Κυριακή 24 Μάρτη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
Να ξαναδούμε ορισμένα ζητήματα...

Χωρίς αμφιβολία, ένα από τα δυσκολότερα καθήκοντα για το κόμμα μας, σήμερα, είναι η προσπάθειά του να προσαρμόσει το Πρόγραμμα στρατηγικής του στις νέες συνθήκες. Και αυτό είναι εύλογο. Πάντως, το Σχέδιο Προγράμματος της ΚΕ αποτελεί σοβαρότατη βάση συζήτησης, μια ενδιαφέρουσα, έτσι κι αλλιώς, πρόκληση και όχι μόνο για τα μέλη του ΚΚΕ, αλλά για τον κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, για τον κάθε διανοούμενο, που αρνείται την παντοκρατορία του χυδαίου ατομισμού, την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Θα ήθελα να πω τη γνώμη μου για ορισμένα ζητήματα που θεωρώ σημαντικά και αφορούν κυρίως τη συγκέντρωση δυνάμεων για τους άμεσους και απώτερους στόχους.

Πρώτο: Στην Ευρώπη και γενικότερα στον κόσμο, υπάρχουν κόμματα που ονομάζονται σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά. Είναι, όμως, σοσιαλιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά; Στις εκτιμήσεις και περισσότερο στην πρακτική μας, από το 14ο Συνέδριο μέχρι σήμερα, κινηθήκαμε στη βάση της αντίληψης 4 ή 5 κόμματα, 2 πολιτικές. Αυτή η αντίληψη, έμμεσα αλλά σαφώς, δε δέχεται ότι υπάρχουν κάποιες διαφορές και με ιδεολογικές προεκτάσεις, ανάμεσα στις άλλες πολιτικές δυνάμεις.

Μπορεί για κάποιο χρονικό διάστημα, μετά τη διάσπαση του Κόμματος, και μέσα σε συγκεκριμένες συγκυρίες, μια τέτοια άποψη να αποτελούσε στοιχείο της ταχτικής μας. Ομως δεν μπορεί να μας συνοδεύει εσαεί.

Η δική μας αφετηρία πρέπει να ξεκινάει από την εκτίμηση ότι οι εργαζόμενοι που είναι ευάλωτοι και επηρεάζονται από παλιές και "νέες" σοσιαλδημοκρατικές απόψεις, από τους μηχανισμούς της αστικής τάξης, δεν είναι μαζικά διαβρωμένοι, χαλασμένοι, ηθικά, πολιτιστικά, κλπ. Αν δεν κοιτάξουμε με αυτό το πρίσμα τον κόσμο, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να κατασπαταλήσουμε όλες τις παραδοσιακές ενωτικές, ιδεολογικές, πολιτικές, ιστορικές μας εφεδρείες, σε εφήμερες, άγονες αντιπαραθέσεις, αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας άμεσα, βέβαιης αναποτελεσματικότητας προοπτικά.

Μια τέτοια πολιτική θα άφηνε κενό στη σχέση μας με τμήματα της εργατικής τάξης, με μικροαστικά στρώματα, με τη διανόηση. Το κενό αυτό θα κάλυπτε η προπαγάνδα της αστικής τάξης, η απογοήτευση, η μιζέρια, ο ατομισμός, τα ξεσπάσματα απόγνωσης χωρίς στόχους, ξεσπάσματα που θα πολλαπλασιάζονται, αλλά θα εκτονώνονται μέσα στον ίδιο πάντα κύκλο.

Δεύτερο: Αν η παραπάνω εκτίμηση έχει αντικειμενική βάση, τότε πρέπει να ξαναδούμε τη σχέση και ταχτική μας προς τη βάση της σοσιαλδημοκρατίας, προς τα μικροαστικά στρώματα και τους φορείς τους, τους οποίους δε θα εντοπίσουμε με την απλοποιημένη εκτίμησης "πολλά κόμματα, 2 πολιτικές".

Αυτό σημαίνει:

Ανάδειξη των προβλημάτων, προσπάθεια συσπείρωσης δυνάμεων (όχι μόνο των δικών μας), για τη λύση τους, πειστική απόδειξη για το ποιος ή ποιοι δεν επιθυμούν τη λύση. Ετσι θα διαμορφώνεται, στην πράξη, εκείνη η συνείδηση που θα ανακαλύπτει τις πολιτικές διαφορές και πού αυτές συνίστανται, ποιος είναι, τελικά, με ποιον.

Αδικούν το κόμμα μας λογικές και αντιλήψεις, στο μαζικό κίνημα, που λένε ότι θα προβάλουμε το μάξιμουμ για να αρνηθούν και το μίνιμουμ.Κάτι τέτοιο δείχνει ή φόβο ή πολιτική με γυρισμένη την πλάτη στην πραγματικότητα. Κατά κανόνα, στο μαζικό κίνημα, μέσα από το μίνιμουμ, κατανοείται το μάξιμουμ.

Τέτοιες λογικές δε μας βοηθούν ούτε άμεσα ούτε προοπτικά. Η κοινωνική Αριστερά, που είναι αρκετά πιο μεγάλη από την άμεση εκλογική επιρροή του ΚΚΕ (και θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε αυτό, ώστε, ας επιτραπεί να το πω, να συμβάλουμε "να ανθίσουν όλα τα λουλούδια"), δε διευκολύνεται να ξεμπλοκαριστεί. Οι αριστερές και ριζοσπαστικές δυνάμεις, άτομα και ομάδες, στην ελληνική κοινωνία και μέσα στο μαζικό κίνημα, αυτοπεριχαρακώνονται, αυτομαστιγώνονται, κατασπαταλούν τις δυνατότητές τους στη μίζερη πολεμική, στην ισχυρογνωμοσύνη περί κατοχής της απόλυτης αλήθειας. Διστάζουν να δώσουν το χέρι στους κομμουνιστές, στο ΚΚΕ. Με τέτοιες λογικές, η στρατηγική μας πρόταση για αντιμονοπωλιακό, αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο, ακυρώνεται στην πράξη. Η πολιτική μας των συμμαχιών γίνεται γράμμα κενό. Και στο θέμα αυτό, των συμμαχιών, είναι άλλο πράγμα να εντοπίζουμε τα λάθη μας, να τα διορθώνουμε, να μην τα επαναλαμβάνουμε και άλλο το κλείσιμο για το λόγο ότι καήκαμε στο κουρκούτι...

Τρίτο: Στο Σχέδιο Προγράμματος, περιέχεται η θέση για αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Συνηγορούν, σήμερα, τα δεδομένα για την υποστήριξη αυτής της θέσης; Ας δούμε μερικά στοιχεία:

α) Οι αποφάσεις για τα περισσότερα ζητήματα, που αφορούν τις εξελίξεις στη χώρα μας, παίρνονται στις Βρυξέλλες. Βρισκόμαστε, δηλαδή, στο στάδιο της πλήρους ενσωμάτωσης. Κάτι τέτοιο δεν ίσχυε πριν από 10 - 15 χρόνια.

β) Κανένα ΚΚ της Δ. Ευρώπης, μ' αυτά που συνεργαζόμαστε, δε θέτει ζήτημα αποδέσμευσης. Μπορεί αυτό να μην είναι από τα πιο σημαντικά επιχειρήματα. Ωστόσο, δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους. Εκτός και αν εκτιμάμε ότι οι επιλογές όλων των άλλων είναι συνολικά λαθεμένες ή εχθρικές.

γ) Από μια άποψη, η θέση για αποδέσμευση εμφανίζεται, ως ένα βαθμό, και αντιφατική γιατί στο σημείο 22, του Σχεδίου Προγράμματος, τελευταία παράγραφος, γράφεται ότι: "Η τάση ενοποίησης είναι αντικειμενική, οι μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται δεν είναι δεδομένες...".

δ) Η θέση μας για αποδέσμευση βρίσκεται πιο πίσω και από τις επεξεργασίες μας στο 12ο Συνέδριο. Αποδυναμώνει, άμεσα και περισσότερο προοπτικά (αυτό κυρίως μάς ενδιαφέρει μια που συζητάμε το Πρόγραμμα στρατηγικής), τη δράση του Κόμματος. Και πρέπει να σημειώσουμε ότι ο χώρος δράσης μας δεν καθορίζεται πάντα από μας, μόνο από τη δική μας θέληση.

Θα πρότεινα: Πέρα από τον άμεσο στόχο της ανατροπής των επιλογών των κεφαλαιοκρατικών δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Μάαστριχτ, "Λευκή Βίβλος", κλπ.), σαν στόχο προοπτικής την ανατροπή αυτής της μορφής της Ενωσης.

Υπονοώ τη διάλυση, που δεν πρέπει να αποκλείεται.

Ξεκινώντας από θέση άρνησης αυτής της ΕΕ και υπεράσπισης των ταυτοτήτων των ξεχωριστών χωρών (χωρίς εθνικιστικές περιχαρακώσεις), να δώσουμε τη δική μας, ολοκληρωμένη, άποψη για την Ευρώπη, που προτείνουμε, για την Ευρώπη της απελευθέρωσης του ανθρώπου. Να αναλάβουμε περισσότερες πρωτοβουλίες, μέσα και έξω από την Ευρωομάδα της Συνομοσπονδιακής Αριστεράς, στην οποία συμμετέχουμε, για την ανάγκη διαμόρφωσης της ενιαίας στρατηγικής του εργατικού κινήματος, σαν απάντηση στην ενιαία στρατηγική του κεφαλαίου.

Τέταρτο: Μπορεί να γίνει σοσιαλιστική αλλαγή σε μια καπιταλιστική χώρα και να επικρατήσει; Η απάντησή μας, γενικά, πρέπει να είναι καταφατική. Αυτή η θεωρία επιβεβαιώθηκε στη ζωή, ανεξάρτητα από το ζικ - ζακ, το οποίο παρατηρήθηκε. Ομως μια τέτοια χώρα - "αδύνατος κρίκος", πρέπει να διασφαλίζει κάποιες προϋποθέσεις: Μέγεθος, δύναμη, ορισμένο βαθμό ανάπτυξης, δυνατότητες αυτοσυντήρησης για μεγάλο, σχετικά, χρονικό διάστημα, κλπ. Τέτοια χαρακτηριστικά υπάρχουν για την Ελλάδα; Αυτό το ερώτημα δεν πρέπει να το προσπερνάμε με τη λογική του αυτονόητου. Με βάση όλα τα δεδομένα, που αφορούν τη χώρα μας, αλλά και τον περίγυρό της, είναι πιο πειστικό και προφανώς αντικειμενικό το επιχείρημα για πέρασμα στο σοσιαλισμό ομάδας χωρών, μέσα στην οποία θα εντάσσεται και η Ελλάδα. Φυσικά, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε "ξαφνιάσματα". Ωστόσο, συζητάμε στη βάση κάποιων δεδομένων και συγκεκριμένων συνθηκών.

Αν δεχτούμε, λοιπόν, σαν ορθή αυτή την άποψη, τότε, χωρίς να πάψουμε να δουλεύουμε, να παλεύουμε, στην κατεύθυνση της ωρίμανσης των προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό στη χώρα μας, να συνεχίσουμε δηλαδή να χτυπάμε την καμπάνα που και αν ακόμα δεν ακούγεται σήμερα θα ακουστεί αύριο, οφείλουμε, την ίδια στιγμή, να αναζητήσουμε το πεδίο δράσης που να αντιστοιχεί μ' αυτή τη λογική (της ομάδας χωρών). Αυτό θέτει, με μεγαλύτερη ένταση, το ζήτημα της διεθνοποίησης της πάλης, του συντονισμού δράσης των κομμουνιστικών και ριζοσπαστικών δυνάμεων σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει με την οχύρωση πίσω από αντιλήψεις, που μετρούν την κοινωνική εξέλιξη με μια φτωχή, περιορισμένη μεζούρα και κρίνουν το σωστό και το λάθος, συχνά, με έναν έντονο υποκειμενισμό.

Μια τέτοια προσπάθεια δεν είναι εύκολη σήμερα, όταν μάλιστα διαπιστώνονται ιδεολογικές διαφορές στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος σε πολλά ζητήματα, τόσο στην περιοχή των Βαλκανίων, όσο και ευρύτερα της Ευρώπης. Ομως σ' αυτή την ιστορική συγκυρία, η μάχη της διεθνοποιημένης ιδεολογικής ενότητας δε θα προκύψει μόνο, ή κυρίως, από "καθηγητικές" αναζητήσεις και συζητήσεις, αλλά περισσότερο σαν αποτέλεσμα της δράσης και της πίεσης των ίδιων των μαζών.

Πέμπτο: Στο Σχέδιο Προγράμματος, σωστά διατυπώνεται η άποψη ότι είχαμε ανατροπή στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Σε αντίθεση με την άποψη περί κατάρρευσης. Η έννοια της ανατροπής, χωρίς να κρύβει τα αντικειμενικά στοιχεία, αναδείχνει και τον υποκειμενικό παράγοντα. Αν δεν τεθεί έτσι το ζήτημα, μπορεί να οδηγηθούμε σε ακραίες λογικές, που λένε ότι συγκρούσεις, πόλεμοι, επαναστάσεις, αντεπαναστάσεις γίνονται πέρα και πάνω από τους ανθρώπους.

Εκτο: Στο Σχέδιο Προγράμματος επαναλαμβάνεται, με έναν τρόπο, η θέση του 10ου Συνεδρίου του Κόμματος, για τη "δικτατορία του προλεταριάτου". Αν και η συζήτησή μας, πάνω σ' αυτό, δεν έχει άμεση, πρακτική, σημασία, ωστόσο για όποιον δεν ξέρει να χειριστεί το θέμα, μπορεί να μετατραπεί σε αρνητικό στοιχείο στην καθημερινή μας δουλιά. Αν δεν κατανοηθεί στο βάθος του και απλά λέγεται σαν σύνθημα για να καταγραφεί σαν στοιχείο "επαναστατικότητας", μπορεί να ερμηνευτεί, από κακόπιστους, όχι ως "χίλιες φορές καλύτερη δημοκρατία από την αστική δημοκρατία", αλλά ως δικτατορία επί του προλεταριάτου. Η λέξη δικτατορία είναι αρνητικά φορτισμένη.

ΜΗΤΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ