τους εργαζόμενους, καθώς όσο κλιμακώνεται η πολιτική της εκχώρησης πλήρους ασυδοσίας στους επιχειρηματίες τόσο οι τελευταίοι θα αυγαταίνουν τα κέρδη τους μέσα από την καταλήστευση των λαϊκών εισοδημάτων. Η κατάσταση με τις τιμές και η δεινή θέση των εργαζομένων μπορούν να αλλάξουν μόνο στο πλαίσιο μιας άλλης, ριζικά διαφορετικής πολιτικής που μπορούν να διεκδικήσουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Μιας πολιτικής που θα έρχεται σε ρήξη με το μεγάλο κεφάλαιο για να το ανατρέψει και θα εξασφαλίζει επαρκή και φθηνά προϊόντα για το λαό. Αλλά βγάζοντας συμπεράσματα από την ίδια τους την πείρα, για την πολιτική που ασκούν οι κυβερνήσεις, είτε του ΠΑΣΟΚ είτε της ΝΔ, οι εργαζόμενοι πρέπει τώρα να εγκαταλείψουν μαζικά τα δύο κόμματα της πλουτοκρατίας, να οργανώσουν το δικό τους μέτωπο πάλης για τη λαϊκή εξουσία και οικονομία ενισχύοντας του ΚΚΕ.


Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ