Σάββατο 6 Γενάρη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Ωρα την ώρα καρτερώ να 'ρθω το βράδυ να σε βρω

Κλέφτες ακουσμάτων. Να παραμείνουμε τουλάχιστον αυτό. Η επιλογή έγινε ένα βράδυ, όταν η υπόλοιπη παρέα αρνήθηκε να ακολουθήσει στην πατροπαράδοτη τσάρκα στα κουτούκια, γιατί, λέει, το έθιμο - ποιανού έθιμο, αλήθεια; - των ημερών επέβαλε να παίξουμε και κανένα χαρτάκι. Φούντωσε ένας καυγάς τρικούβερτος και το πράγμα έφτασε σε σημείο να γίνεται επίκληση ακόμα και της οικονομικής κρίσης, για να αιτιολογηθεί σοβαρά ότι ο τζόγος δεν είναι μόνο σημείο των καιρών, αλλά και ανάγκη, γιατί - έλεγαν ορισμένοι - ο άνθρωπος, όσο πιο κάτω τον πατάνε, τόσο περισσότερο αρπάζεται από τις όποιες, έστω και μεταφυσικές, ελπίδες του. Κάπου στο σιγανό ο Δημήτρης, αρνούμενος να συμμετάσχει στη συζήτηση, επαναλάμβανε με ύφος το "του Ελληνος ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει" και το βράδυ στην ταβέρνα ο Κώστας μάς έδωσε τη χαριστική βολή, καθώς, όταν του είπαμε πως πιο αργά θέλουμε, να μας αφήσει, να κάνουμε μια γύρα στα τραπέζια, να μιλήσουμε με τους πελάτες του, απάντησε: Ατυχήσατε, ελάτε μετά τις δεκαπέντε. Τώρα τα 'χουν παίξει όλα κι είναι λίγοι αυτοί που έρχονται.

Κι όμως είχε άδικο. Η ταβέρνα ήταν εκεί, σαν λειτουργία, σαν τρόπος, σαν τόπος συνάντησης, οι παρέες, η μια, οι δύο, οι τρεις, ήταν εκεί. Η ταβέρνα της γειτονιάς που εξακολουθεί να φτιάχνει μόνο στιφάδο με σαλιγκάρια, η άλλη με το μπακαλιάρο κι εκείνη με τη συκωταριά, ήταν και εξακολουθούν να είναι εκεί. Κοντά τους, πλάι, απέναντι, τα δεκάδες άλλα στέκια του κρασιού και δε μιλάμε για τίποτα μπεκροστέκια. Για ανθρώπινα πράγματα. Για το μακρόστενο μπακάλικο στου Γκύζη, που έχει μέσα και τρία τραπεζάκια κολλημένα στον τοίχο απέναντι απ' το ψυγείο και μαζεύει τ' απόγευμα τους φίλους της γειτονιάς, για τον "μπακάλη" ένα καθ' εαυτού κρασοπουλειό στην Αγιά Σοφιά που το ξέρει μόνο η γειτονιά κι άλλα ανάλογα αριστερά και δεξιά από την Πειραιώς, χωμένα στα στενά ανάμεσα στα εργοστάσια, ή, εκεί στη Σαφράμπολη - στέκια οικοδόμων αυτά, όπως κι εκείνα της Κυψέλης. Είναι αλήθεια πως κάτι παλιά στέκια, τα καρβουνάδικα, έχουν χαθεί. Σε ορισμένα χωριά ίσως και να μένουν μερικά. Κρίμα, γιατί όπως λέγανε οι παλιότεροι, "το καλό κρασί, να ξέρεις, γίνεται στα βαρέλια που είναι πάνω απ' τα κάρβουνα, το ίδιο και τα κάρβουνα. Κάτι γίνεται με το κρασί και τα κάρβουνα ανάβουν καλύτερα". Εν πάση περιπτώσει, τα στέκια ήταν και είναι εκεί. Και, σε πείσμα ορισμένων, η δικαίωση ήρθε από εκεί που δεν την περιμέναμε, όταν ο Γιάννης, ένας φίλος σχετικά "στεγνός" - έτσι νομίζαμε - ήρθε ένα απόγευμα να μας ανακοινώσει πως ανακάλυψε ένα κουτούκι μέσα στην καρδιά της αγοράς, όπου, εκτός από το ψητό ψαράκι και τα τραπέζια που αδερφώνουν γνωστούς και άγνωστους, ήταν κι ένας τύπος που έπαιξε "τ' Αναπλιού το Παλαμίδι" με μια φλογέρα! Τέτοια χαρά. Και κάτι τέτοιες ήταν οι αφορμές για να ανοίξουμε κάπως αλλιώς αυτές τις μέρες τις κεραίες μας, να κάνουμε αυτή τη φορά τη γύρα, όχι μόνο για τη δική μας "την καλή χαρά" που λέει ένας φίλος, αλλά και για να ακούσουμε, να αφουγκραστούμε, να... διάφορα. Σίγουρα όχι για ένα ρεπορτάζ στη νύστα. "Να θυμάσαι, έλεγε πάντα ένας παλιός, τα ξενυχτάδικα δεν είναι για τους εργάτες. Μην πιάνεσαι κορόιδο με ό,τι ακούς. Αμα στις 6 χτυπάς κάρτα, στις 10 ψάχνεις για κρεβάτι". Ισως αυτό να εξηγεί και το γεγονός ότι εκεί στα στέκια που γυρίσαμε γύρω στις 12 ο κόσμος είχε ήδη αραιώσει... Και να 'στε σίγουροι πως πρόλαβε να τραγουδήσει και το "ποτάμι μέσα μου πικρό" και τους "μοιραίους" και την "τράτα μας την κουρελού" και πρόλαβε να απαντήσει στο "και γιατί δε μας το λες"...


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ