Κυριακή 13 Απρίλη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 34
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
"ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ"
Πρόλογος με το αντιασφαλιστικό συν-"δημιούργημα"

Το "οξύμωρο" στο ασφαλιστικό πρόβλημα είναι ότι, εδώ και δέκα χρόνια, ο Κ. Σημίτης ήταν εκείνος που πρότεινε τις σφαγιαστικές ρυθμίσεις για τους ασφαλισμένους και η ΝΔ τις θεσμοθετούσε. Τώρα ο θιασώτης του τριφασικού συστήματος συντάξεων - τύπου Χιλής - θέλει, ως πρωθυπουργός, να το προωθήσει και στη χώρα μας

Κατά την προεκλογική περίοδο και απ' τη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης (8.9.1996) ο πρωθυπουργός επιτέθηκε κατά του ΚΚΕ , υποστηρίζοντας ότι η πολιτική παροχών είναι αντι-αριστερή, ενώ αριστερή πολιτική - κατά τον Κ. Σημίτη - είναι το "κοινωνικό κράτος".

Για το "κοινωνικό κράτος" ο Κ. Σημίτης μίλησε πρώτη φορά, ως πρωθυπουργός, στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του στις 29.1.1997.Τότε είπε ότι στην "επόμενη εξαετία η κοινωνία μας οφείλει να σχεδιάσει, να συμφωνήσει και τελικά να οικοδομήσει έναν δίκαιο και αποτελεσματικό Κοινωνικό Ιστό Ασφάλειας".

Κατά την προεκλογική περίοδο - παρά τις, τότε, συνεχείς δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, Γ. Παπαντωνίου, ότι δε χρειάζεται αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος, στις προγραμματικές δηλώσεις που παρουσίασε ο Κ. Σημίτης στο Ζάππειο (4.9.1996) μίλησε για την "ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του ασφαλιστικού συστήματος".

"Το 1997 θα είναι έτος κοινωνικού διαλόγου και αποφάσεων" είπε ο Κ. Σημίτης και πρόσθεσε ότι η αντιμετώπιση θα υπακούει στα εξής τρία κριτήρια:

  • Βιωσιμότητα των ταμείων και έγκαιρη πρόληψη της επαπειλούμενης αδυναμίας καταβολής συντάξεων, λόγω υποχρέωσης και έλλειψης επαρκών νέων πόρων σε ορισμένα ταμεία.
  • Αντιμετώπιση των ανισοτήτων στη βάση της ανταποδοτικότητας, του χρόνου και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
  • Σεβασμός των ώριμων ασφαλιστικών δικαιωμάτων και αποφυγή αιφνιδιασμών με εξάντληση των δυνατοτήτων συναινετικών λύσεων.

Ιδού λοιπόν ο "κοινωνικός διάλογος" ενόψει. Και όσον αφορά το ασφαλιστικό σύστημα ο Κ. Σημίτης έχει το θλιβερό προνόμιο να προαναγγέλλει τις πιο συντηρητικές επιλογές που οδήγησαν στην αφαίρεση των κοινωνικών δικαιωμάτων εργαζομένων και στην περιθωριοποίηση των συνταξιούχων - άσχετα αν για την αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος επικαλείται την "αποτροπή της οικονομικής περιθωριοποίησης και τη διασφάλιση ανεκτών ορίων διαβίωσης για όλους".

Μανιώδης διώκτηςτων "παροχών"

Ο πρόλογος λοιπόν αυτού του "κοινωνικού διαλόγου" - με προειλημμένες αποφάσεις, όπως φαίνεται - έχει γραφτεί διά χειρός Κ. Σημίτη δέκα χρόνια πριν.

Δεν είναι πράγματα άγνωστα. Αλλά η υπόμνηση, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, αποκαλύπτει και εκείνες τις μη αξιολογήσιμες πλευρές μια δεκαετία πριν.

Επειτα, ο Κ. Σημίτης επιχειρεί να εμφανίσει τα αποτελέσματα του δικού του "κοινωνικού και συναινετικού διαλόγου" ως απάντηση στο νεοφιλελευθερισμό και στη λογική της αγοράς. Ειδικότερα στο ασφαλιστικό, ο Κ. Σημίτης έχει την "πρωτοπορία" εκείνος να προτείνει και η ΝΔ να θεσμοθετεί τις προτάσεις του. Και δεν είναι βέβαια οξύμωρο σχήμα, αφού - καθ' ομολογία και των δύο - όλα γίνονται υπό την ομπρέλα των "συναινετικών λύσεων".

Ιδού τα γεγονότα:

Το 1987 το υπουργείο Υγείας - Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων επεξεργαζόταν ένα σχέδιο νόμου για την ασφαλιστική κάλυψη των ανασφάλιστων ομάδων, τη βελτίωση της κοινωνικο-ασφαλιστικής προστασίας και τη ρύθμιση άλλων ασφαλιστικών θεμάτων.

Στις 23 Μάρτη 1987 ο Κ. Σημίτης, ως υπουργός, τότε, Εθνικής Οικονομίας του ΠΑΣΟΚ, έστειλε στον - τότε - υπουργό Υγείας, Γ. Μαγκάκη, μια επιστολή με παρατηρήσεις και προτάσεις για το σχέδιο νόμου.

Μεταξύ των άλλων γράφει στην επιστολή: "Είναι σαφές ότι το σύνολο σχεδόν των διατάξεων προβλέπουν "παροχές" που θα αυξήσουν τα ήδη υψηλά ελλείμματα των ασφαλιστικών Ταμείων και Οργανισμών".

Στη συνέχεια - τότε - της επιστολής του ο Κ. Σημίτης έλεγε και τα εξής: "Υπενθυμίζω ότι είναι επιτακτική η ανάγκη περιορισμού των ελλειμμάτων αυτών. Το μέγεθός τους, καθώς και η ταχύτητα με την οποία αυξάνονται αποτελούν σημαντικότατο ανασταλτικό παράγοντα στην προσπάθεια σταθεροποίησης και ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας".

Απ' το Μάη του 1986 ο υπουργός Υγείας είχε ετοιμάσει ένα σχέδιο με προτάσεις για τη δήθεν εξυγίανση του ασφαλιστικού συστήματος στα πλαίσια του σταθεροποιητικού προγράμματος που είχε εξαγγείλει η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απ' τον Οχτώβρη του 1995. Μάλιστα ο Κ. Σημίτης με την επιστολή του ψέγει το υπουργείο Υγείας - Πρόνοιας γιατί δεν προώθησε εκείνες τις προτάσεις. "Στο ΚΥΣΥΜ της 21.11.1986 - γράφει - για την εξυγίανση των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών εγκρίθηκαν κατ' αρχήν οι προτάσεις και δεσμεύτηκε το υπουργείο Υγείας να συντάξει το ταχύτερο δυνατό το σχετικό σχέδιο Νόμου.Ομως στο προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου δεν περιλαμβάνονται αυτές οι προτάσεις (σ.σ. η υπογράμμιση δική μας). Σωστότερο θα ήταν, όποιες διατάξεις "παροχών" κριθούν απόλυτα δικαιολογημένες να προωθηθούν παράλληλα με τη λήψη των γενικότερων εξυγιαντικών μέτρων".

Στη συνέχεια ο Κ. Σημίτης επέστρεψε κωδικοποιημένες τις προτάσεις στο υπουργείο Υγείας, οι οποίες, σε γενικές γραμμές, ήταν οι εξής:

Στον ιδιωτικό τομέα:

1. Με 15 χρόνια ασφάλισης (4.500 ένσημα) σύνταξη στα 65. Η αύξηση του κατώτατου ορίου για τη θεμελίωση του δικαιώματος συνταξιοδότησης από 4.050 ένσημα σε 4.500 να γίνει σταδιακά σε μια πενταετία (50 ένσημα τον πρώτο χρόνο και ανά 100 τα επόμενα τρία χρόνια).

2. Με 35 χρόνια ασφάλισης, σύνταξη στα 58.

3. Βαριά και ανθυγιεινά, σύνταξη στα 60.

4. Υπέρ βαρέα επαγγέλματα, σύνταξη στα 58, με εξαίρεση τους μεταλλωρύχους των υπόγειων στοών.

5. Μειωμένη σύνταξη στα 60.

6. Σταδιακή κατάργηση του μειωμένου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των μητέρων με ανήλικα παιδιά (στα 55 πλήρη και στα 50 μειωμένη).

7. Σταδιακή αύξηση του υφισταμένου μειωμένου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των γυναικών κατά ένα χρόνο ανά διετία με πλήρη εξίσωση σε μια δεκαετία.

Στο δημόσιο τομέα:

1. Αύξηση του υποχρεωτικού ορίου ηλικίας εξόδου κατά δύο χρόνια (στα 58 αντί στα 56).

2. Καθορισμός κατώτατου ορίου συνταξιοδότησης στα 37 χρόνια, με σταδιακή αύξηση στα 50 κατά ένα χρόνο ανά διετία.

Στο όνομα της αρχής της ισότητας των δύο φύλλων πρότεινε, επί λέξει, τα εξής:

Α. Ιδιο όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση ανδρών και γυναικών, για όλους τους ασφαλισμένους, μετά την ισχύ του νόμου.

Β. Για τις ήδη ασφαλισμένες γυναίκες σταδιακή αύξηση του μικρότερου ορίου ηλικίας, όπου προβλέπεται, κατά ένα έτος ανά διετία, μέχρις ότου επιτευχθεί εξίσωση των ορίων ηλικίας.

Για τις αναπηρικές συντάξεις πρότεινε τα εξής:

1. Κατάργηση του επιδόματος αναπροσαρμογής εφόσον το ποσοστό αναπηρίας δεν υπερβαίνει το 50%. (Το επίδομα αναπροσαρμογής ήταν ένα μέρος της σύνταξης που έπαιρναν όσοι είχαν αναπηρία 35 - 50%. Αυτό το κατάργησε το ΠΑΣΟΚ. Η ΝΔ έθεσε ως όριο για πλήρη σύνταξη αναπηρίας το 80% και πάνω, και όχι 67%, όπως ίσχυε πριν. Επίσης έθεσε σε επανάκριση τις αναπηρικές συντάξεις όπου μαζί με τα ξερά κάηκαν και πολλά χλωρά...).

2. Ανακαθορισμός της έννοιας της αναπηρίας και του συστήματος διαπίστωσης της αναπηρίας.

Απ' την εγγύησηστη μείωση

Πριν απ' το 1990 ίσχυαν σε γενικές γραμμές οι εξής προϋποθέσεις συνταξιοδότησης:

Για πλήρη σύνταξη: Ενσημα 4.050 και ηλικία 65 για τους άντρες και 60 για τις γυναίκες. Ενσημα 10.000 και 62 για τους άντρες και 57 για τις γυναίκες. Ενσημα 10.500 (35ετία) στα 58 και για τους δύο.

Βαριά και ανθυγιεινά: Ενσημα 4.050 και 60 για άντρες και 55 για γυναίκες. Για τη μειωμένη σύνταξη χρειαζόταν 4.050 ένσημα και 60 για τους άντρες και 55 για τις γυναίκες. Για τη μητέρα με ανήλικο παιδί 5.500 ένσημα στα 55 και μειωμένη στα 50.

Για τον υπολογισμό της σύνταξης παίρνονταν υπόψη οι αποδοχές της τελευταίας διετίας.

Προεκλογικά το 1990, η ΝΔ έλεγε σε ένα φυλλάδιό της για την τρίτη ηλικία: "Η ΝΔ εγγυάται αρχικά τη σημερινή αξία των συντάξεων και στη συνέχεια την αύξησή τους με την εξυγίανση των ασφαλιστικών Ταμείων, το νοικοκύρεμα του κράτους και την οικονομική ανάπτυξη που θα επιτύχει".

Αντ' αυτού όμως ψήφισε τους τρεις αντιασφαλιστικούς νόμους 1902/90, 1976/1971 και 2084/82.

Με το νόμο 1902/90 έγιναν οι εξής αλλαγές, όπως τις αξιολογεί το Ινστιτούτο των Βιομηχάνων (ΙΟΒΕ) στην έκθεσή του το Φλεβάρη του 1996.

  • Αναπροσαρμογή των κατώτερων ορίων των συντάξεων του ΙΚΑ από 1.1.1991, σύμφωνα με τις αυξήσεις των δημοσίων υπαλλήλων και όχι με βάση την εξέλιξη του ημερομίσθιου του ανειδίκευτου εργάτη.
  • Αυξήθηκαν σταδιακά τα 4.050 ένσημα σε 4.500 για συνταξιοδότηση στο ΙΚΑ.
  • Σταδιακή αύξηση του ελάχιστου ορίου υπηρεσίας των γυναικών δημοσίων υπαλλήλων από 15-25 χρόνια (εφόσον προσελήφθησαν μετά το 1983), όπως επίσης και της ηλικίας από την οποία αρχίζει η καταβολή της σύνταξης στους δικαιούχους: Για τους άντρες στα 60 και για τις γυναίκες στα 58 χρόνια. Πριν το 1902/90, σε πολλές περιπτώσεις η καταβολή της σύνταξης άρχιζε στα 33 και 43 χρόνια αντίστοιχα.
  • Αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και θεσμοθέτηση για πρώτη φορά εισφοράς για τους δημοσίους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται μετά το 1990, ύψους 5,75%.

Με τους νόμους 1976 και 2084/92 η ίδια αντιασφαλιστική πολιτική - "η πολιτική συγκράτησης των δαπανών και επιβολής αυστηρότερων προϋποθέσεων συνταξιοδότησης", όπως αναφέρει το ΙΟΒΕ.

  • Με το νόμο 2084/92 οι ασφαλιστικές εισφορές έφτασαν στο 33,65% των αποδοχών (12,22% ασφαλισμένοι και 21,43% οι εργοδότες) από 30% που είχε διαμορφωθεί με το νόμο 1902/90 (11% οι ασφαλισμένοι και 19% οι εργοδότες).
  • Θεσπίστηκε η κατηγορία των λεγόμενων "νεοασφαλισμένων", δηλαδή όσων άρχισαν να εργάζονται από 1.1.1993 (Και Κύριος οίδε αν αυτοί θα πάρουν σύνταξη και πόση, κάποτε). Σ' αυτούς επιβλήθηκε εισφορά υπέρ του Ταμείου Προνοίας, που βαρύνει μόνο τον ασφαλισμένο, ύψους 4% (όπως και κρατική συμμετοχή 10% στην κύρια ασφάλιση και 3,8% στον κλάδο ασθενείας).
  • Στα βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα επιβλήθηκε εισφορά για την επικουρική ασφάλιση ύψους 1,25% για τους ασφαλισμένους και 0,75% για τους εργοδότες.
  • Καθιερώθηκαν ασφαλιστικές εισφορές για το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων και επιβλήθηκαν σημαντικές αυξήσεις στις ασφαλιστικές εισφορές των αυτοαπασχολούμενων και όσων υπάγονται στα λεγόμενα "ειδικά Ταμεία".

- Οσοι δημόσιοι υπάλληλοι δεν κατέβαλαν εισφορές μέχρι την ψήφιση του 2084/92, υποχρεώθηκαν να καλύψουν σταδιακά μέχρι το 1995 το συνολικό ποσοστό εισφοράς που ορίζεται από το νόμο για κάθε κλάδο ασφάλισης. Ετσι από 1.1.1993 επιβλήθηκε στον ασφαλισμένο εισφορά 3% για την κύρια σύνταξη και 1,8% για την ασθένεια. Την 1.1.1994 τα ποσοστά αυξήθηκαν σε 5% και 2,5% αντίστοιχα, ενώ από την 1.1.1995 ισχύουν τα ίδια ποσοστά για το ΙΚΑ.- Διαφορετικές μεταβατικές διατάξεις εφαρμόστηκαν για όσους διορίστηκαν μετά την 1.10.1990.

Με το νόμο 1976/91 ο υπολογισμός της σύνταξης γίνεται με βάση τις αποδοχές της τελευταίας πενταετίας - κι όχι της διετίας - καθιερώθηκαν τα νέα ποσοστά αναπηρίας και επανακρίθηκαν οι ανάπηροι συνταξιούχοι. Η επανάκριση οδήγησε σε σκάνδαλα στο ΙΚΑ που καταγγέλθηκαν και απασχόλησαν εκτενώς τον Τύπο.

Για την αποτίμηση αυτής της μεταρρύθμισης θα αναφέρουμε τι διαπίστωνε πριν τις εκλογές του 1996 η ΝΔ σε ένα εσωκομματικό της σημείωμα, που αναγνωρίζει ότι με τους νόμους της οι συνταξιούχοι είχαν "μια άνευ προηγουμένου πτώση της αγοραστικής αξίας των συντάξεων, που σωρευτικά έφτασε στο 20% σε σχέση με το 1990".

Στο ίδιο σημείωμα αναφέρει: "Η ΝΔ είχε προσποιητά εγγυηθεί τη βιωσιμότητα του συστήματος ως το 2010. Ποτέ όμως δεν έδειξε με ποιο ύψος σύνταξης έχουν γίνει οι υπολογισμοί. Μια βιωσιμότητα, που βασίζεται σε μια παρατεινόμενη εξαθλίωση των συνταξιούχων, με την αξία της σύνταξης να φθίνει, δεν αξίζει ούτε σαν προεκλογικό πυροτέχνημα".

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ μπορεί να κατακτηθεί με ενιαίο λαϊκό αγώνα(2010-01-29 00:00:00.0)
Η πρόταση νόμου του ΚΚΕ(2009-02-26 00:00:00.0)
Απ' τις "παροχές" του '87 στο σφαγείο του '92(1996-09-09 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ