Κυριακή 8 Ιούνη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ
Στο δρόμο για το Στρατοδικείο

Βαγγελίτσα Κουσιάντζα. Μια ηρωίδα του λαού. Το χρονικό μιας τραγωδίας

ΜΕΡΟΣ 7ο

Υστερα από πολλές ώρες, συναντήσαμε άλλη δύναμη στρατού, με μηχανοκίνητα. Ο δρόμος άρχιζε πια να πατιέται κουτσά - στραβά από αυτοκίνητο.

Μας έκλεισαν σε δυο φορτηγά, δεμένους πάντα δυο - δυο με τις χειροπέδες και νύχτα πια, μας ξεφόρτωσαν στο Καρπενήσι και μας έριξαν σ' ένα υπόγειο σκοτεινό μπουντρούμι.

Κι άρχισαν οι "ανακρίσεις". Ετοίμαζαν το φάκελο, για το στρατοδικείο που μας περίμενε στη Λαμία.

Και δω, το πολύ βάρος έπεσε πάλι στα στελέχη της πολιτικής οργάνωσης.

"Στο Καρπενήσι, εκεί ήταν τα πολλά", θα γράψει αργότερα, στο τελευταίο γράμμα της, η Βαγγελίτσα. "Με βάλαν σε μπουντρούμι σκοτεινό και χωροφύλακες μαυροσκούφηδες με χτύπησαν απάνθρωπα με σιδεριές και με κρανιές. Μου σπάσαν δυο πλευρά κι ακόμα το σώμα μου είναι κατάμαυρο".

Στο δρόμο, από τ' Αγραφα μέχρι το Καρπενήσι, έκαναν και λίγο "κράτει" στους ξυλοδαρμούς. Επρεπε να μπορούμε να στεκόμαστε στα πόδια μας. Να μπορούμε να περπατάμε. Γιατί αλλιώς, θα ήταν αναγκασμένοι να μας φορτώνουν στα μουλάρια, όπως το Σωκράτη. Τώρα, απ' το Καρπενήσι και κάτω, που είχαν αυτοκίνητα για να μας κουβαλήσουν στη Λαμία, δε λογάριαζαν πού χτυπούσαν... Τη Βαγγελίτσα, όταν τέλειωσε η "ανάκριση", την έφεραν πίσω στο κρατητήριο σακατεμένη, αγνώριστη. Μπορούσες να ψηλαφήσεις με το χέρι τα δυο σπασμένα πλευρά της.

Είπαμε στο σκοπό το χωροφύλακα να ειδοποιήσει να στείλουν έναν γιατρό. Εκείνος έκανε μόνος του τη... διάγνωση.

- Δεν έχει τίποτα, μην ανησυχείτε. Θα της περάσει... είπε αδιάφορα.

Υστερα έπιασε να τραγουδάει επιδεικτικά ένα σαχλοτράγουδο, που ήταν τότε το "σουξέ της εποχής".

"Να το πάρεις το κορίτσι, να το πάρεις...

Κι αν δεν ξέρεις το χορό του Ησαϊα,

μη φοβάσαι θα στον μάθει ο παπάς".

Βρήκαμε μόνοι μας ένα ζουνάρι και δέσαμε πρόχειρα τα σπασμένα πλευρά της Βαγγελίτσας. Τυλίξαμε το ζουνάρι σφιχτά γύρω στο θώρακα, να μην ανεβοκατεβαίνουν τα πλευρά με την αναπνοή, για να ελαττώνεται λίγο ο πόνος. Υστερα από λίγες μέρες, κλεισμένους πάλι μέσα σε δυο φορτηγά, πατικωμένους, από δεκαπέντε περίπου στην κάθε καρότσα, μας μεταφέρανε στη Λαμία.

Μα πριν φτάσουμε στη Λαμία, εκεί κάπου κοντά στο Λιανοκλάδι νομίζω, η φάλαγγα σταμάτησε. Ενα απόσπασμα, χωροφύλακες μαυροσκούφηδες, κάτι άλλα τμήματα μισο-στρατιωτικά, μισο-ληστοσυμμορίες, ανεξέλεγκτες, ήθελαν να μας πάρουν απ' τη συνοδεία τη δική μας και να μας αναλάβουν αυτοί. Θα μας πήγαιναν, λέει, αυτοί να μας παραδόσουν στη Λαμία, στις αρχές.

Ο σκοπός τους ήταν ολοφάνερος. Θα μας τραβούσαν κάπου απόμερα και θα μας σκότωναν όλους, πριν προλάβουμε να εμφανιστούμε στο στρατοδικείο.

Αντιδράσαμε αμέσως. Ο Βασίλης Τσιρώνης βγήκε μπροστά και απευθύνθηκε στον ανθυπολοχαγό, που ήταν επικεφαλής της συνοδείας.

- Εμείς είμαστε αιχμάλωτοι του στρατού, κύριε ανθυπολοχαγέ. Δικοί σας αιχμάλωτοι. Αν μας παραδόσετε σ' αυτούς, είναι παραπάνω από βέβαιο ότι θα μας εκτελέσουν όλους, χωρίς δίκη, χωρίς απολογία. Και θα φέρνετε γι' αυτό ακέραιη την ευθύνη εσείς. Εχετε υποχρέωση να μας παραδόσετε στη Λαμία, στις στρατιωτικές αρχές. Σας καθιστούμε προσωπικά υπεύθυνο για τη ζωή μας. (Ο Τσιρώνης ήταν φοιτητής της Νομικής).

Και πραγματικά, ο ανθυπολοχαγός ανάλαβε τις ευθύνες του. Αντιστάθηκε σθεναρά στην απαίτηση των μαυροσκούφηδων και των τραμπούκων και δε δέχτηκε την αντικατάσταση της συνοδείας.

Μας πήγε ο ίδιος στους στρατώνες της Λαμίας και μας παρέδοσε στις στρατιωτικές αρχές.

Η "δίκη"

Την 1η Μάη μας έδοσαν τις κλήσεις για το έκτακτο στρατοδικείο και στις 3 άρχισε η δίκη. Στις 5 είχαν κιόλας τελειώσει!... Στις 8 είχε λήξει και το τριήμερο (προπαντός οι νόμιμες διαδικασίες...) και στις 9 του Μάη, πρωί - πρωί, με τα χαράματα, δόθηκε η "κάθαρση". Μέσα σε μια βδομάδα, η στρατιωτική δικαιοσύνη εποίησε πάντα τα έργα της...

Ολα έγιναν με την απαραίτητη επισημότητα.

Στητοί και ακίνητοι, σαν αγάλματα, καμαρώνουν στις ψηλές τους πολυθρόνες οι κύριοι στρατοδίκες. Με τα γυαλιστερά κουμπιά και τα παράσημα στο στήθος, με πολλά αστέρια επάργυρα κι επίχρυσα στις επωμίδες τους, με κλάρες σταυρωτές στα ψηλά τους τα πηλήκια, βλοσυροί και απροσπέλαστοι εντεταλμένοι της Θέμιδας, μας καλούν ν' απολογηθούμε για τα "εγκλήματά" μας.

"Βάσει του Γ ψηφίσματος, περί εκτάκτων μέτρων προστασίας του καθεστώτος". Εκείνου του φοβερού μεταβαρκιζιανού καθεστώτος, του μισαλλόδοξου και εκδικητικού, που το γενικό, το μοναδικό του σύνθημα ήταν: "Σκοτώστε τους!". Που με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο, επιδίωκε τη φυσική εξόντωση των αντιπάλων του. Με τον κατατρεγμό και τις δολοφονίες, απ' τις ασύδοτες ληστοσυμμορίες της Δεξιάς. Με τα στρατόπεδα και τα μπουντρούμια. Με τα ξερονήσια και τα εκτελεστικά αποσπάσματα.

Η υπόθεσή μας δεν παρουσίαζε, για τους κύριους στρατοδίκες, καμιά δυσκολία. Το κατηγορητήριο, έτοιμο. Κόπια στερεότυπη και χιλιοαντιγραμμένη. Ενα κείμενο που μπορεί να το βρει κανένας σε όλους τους φακέλους, σε παρόμοιες δίκες εκείνης της εποχής: ... Ούτοι, από κοινού συμφέροντος ορμώμενοι, συνέπηξαν ομάδα, με τον σκοπόν όπως προσβάλλουν διά της βίας τας αρχάς και καταλύσουν το ισχύον κοινωνικόν καθεστώς... Οργανα ξένης δυνάμεως, διά την απόσπασιν μέρους ή του όλου της επικρατείας...

... Εις την περιοχήν Καύκιας Αγράφων και αλλαχού, διέπραξαν φόνους, ληστείας, διαρπαγάς, εις βάρος εθνικοφρόνων πολιτών...

Ούτε μάρτυρες χρειάζονταν, ούτε υπεράσπιση. Το "έγκλημά" μας ήταν αυταπόδεικτο για τους κύριους στρατοδίκες. Δουλιά ρουτίνας η έκδοση της απόφασης.

Επιασαν και δυο δικηγόρους απ' τον κατάλογο, τους διόρισαν "αυτεπαγγέλτως", να κρατιούνται και τα προσχήματα και όλα εντάξει!...

Μάρτυρες κατηγορίας, τα ίδια τα "όργανα της τάξεως", οι χωροφύλακες.

Οι απολογίες μας, σκέτη κοροϊδία. Μας σήκωνε ο κύριος πρόεδρος με τη σειρά, άφηνε να πει ο καθένας δυο λόγια και μ' ένα "φτάνει, φτάνει... αρκετά", τον κάθιζε πάλι στη θέση του.

Μια συνοπτική διαδικασία. Μια γενική βιασύνη. "Να τελειώνουμε...".

"Δε μ' αφήσαν διόλου να μιλήσω", θα γράψει στο τελευταίο γράμμα της η Βαγγελίτσα.

Ο μπάρμπα - Μήτσιος Κουσιάντζας, ο πατέρας της, από κάπου έμαθε κι έφτασε με την ψυχή στο στόμα, στη Λαμία. Ηρθε πριν ακόμα βγάλουν την απόφαση. Αλλά δε χρειαζόταν καθόλου να περιμένει την απόφαση. Εφυγε για την Αθήνα, μήπως από κει, με κανένα "μέσον", μπορέσει να κάνει κάτι για τη Βαγγελίτσα.

Κάποιον είδε εκεί, κάποιος τον "διαβεβαίωσε" εκ μέρους του κ. υπουργού, πως δεν πρόκειται να εκτελεστεί.

- Μην ανησυχείς, του είπε ο εκπρόσωπος του κράτους. Τα στρατοδικεία μας δεν εκτελούν γυναίκες...

Ο Ηλίας Παπαδόπουλος, κουνιάδος του Κώστα Χαλκιά, πρόφτασε κι αυτός και ήρθε στη Λαμία πριν τελειώσει η δίκη. Τρέχει απ' τον Αννα στον Καϊάφα, χτυπάει πόρτες, παρακαλεί, χωρίς κανένα αποτέλεσμα...

Σε δυο μέρες, όλα είχαν τελειώσει: Κατηγορητήριο, μάρτυρες κατηγορίας, απολογίες. Και "έλαβε τον λόγον" ο κύριος βασιλικός επίτροπος. Ο δημόσιος κατήγορος. Ο κέρβερος του νόμου και φύλακας της "καθεστηκυίας τάξεως"...

Δεν ξέρω οι άλλοι, οι στρατοδίκες, τι έκρυβαν μέσα στην καρδιά τους, αλλά ο κύριος βασιλικός επίτροπος ήταν δέσμιος στο πάθος του το εμφύλιο. Και δεν το έκρυβε. Ενα ανθρωπάκι τόσο δα, στολισμένο με σιρίτια και παράσημα, να παρασταίνει τον Ποσειδώνα που ταρακουνάει τη θάλασσα... Ορθιος και σίγουρος απάνω στην έδρα του, πότε σκούζει σα γυναικούλα και πότε κάνει με στόμφο επίδειξη της "ρητορικής" του ικανότητας. Μας λούζει με όλα τα ταπεινωτικά επίθετα που υπάρχουν στη γλώσσα μας. Βγάζει τα απωθημένα του....

Μας χαρακτήρισε όλους προδότες. Μας είπε απάτριδες και εγκληματίες και σφαγείς, που επιχειρήσαμε να φέρουμε εις την αιωνίαν Ελλάδα τη βαρβαρότητα της κομμουνιστικής τυραννίας!...

Τα πέντε στελέχη της πολιτικής οργάνωσης και μαζί τους και μένα μας χαρακτήρισε, "επί πλέον", στρατολόγους και καθοδηγητές και ηθικούς αυτουργούς.

Το γεγονός ότι η κύρια δύναμή μας κατόρθωσε να περάσει μέσα από κείνη την κόλαση της Νιάλας, να σπάσει τον κλοιό και να "διαφύγει την εξόντωση", είχε καθίσει στο στομάχι του σαν κάρβουνο αναμμένο και τον έκαιγε.

Αφριζε κυριολεκτικά, κάθε φορά που ερχόταν στη γλώσσα του το όνομα του ταγματάρχη Αλευρά, που σκοτώθηκε στη συμπλοκή με τους δικούς μας, εκεί στον αυχένα της Νιάλας.

Χτυπιέται και ουρλιάζει σα μανιακός πάνω απ' την έδρα του:

- Εις θάνατον!

Πέντε απ' τα παιδιά, τους αντάρτες, που παραδέχτηκαν στην ανάκριση ότι πήραν μέρος έστω και σε μια μικροσυμπλοκή, ότι έριξαν έστω και μια ντουφεκιά, "εις θάνατον!".

Και τα πέντε στελέχη της πολιτικής οργάνωσης και μαζί τους και μένα, "εις θάνατον!".

- Διά τον Βασίλειον Τσιρώνην, την ποινήν του θανάτου.

Διά την Ευαγγελίαν Κουσιάντζα, την ποινήν του θανάτου.

...την ποινήν του θανάτου!

...την ποινήν του θανάτου!

Μέσα στην παγερή ατμόσφαιρα της αίθουσας του στρατοδικείου, έντεκα φορές ακούστηκε η φοβερή φράση:

- Εις θάνατον!...

Οι κύριοι στρατοδίκες, για τους δέκα από τους έντεκα "προταθέντες", συμφώνησαν με τη γνώμη του βασιλικού επιτρόπου. Εμένα με εξαίρεσαν απ' την "εσχάτη των ποινών", "λόγω του νεαρού της ηλικίας". Και με καταδίκασαν, μαζί με όλα τα υπόλοιπα παιδιά, σε ισόβια δεσμά.

Ο Σωκράτης, το παιδί που έβαλε τα πόδια του κοντά στη φωτιά, εκεί στ' Αγραφα, τους γέλασε τους κύριους στρατοδίκες... Είχε στο μεταξύ πεθάνει από τη γάγγραινα κι έτσι δε χρειάστηκε καθόλου να τον δικάσουν. Το ίδιο έκανε κι ένα άλλο ανταρτόπουλο, Αντώνης Σερεφέας ήταν τ' όνομά του, που το είχαν τραυματίσει βαριά με σφαίρα στο γόνατο, την ώρα της σύλληψής μας εκεί στον αυχένα και πέθανε από μόλυνση του τραύματός του, ποιος ξέρει σε ποιο κρατητήριο, χωρίς γιατρό, δίχως καμιά βοήθεια.

Γι' αυτά τα δυο παιδιά, οι κύριοι στρατοδίκες χωρίσανε τη δίκη και έβαλαν το φάκελό τους στο αρχείο.

ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΤΟ 8ο ΜΕΡΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ