...Πατικωθήκαμε μέσα στο κύτος τ' αρματαγωγού "Αχελώος", 1.200 γυναίκες και 50 παιδιά. Ανάκατα μ' όλο το ετερόκλητο στρατοπεδικό νοικοκυριό του Τρίκκερι και τ' ατομικά μας μπαγάζια. Πνιγμένες στο αδιαχώρητο, την ασφυξία και τη δίψα, ανοιχτήκαμε στο Αιγαίο. Η τρικυμία, με τη ναυτία της, μας αφάνισε. Καραβοτσακισμένες φτάσαμε στο Λαύριο, το βράδυ της 26ης Γενάρη του 1950. Την άλλη μέρα, στις 27, αποβιβαστήκαμε στον "κρανίου τόπο" μ' ένα οπλιταγωγό. Στη στεριά, παραταγμένοι αξιωματικοί κι αλφαμίτες καρτερούσαν εξαγριωμένοι...
Οι εξόριστες, πειθαρχώντας στις διαταγές τους, παρατάχθηκαν σε πεντάδες και φορτωμένες τα μπαγάζια τους όδευαν προς το μαρτύριο... Ομως, κάτι πρωτόφαντο κι εκπληκτικό ξάφνιασε κι εμάς τις ίδιες: Τούτη η γυναίκεια ταλαιπωρημένη πομπή, η ζαλικωμένη τα βαριά μπαγάζια της, η πρόσφυγα στην ίδια της πατρίδα, είχε ξεπεράσει τον εαυτό της και τα δεινά της! Πειθαρχημένη, αξιοπρεπής, ολοκάθαρη - δεν έλειπαν ούτε τ' άσπρα γιακαδάκια απ' τις κοπέλες μας - είχε νικήσει ολότελα την εξουθένωσή της. Λες και δεν όδευε προς το μαρτύριο, αλλά καμάρωνε σε παρέλαση...
"Θαύμασε τις κοπέλες μας!", με σκούντηξε η βαριάρρωστη Αγλαϊα Βενέτη (πέθανε στο "Νοσοκομείο" της Μακρονήσου, λίγο αργότερα), καθώς στηριζόταν πάνω στη Δήμητρα. "Αυτό κάνω", τη βεβαίωσα, ξαναχαϊδεύοντάς τες με τη ματιά μου...
Δεξιά μας, η αγριεμένη βαθυγάλαζη θάλασσα μούγκριζε την ασίγαστη οργή της.
Μας σταμάτησαν μπροστά στο συρματοπλεγμένο κλωβό, που τιτλοφορούνταν: "ΑΕΤΟ - ΕΣΑΓ". Εδώ πια θα γινόταν η εθνική μας "αναμόρφωση". Για να γίνουμε "γνήσιες" Ελληνίδες.
Ξημερώνοντας η 30 του Γενάρη, χίμηξαν κατά πάνω μας στίφη χασισωμένων αλφαμιτών με ουρλιαχτά, βλαστήμιες κι απειλές, με τη διαταγή να τρέξουμε προς το "Θέατρο". Πεταχτήκαμε, τρέμοντας από τα στρωσίδια μας και τρέχαμε προς τα κει... Τα μεγάφωνα ουρλιάζανε τις διαταγές του Παπαγιαννόπουλου και του Ιωαννίδη. Μας τρομοκρατούσαν, απειλώντας μας με σίγουρο θάνατο: "Φαρμακερές έχιδνες, σήμερα θα πεθάνετε! Ηρθε η στερνή σας ώρα! Η θα υπογράψετε ή θα πεθάνετε! Εστω και στο φορείο, κι αν υπάρχει φορείο για σας. Εδώ, χιλιάδες άνδρες υπόγραψαν κι εσείς χίλια γύναια τολμάτε να μας αντισταθείτε; Ο νόμος που κυβερνάει τη Μακρόνησο είναι ένας: "Οποιος δε μετανοεί πεθαίνει! Ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας"". Ο τρόμος τρύπωσε σε κάθε καρδιά! Ητανε πια σίγουρο ότι σήμερα θα πεθαίναμε. Ομως, οι δηλώσεις ίσαμε τούτη τη στιγμή ήτανε λίγες, δεν τους ικανοποιούσαν. Τότε για να μας τσακίσουν την αντίσταση μας, διάταξαν: "Ο εθνικός στρατός παίρνει τα παιδιά από τις ανάξιες μανάδες!". Χύθηκαν σαν όρνια οι αλφαμίτες και ξερίζωσαν τα παιδιά από τις μητρικές αγκαλιές. Ο παιδικός θρήνος: "μαμά μου! μαμά μου...", έσχιζε τις καρδιές μας. Κάποιες θέσεις άδειασαν πάλι. Μα, οι "αμετανόητες" που έμεναν ακόμη, κρίθηκαν πάρα πολλές, κι οι δήμιοι λύσσαξαν... Κι όπως ήταν όλοι τους με στολή εκστρατείας, έτοιμοι για μάχη αποφασιστική κι εξόντωση του αντιπάλου - που ήταν οι αδούλωτες άοπλες κι' ανυπεράσπιστες εξόριστες - ο Παπαγιαννόπουλος ούρλιαξε προς τους αλφαμίτες: "Κλείστε τας εισόδους! Στήστε τα πολυβόλα! Εξοντώστε τες! Είναι πόρνες. Είναι προδότες της πατρίδος. Αυτές ευθύνονται για τα σκοτωμένα αδέλφια σας πάνω στα βουνά. Εκτελέστε τις διαταγές που πήρατε, χωρίς οίκτο!, χωρίς οίκτο!".
Πάλι άδειασαν μερικές θέσεις! Ομως στο "θέατρο" μέναν ακόμα αμετάθετες μερικές εκατοντάδες. Ωστόσο, η πρώτη φάση του βασανισμού με την ψυχολογική βία και τρομοκρατία, είχε λήξει! Κι άρχιζε η δεύτερη φάση με υλοποίηση πια των πρώτων απειλών και τον τρόμο. Μας ξεσήκωσαν από την παγωμένη γη και παρατάσσοντάς μας σε πεντάδες, μας χώσανε σε κάτι άδειες σκηνές, από σαράντα σε κάθε σκηνή. Κι εκεί μέσα πια, ο τρόμος κι η βία πήρανε συγκεκριμένη μορφή. Τα φονικά τους σύνεργα: βούρδουλες, συρματόσχοινα, μαστίγια, μπαμπού, σιδερογροθιές επιτέλεσαν το "εθνοσωτήριο" τους έργο, με κακουργία φασιστική, προτιμώντας ιδιαίτερα την εξόντωση των νεαρών εξορίστων γυναικών. Πενήντα έξι θύματά τους σφάδαζαν μέσα στ' αναρρωτήριο (υπάρχει ο ονομαστικός κατάλογος). Απ' όλες τις σκηνές βασανιστηρίων αντηχούσαν οιμωγές πόνου και φρίκης και τα φορεία κουβαλούσαν τις τραυματισμένες στ' αναρρωτήριο.
Η 17χρονη Βαγγελίτσα Σκευοφύλακα κραύγαζε: "Βαράτε φασίστες, βαράτε σκυλιά, δεν αποκηρύσσω το αίμα του αδελφού μου".
Ο ι ανταρτομάνες μας δεν άντεχαν να παρακολουθούν το δράμα των κοριτσιών μας. Και τι σοφίστηκαν... Σήκωσαν τις φαρδιές μπαλωμένες φούστες τους που κατέβαιναν ως τη γη και μέσα κει έκρυβαν τις κοπέλες μας να τις σώσουν από τους φονιάδες. Και πολλές γλίτωσαν σε κείνο το πρωτότυπο κρησφύγετο. και η θεία Κουταντέλιαινα από την Αργαλαστή Βόλου μάλλωσε τότε τους δήμιους: "Πώς κάνουτε έτσι μωρέ; Τι τις μισερεύετε τις αδερφές σας; Αυτές, αύριο θα παιδώσουν ν' αυγατίσουνε την πατρίδα που τη ρημάξατε! Αμ, αν είχατε φιλότιμο, ήσασταν εκεί που 'ναι τα παλικάρια. Δε θα βαράγατε τις αδελφές σας!..".
Πάνω στην ώρα αρπάζουνε την ανταρτομάνα Μπλαζάκαινα δυο θεριακωμένοι αλφαμίτες και την τραβολόγαγαν για το Α2 να υπογράψει δήλωση... Στυλώνει τα πόδια της στη γης η τουρκομάχα Κρητικιά, η μάνα του απροσκύνητου αντάρτη Γ. Μπλαζάκη που 'μεινε τριάντα χρόνια πάνω στα βουνά της Κρήτης, τινάζει τα γερά της μπράτσα, τα λευτερώνει από τις αρπάγες και τους κεραυνώνει: "Δε δουλώνω! Δεν απογράφω! Ντα τσι Τούρκους δεν εδούλωσα, σε σας θα δουλώσω;!..".
Και λεύτερη κι αδούλωτη γύρισε στη σκηνή της με τις "αμετανόητες αδελφές της".
ΝΑΤΑΛΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ