Κυριακή 20 Αυγούστου 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΦΑΡΜΑΚΑ
Εμπόρευμα με προκλητικά κέρδη!

ICON

Η πολιτική που ακολουθείται από τις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ μέχρι και τη σημερινή της ΝΔ στον τομέα του φαρμάκου είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τις αξιώσεις των φαρμακευτικών επιχειρήσεων, των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων. Είναι η πολιτική που, υποταγμένη στους νόμους του κέρδους και της «αγοράς», αντιμετωπίζει το φάρμακο ως εμπόρευμα με στόχο το κέρδος αντί για κοινωνικό αγαθό όπως είναι και θα έπρεπε να είναι διαθέσιμο στον καθένα που το έχει ανάγκη. Αλλωστε, το ξεκαθάρισε και το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν πριν από δύο χρόνια κατόπιν προσφυγής των φαρμακευτικών επιχειρήσεων έκρινε αντισυνταγματικό και παράνομο τον μέχρι πρότινος τρόπο καθορισμού ανώτατης τιμής των φαρμάκων. Με την απόφαση εκείνη (3633/2004) το ΣτΕ έκανε επίκληση του άρθρου 5 του Συντάγματος για προστασία της ελευθερίας της οικονομικής δραστηριότητας, εντάσσοντας στην πράξη το φάρμακο στη διαδικασία απόκτησης επιχειρηματικού κέρδους.

Ετσι κι αλλιώς μ' αυτό τον προσανατολισμό, αντιμετωπίζοντας δηλαδή το φάρμακο ως εμπόρευμα, όλα τα μέτρα που παίρνονται χρόνια τώρα γύρω από την τιμολόγηση του φαρμάκου και τον τρόπο διάθεσής του είναι τέτοια που ενισχύουν τα κέρδη της φαρμακοβιομηχανίας σε βάρος των εργαζομένων, των ασφαλιστικών ταμείων και της εγχώριας παραγωγής. Σ' αυτό το πλαίσιο, απαξίωσαν και τελικά κατάργησαν την κρατική φαρμακοβιομηχανία και την κρατική φαρμακαποθήκη και παρέδωσαν πλήρως την υπόθεση του φαρμάκου στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τα μονοπώλια της παραγωγής και του κυκλώματος διακίνησης.

Επί κυβέρνησης Σημίτη, το 1996, το πρόσχημα που χρησιμοποιήθηκε για την αναθεώρηση του τρόπου τιμολόγησης των φαρμάκων, έτσι που επέφερε μαζικές αυξήσεις στα φάρμακα, ήταν αφενός η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης αφετέρου η ανάγκη ενίσχυσης της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας. Από τότε ακολούθησαν αλλεπάλληλες ανατιμήσεις με την έκδοση αμέτρητων δελτίων τιμών φαρμάκων. Το αποτέλεσμα βεβαίως δεν ήταν ούτε η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης, που συνέχισε να τραβάει την ανηφόρα, ούτε βεβαίως να «σηκώσει κεφάλι» η αποδεκατισμένη εγχώρια παραγωγή που εξακολουθεί να συρρικνώνεται. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στις πωλήσεις φαρμάκων, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου Φαρμακευτικής Ερευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ) το 1996 ήταν σε αξία της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ και έφτασε το 2005 με σταθερά αυξητικούς ρυθμούς τα 4,85 δισ. ευρώ. Αυξήθηκε, μέσα στη δεκαετία 1996 - 2005 κατά 224%. Εάν αναλογιστεί κανείς ότι, με βάση πάντα τα στοιχεία του ΙΦΕΤ, οι πωλήσεις φαρμάκων σε ποσότητα το ίδιο διάστημα αυξήθηκαν κατά 53% είναι φανερό ότι καθοριστικές ήταν οι ανατιμήσεις που έγιναν στο ίδιο διάστημα. Οσο, δε, για την πορεία της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας αρκεί να δει κανείς την εξέλιξη της σχέσης εγχωρίως παραγομένων και εισαγομένων φαρμάκων: το 1987 στα εγχωρίως παραγόμενα φάρμακα αναλογούσε το 75,1% των πωλήσεων ενώ το 2004 έφτασε μόλις στο 17,6%.

Ποιοι είναι οι κερδισμένοι

Τα πιο πρόσφατα επίσημα οικονομικά αποτελέσματα των φαρμακευτικών επιχειρήσεων είναι εξίσου αποκαλυπτικά για το ποιοι τελικώς είναι οι κερδισμένοι των πολιτικών που ακολουθήθηκαν και με επουσιώδεις ως προς τον προσανατολισμό τους αλλαγές ακολουθεί και η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε και έδωσε στη δημοσιότητα η Hellastat οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις είδαν το 2005 τα κέρδη τους να αυξάνονται με ρυθμό υπερδιπλάσιο του πληθωρισμού (7,4%) και τον τζίρο με διψήφια ποσοστά (12,1%). Τη μερίδα του λέοντος καρπώθηκε μια χούφτα μονοπώλια, ενδεικτικό της έντασης της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου και στον κλάδο αυτό. Συγκεκριμένα, μέσα στο 2005:

  • Ο κύκλος εργασιών (τζίρος) στο σύνολο των επιχειρήσεων τα στοιχεία των οποίων επεξεργάστηκε η Hellastat εμφανίζει κατά μέσο όρο αύξηση 12,1%.
  • Οι 8 στις 10 φαρμακευτικές επιχειρήσεις εμφανίζονται κερδοφόρες με μέσο ποσοστό αύξησης των κερδών τους να διαμορφώνεται στο 7,4%, έναντι μέσης ετήσιας αύξησης την τριετία 2003 - 2005 10,5%. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση των κερδών και μάλιστα σε τέτοια ποσοστά εμφανίζεται σε μια περίοδο κατά την οποία επισήμως οι ίδιοι οι εκπρόσωποι των φαρμακοβιομηχάνων μιλούσαν για στασιμότητα τιμών.
  • Το μερίδιο αγοράς των 20 μεγαλύτερων φαρμακοβιομηχανιών αυξάνεται σταθερά την τελευταία τριετία. Ετσι, το μερίδιο αυτών των 20 έφτασε το 2005 - βάσει του δείγματος της έρευνας - στο 76,1% από 72,3% το 2003. Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα μιας σειράς αλλαγών στο καθεστώς τιμολόγησης, στην επιστημονική πρόοδο, στη ζητούμενη ποσότητα και στις διαδικασίες εξαγορών και συγχωνεύσεων.

Ακόμα, με βάση τα δημοσιοποιημένα στοιχεία το 2004 (ICAP) τα καθαρά κέρδη των 5 πρώτων με βάση τους τζίρους τους επιχειρήσεων στον κλάδο φαρμάκων - καλλυντικών ανήλθαν σε 112,5 εκατ. ευρώ. Αξιοσημείωτο είναι ότι μεταξύ αυτών η Lavipharm αύξησε τα καθαρά της κέρδη το 2004 σε σύγκριση με το 2003 κατά 5.900% (από 170.069 ευρώ το 2003 σε 10.200.000 το 2004)! Η Boehringer Ingelheim Ελλάς ΑΕ που περιλαμβάνεται στις 15 με τους μεγαλύτερους τζίρους του 2003 αύξησε κατά 263% τα κέρδη της το 2004 (από 1.521.615 ευρώ σε 5.500.000 ευρώ). Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το 2003 τα καθαρά κέρδη των δεκαπέντε μεγαλύτερων φαρμακοβιομηχανιών έφτασαν τα 162,5 εκατ. ευρώ έναντι 10,2 εκατ. το 2002 και 125,7 εκατ. το 2001. Μέσα σε δυο χρονιές δηλαδή αυξήθηκαν τα καθαρά τους κέρδη κατά 30%.

Αυτά είναι τα αποτελέσματα της πολιτικής που ακολουθήθηκε όλα τα τελευταία χρόνια στο φάρμακο. Στους ίδιους και απαράλλακτους άξονες εξακολουθεί να κινείται και η πολιτική της ΝΔ. Ετσι, με δούρειο ίππο τις κατά καιρούς κορόνες της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης περί εξασφάλισης φθηνού και ποιοτικού φαρμάκου για όποιον το χρειάζεται και από την άλλη για ενίσχυση της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας (και πάλι) και αποτροπή της υποκατάστασης φθηνών σκευασμάτων από αντίστοιχα ακριβότερα εξαπολύει νέα επίθεση στα εισοδήματα των εργαζομένων και στα ταμεία των ασφαλιστικών φορέων και των νοσοκομείων με μια σειρά αλλαγές στον τρόπο καθορισμού ανώτατων τιμών στα φάρμακα. Πρόκειται για αλλαγές απόλυτα ευθυγραμμισμένες με την τελευταία απόφαση του ΣτΕ σχετικά με την τιμολόγηση των φαρμάκων και με τις απαιτήσεις των φαρμακοβιομηχάνων για αυξήσεις τιμών. Ηδη, στο υπουργείο Ανάπτυξης έχουν υποβληθεί αιτήματα για αυξήσεις τιμών -ακόμα και για τριπλασιασμό κάνουν λόγο οι πληροφορίες, συγκεκριμένα στην ασπιρίνη - σε περισσότερα από 900 φάρμακα, τα λεγόμενα «φθηνά». Μεταξύ αυτών, φέρονται να είναι το Panadol, το Depon, το Amoxil 500 mg, το Ponstan, το Lucoface, το Pencordil. Στην πραγματικότητα, οι φαρμακοβιομήχανοι αξιοποιούν το χαλί που απλόχερα τους έστρωσε η κυβέρνηση, όταν, στο όνομα της αποτροπής υποκατάστασης «φθηνών» φαρμάκων, τους υποσχέθηκε κατ' εξαίρεση αντιμετώπιση αυτών των σκευασμάτων. Με δεδομένο ότι τα φάρμακα που πωλούνται μέχρι 3 ευρώ αποτελούν σχεδόν τα μισά (48%) του όγκου των πωλήσεων φαρμάκων και ότι είναι σκευάσματα που λίγο - πολύ χρησιμοποιεί ο καθένας είναι φανερό ότι οι ανατιμήσεις που θα επιβληθούν αφορούν στην πλειοψηφία του λαού.


Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ