«Ο κλόουν» τιτλοφορείται το κείμενο της ποιήτριας και πεζογράφου Μαρίας Λαϊνά, που παρουσιάζεται Δευτερότριτα, επίσης, στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου», με τοποθετημένους (σκόπιμα από τις συνσκηνοθέτριες Μαρία Κατσανδρή και Σεσίλ Μικρούτσικου, η οποία δίδαξε την εκφραστικότατη κίνηση) τους θεατές επί σκηνής και το ερμηνευτικό δίδυμο να παίρνει τη θέση των θεατών, να κινείται, να κρύβεται, να ακροβατεί στα καθίσματα. Το πρωτοπρόσωπο μονολογικό κείμενο της Λαϊνά, ποιητικής διάθεσης, αλλά και με ειρωνικότατο χιούμορ, αλληγορεί για τη μοναδικότητα, αλλά και μοναχικότητα του ανθρώπου μέσα στον πολυάνθρωπο κόσμο, τις μνήμες, τους πόθους, τους έρωτες, τις απογοητεύσεις, τις αγωνίες, τις αντιφάσεις της συμπεριφοράς, το κρυμμένο δάκρυ στο χαμόγελο και στο γέλιο του. Για το «είναι» και το «φαίνεσθαι» του ανθρώπου. Κάθε λογικός, σώφρων, αξιοπρεπής άνθρωπος, από φόβο και αυτοπροστατευτική άμυνα απέναντι στον κίνδυνο να «πληγωθεί» εκθέτοντας στα μάτια των άλλων το «είναι» του, φορά τη μάσκα του, «επαγγέλλεται» τον κλόουν του εαυτού του. Οπως ο επαγγελματίας κλόουν βαδίζει πάνω στο «νερό» των δακρύων του, «ακροβατεί», «αιωρείται» στο υπαρξιακό του «χάος», υψώνει, στηρίζεται και κρύβεται πίσω από ένα δικό του «τοίχο», «πνίγει» το δάκρυ με αστεία, χαμόγελα, ακόμα και γέλιο, γέλιο που κάποτε ηχεί σπαρακτικά. Την πνευματικότητα, την ποιητικότητα, το δηλητηριωδώς αλλήγορο χιούμορ, αναδεικνύει η μεγάλης εκφραστικής «ευλυγισίας», στο λόγο και στην κίνηση, ερμηνεία της Μαρίας Κατσανδρή, στη γυναικεία εκδοχή του κλόουν. Πολύ καλός, στην ανδρική εκδοχή του ρόλου, είναι και ο Χρήστος Μαλάκης.