Κυριακή 13 Ιούλη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
{{ Φταίνε οι μισθοί για τον πληθωρισμό; }

Φταίνε οι μισθοί για τον πληθωρισμό;

Η αστική πολιτική οικονομία προβάλλει μια σειρά δόγματα και επιχειρήματα.

Ενα πρώτο επιχείρημα είναι ότι την αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών και τον πληθωρισμό, την προκαλούν οι διεκδικήσεις των εργαζομένων και συνταξιούχων για αύξηση των μεροκαμάτων, μισθών και συντάξεων. Βέβαια, το επιχείρημα αυτό είναι τόσο νέο, όσο "νέος" είναι και ο καπιταλισμός. Αρα όσοι το υποστηρίζουν δεν πρωτοτυπούν.

Οι αστοί οικονομολόγοι προσπαθούν να βρουν επιχειρήματα, "μοντέλα" και "συνταγές", όχι για να αιτιολογήσουν τον πληθωρισμό, αλλά αντίθετα, να συγκαλύψουν τις πραγματικές αιτίες του.

Αποσιωπούν το γεγονός ότι, ο πληθωρισμός αποτελεί ένα μηχανισμό πρόσθετης εκμετάλλευσης των εργαζομένων μέσω της ανακατανομής του εθνικού εισοδήματος. Η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο δεν περιορίζεται μόνο στη σφαίρα της παραγωγής, αλλά και στην κυκλοφορία, στην αγορά μέσω του μηχανισμού των τιμών και του φορολογικού συστήματος, π. χ. αυξάνονται συνεχώς οι τιμές στα είδη πρώτης ανάγκης, στις υπηρεσίες: υγεία, παιδεία, πολιτισμός. Πρόσφατα αυξήθηκαν τα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών κατά 33,3% από 75 δρχ. σε 100 δρχ. Ερχονται οι αυξήσεις και σε άλλες υπηρεσίες όπως ΕΥΔΑΠ, ΔΕΗ, ΟΤΕ, δημοτικά τέλη κλπ. Οι σύγχρονες αστικές αντιλήψεις για τον πληθωρισμό έχουν τις ρίζες τους βαθιά στην κλασική πολιτική οικονομία.

Ανάμεσα στους δημιουργούς και οπαδούς της θεωρίας μισθοί - τιμές - πληθωρισμός ήταν ο Πιγκού και ο Χάροντ. Κατά την αντίληψη αυτή, η αύξηση των ημερομισθίων προκαλεί άνοδο στο κόστος της παραγωγής των προϊόντων, πράγμα που οδηγεί και στην άνοδο των τιμών τους. Αφού, λοιπόν, οι τιμές ανεβαίνουν, οι εργαζόμενοι προβάλλουν το αίτημα για την αύξηση του μισθού εργασίας, η οποία, τάχα, οδηγεί ξανά στην αύξηση των τιμών. Η σπειροειδής θεωρία "μισθών - τιμών" του πληθωρισμού, δείχνει ότι η αύξηση των μισθών μειώνει τα κέρδη των καπιταλιστών, περιορίζοντας τα κίνητρα για επενδύσεις και ότι δήθεν έτσι αυξάνεται η ανεργία. Ετσι, κλείνει ο φαύλος κύκλος αυτής της θεωρίας, που θεωρεί κύριους υπεύθυνους του πληθωρισμού τις αξιώσεις των εργαζομένων.

Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι, στις συνθήκες της καπιταλιστικής αγοράς πρώτα αυξάνονται οι τιμές και μετά από σκληρούς ταξικούς αγώνες οι εργαζόμενοι πετυχαίνουν μια σχετική αύξηση των ονομαστικών ημερομισθίων που συνήθως είναι κατώτερη από την αύξηση των τιμών.

Δεύτερο επιχείρημα, που προβάλλεται με έμφαση, είναι ότι ο μισθός εργασίας αποτελεί το κύριο στοιχείο του κόστους παραγωγής των προϊόντων συνεπώς και της αύξησης των τιμών τους. Είναι γεγονός ότι, με τη χρησιμοποίηση των επιτευγμάτων της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, η ποσοστιαία συμμετοχή του κόστους της εργατικής δύναμης στο συνολικό κόστος της παραγωγής μειώνεται. Στην ελληνική βιομηχανία π. χ. η συμμετοχή του μισθού εργασίας στο κόστος παραγωγής είναι περίπου 15% και σε ορισμένους σύγχρονους κλάδους της βιομηχανίας είναι κάτω από το 10%. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι πρόκειται για προσπάθεια συγκάλυψης των βασικών αιτιών που προκαλούν την άνοδο των τιμών και την αύξηση των κερδών. Εκτός τούτου, οι τιμές των εμπορευμάτων δεν αποτελούνται μόνο από τους μισθούς. Είναι γνωστό, πως η αξία των εμπορευμάτων, που πουλιούνται στην αγορά, αποτελείται από τα παρακάτω στοιχεία:

α) Από το μέρος του κεφαλαίου που επενδύεται για την αγορά των μέσων παραγωγής, πρώτων υλών, κλπ., δηλαδή από το σταθερό κεφάλαιο.

β) Από το μέρος του κεφαλαίου, που προορίζεται για την αγορά της εργατικής δύναμης, δηλαδή το μεταβλητό κεφάλαιο.

γ) Από την αξία που δημιουργεί ο εργάτης στη διαδικασία της παραγωγής και την παίρνει δωρεάν ο κεφαλαιοκράτης, δηλαδή από την υπεραξία.

Ο εργάτης και ο κεφαλαιοκράτης μοιράζονται μεταξύ τους μόνο τη νεοδημιουργημένη αξία, παίρνοντας ο ένας το μισθό και ο άλλος το κέρδος.

Στην περίπτωση αυτή "ο ένας από αυτούς - γράφει ο Μαρξ - θα παίρνει τόσο περισσότερα, όσο λιγότερα θα πέφτουν στον άλλο, και αντίστροφα. Οταν ένα ποσό είναι δοσμένο, τότε το ένα μέρος από αυτό θα αυξάνει στο βαθμό που αντίστροφα θα ελαττώνεται το άλλο. Αν αλλάζει ο μισθός της εργασίας τότε το κέρδος θα αλλάζει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αν ο μισθός της εργασίας πέφτει, τότε θα ανεβαίνει το κέρδος και όταν ο μισθός της εργασίας ανεβαίνει, τότε πέφτει το κέρδος" (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς, Διαλεκτά Εργα, τ. 1, σ. 514).

Αν, σύμφωνα με τα παραπάνω, υποθέσουμε ότι ένας εργάτης σήμερα στην Ελλάδα παίρνει μέσο ημερομίσθιο 8.000 δρχ. και ο καπιταλιστής παίρνει υπεραξία 8.000, τότε ο βαθμός εκμετάλλευσης του εργάτη είναι 100%. Αν η εργατική τάξη με την πάλη της πετύχει αύξηση του μεροκάματου από 8.000 σε 10.000 δρχ. τότε ο κεφαλαιοκράτης θα πάρει 6.000 δρχ. υπεραξία από τον εργάτη. Και αντίστροφα, αν ο καπιταλιστής καταφέρει και αυξήσει την υπεραξία του από 8.000 σε 10.000 δρχ., τότε ο εργάτης θα πάρει μόνο 6.000 δρχ. ημερομίσθιο. Συνεπώς "μια γενική άνοδος του επιπέδου των μισθών θα είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση του γενικού ποσοστού του κέρδους, χωρίς όμως, για να μιλήσουμε γενικά, να επηρεάσει τις τιμές των εμπορευμάτων" (Το ίδιο, σελ. 530 - 531).

Ο Ανταμ Σμιθ στο δόγμα του ισχυρίζεται ότι: "Ο μισθός εργασίας, το κέρδος και η γαιοπρόσοδος είναι οι τρεις πρωταρχικές πηγές κάθε εισοδήματος, καθώς και κάθε ανταλλακτικής αξίας" (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 2, σ. 371).

Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει ότι δήθεν η αξία του εμπορεύματος αποτελείται μόνο από τους μισθούς και τα κέρδη.

Από τη μεριά του, ο Ντ. Ρικάρντο θεωρεί, πως "την τιμή των εμπορευμάτων τελικά, την καθορίζει το κόστος παραγωγής". Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Ρικάρντο αφαιρεί το κέρδος ως συστατικό μέρος της αξίας του εμπορεύματος.

Σύμφωνα με τον Ζ. Μπ. Σέι την αξία του εμπορεύματος τη δημιουργούν τρεις παράγοντες: η εργασία, η γη και το κεφάλαιο. Πρόκειται για μια αντιεπιστημονική άποψη. Ο μοναδικός δημιουργός της αξίας του εμπορεύματος είναι η εργασία του ανθρώπου και μάλιστα, με την αφηρημένη της μορφή.

Ο Μάρσαλ υπεράσπισε με τον τρόπο του την ουσία της αστικής θεωρίας του κόστους της παραγωγής. Κατά την άποψή του, το πραγματικό κόστος της παραγωγής αποτελείται από τα βάσανα των εργαζομένων και τις θυσίες των καπιταλιστών. Δηλαδή, κι αυτός, με άλλα λόγια, εξίσωσε τις τιμές των προϊόντων με το κεφαλαιοκρατικό κόστος της παραγωγής. Συμπλήρωσε δε, ότι στο κόστος παραγωγής των προϊόντων συμβάλλει και η λεγόμενη οριακή ωφελιμότητά τους.

Η δε μαθηματική σχολή προσπάθησε με μαθηματικά μοντέλα να υπερασπίσει το ασύστατο της αστικής θεωρίας του κόστους της παραγωγής.

Ο Κ. Μαρξ έκανε διεξοδική ανάλυση του κόστους παραγωγής, της αξίας των εμπορευμάτων και της αλληλοσχέσης τους. Απέδειξε ότι, η υπεραξία δεν αποτελεί συστατικό μέρος του καπιταλιστικού κόστους παραγωγής, αλλά είναι η κλεμμένη εργασία του εργάτη. "Το πόσο κοστίζει το εμπόρευμα στον κεφαλαιοκράτη - γράφει ο Κ. Μαρξ - μετριέται με τη δαπάνη σε κεφάλαιο, ενώ το πόσο κοστίζει πραγματικά το εμπόρευμα μετριέται με τη δαπάνη σε εργασία" (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 3, σ. 43).

Μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση του καπιταλισμού 1929 - 1933, ο Κέυνς πρόβαλλε μια σειρά μέτρα, που διευκόλυναν την ενεργητική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία. Μεταξύ αυτών των μέτρων προβλεπόταν η αύξηση του ποσού του χαρτονομίσματος στην κυκλοφορία, με τη λεγόμενη μέθοδο "του ρυθμιζόμενου πληθωρισμού", όπως και η σχετική αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος με σκοπό τη μείωση των μισθών εργασίας. Η θεωρία αυτή του Κέυνς επέδρασε και συνεχίζει να επηρεάζει την αστική οικονομική σκέψη και σήμερα.

Τα κείμενα έγραψαν ο Νίκος ΚΥΡΙΤΣΗΣ και ο Γιώργος ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ