Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ
"Γιατί, σύντροφε;"
"Τι, γιατί;"
"Γιατί κλαις;", ρωτάω
"Δεν κλαίω!"
"Πώς δεν κλαις, τα μάτια σου τρέχουν".
"Αυτά τρέχουν, εγώ, όμως, δεν κλαίω"!
"Γιατί, κλαις;", επέμενα από ενδιαφέρον.
"Κλάμα είναι αυτό;", μου λέει θυμωμένος. "Εχεις δει πολλούς να κλαίνε κοιτώντας έτσι ψηλά; Κλάμα είναι, όταν κλαις με σκυμμένο κεφάλι. Εγώ κοίτα πώς κλαίω. Κλαίω, κοιτώντας τους ανθρώπους, που έρχονται καταπάνω μου, στα μάτια. Και πιο ψηλά από τα μάτια, στο κούτελο".
"Ομως, τα μάτια σου είναι υγρά".
"Ας είναι. Μάτια είναι αυτά, ό,τι θέλουν κάνουν. Εμένα θα ρωτήσουν; Τους είπα εγώ, λες, να δακρύσουν; Εγώ, απλώς, τους είπα να δουν. Να τα δουν όλα. Και αυτά που φαίνονται, και τα άλλα, που υπάρχουν, αλλά δε φαίνονται, ακόμα... Και αυτά, έτσι που κοίταζαν, τον κόσμο, που έρχεται, τα έπιασε η συγκίνηση. Θυμήθηκαν όλες του κόσμου τις Πρωτομαγιές. Χιλιάδες Πρωτομαγιές. Χιλιάδες νεκρούς και χιλιάδες εκτελεσμένους. Τραυματίες, συγκρούσεις με την αστυνομία, ξύλο, συλλήψεις. Το οχτάωρο. Τον πόλεμο. Την Καισαριανή. Τη μεγάλη συγκέντρωση του ΕΑΜ, εδώ σ' αυτήν την πλατεία. Πολύ, λες θέλουν;.. Βούρκωσαν. Ομως, σε βεβαιώνω, δεν κλαίω. Δεν είναι κλάμα αυτό που στάζει. Να, πιάσε! Νεράκι αφήνω να βγει από μέσα μου, για να ποτίσει τη γης, που σκεπάζει όλα ετούτα τα θύματα. Από τη μια άκρη του ορίζοντα στην άλλη".
"Κοίτα", μου λέει, "μια αγκαλιά είναι ο κόσμος. Εδώ μπροστά μου περπατάει το Βιετνάμ, περπατάει η Κούβα, περπατάει το φθηνό μεροκάματο, η ανεργία, ο αναλφαβητισμός, ο ρατσισμός, τα άσιτα παιδιά της Αφρικής, οι μετανάστες. Με νοιάζει, λες, εμένα, σε τι γλώσσα τραγουδάει ετούτος ο κόσμος; Εγώ ξέρω πως ετούτες οι κόκκινες σημαίες οδηγούν στη σύγκρουση. Οδηγούν στην ελπίδα. Γι' αυτό κλαίω. Κλάματα χαράς είναι, τι νομίζεις; Θα έκλαιγα εγώ, πιστεύεις, από παράπονο; Εχω πίκρα, λες, μέσα μου; Οργή έχω εγώ. Θυμό! Τέτοια κλάματα, μάλιστα, δέχομαι πως τα βγάζω. Και αν θέλεις να ξέρεις, όταν με πιάνουν τέτοια κλάματα, δεν κάνω και τίποτα, για να τα εμποδίσω. Τα αφήνω να τρέξουν. Τα βοηθάω κιόλας. Τα σπρώχνω να γίνουν ποτάμια. Ορμητικά νερά και δύναμη, που να μην αφήνουν τίποτα στο πέρασμά τους. Να γίνουν όπως ετούτος ο κόσμος. Τους βλέπεις; Τράβα, αν έχεις τα κότσια να τους σταματήσεις! Εμπα μπροστά και φράξε τους το δρόμο, αν τολμάς. Θα σε πάρουν φαλάγγι".
"Ετσι είναι ο άνθρωπος", μου λέει " "και άμα σ' αρέσει. Εγώ κλαίω γιατί ελπίζω. Γι' αυτό κλαίω. Γιατί βλέπω ετούτο τον κόσμο κόντρα στις αναποδιές να μην εγκαταλείπει. Να πιστεύει και να φωνάζει την πίστη του. Να με κάνει περήφανο. Ναι, περήφανο!.. Και αφού λες ότι σου οφείλω μια απάντηση, μάθε λοιπόν πως κλαίω από περηφάνια. Εχεις ματαδεί κλάματα από περηφάνια; Να, κοίτα τα. Αυτό το χρώμα έχουν. Και αυτή τη γεύση"!
"Σύντροφε, γιατί κλαις;"
"Γιατί έτσι θέλω. Γιατί είμαι περήφανος. Κλάψε και συ, άμα νιώθεις έτσι. Και άμα δε νιώθεις, κοίτα να νιώσεις. Ετούτα τα παιδιά, κόντρα στις αναποδιές, θα φτιάξουν τον κόσμο καλύτερο. Το είπαμε το πρωί στο Σύνταγμα, το λένε απόψε εδώ μέσα"!