Κυριακή 10 Νοέμβρη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
Ο Andoni!

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Το σοβιετικό τζιπ ανεβαίνει αγκομαχώντας το Copet Dag. Το βουνό που είναι το νότιο σύνορο ανάμεσα Τουρκμενιστάν και Ιράν. Ο δρόμος πρέπει να ήταν στρωμένος πριν από χρόνια με άσφαλτο, τώρα όμως του έχουν μείνει πολύ λίγα κομμάτια σκεπασμένα από αυτό το υλικό. Ετσι ο Salar, ο οδηγός μας, με πολύ κόπο κρατάει το τιμόνι, για να μη βγει το αυτοκίνητο έξω από την πορεία του και κάθε τόσο μουρμουρίζει σύντομες, άγνωστες για μας, λέξεις που σίγουρα είναι βλαστήμιες στην τουρκμενική. Εμείς, ωστόσο, οι υπόλοιποι πέντε στριμωγμένοι στο τετραθέσιο αμάξι, δε λογαριάζουμε τον οποιονδήποτε κίνδυνο, ούτε, βέβαια την ταλαιπωρία. Μένουμε αμίλητοι και καταβροχθίζουμε το άγριο τοπίο. Ενα πέτρινο βουνό, κομμένο εδώ κι εκεί από βαθιές χαράδρες και κεντημένο με τις πρασινοκίτρινες φούντες μικρών καχεκτικών δέντρων. Δε θέλουμε ούτε να σχολιάσουμε, γιατί όσο ανεβαίνει το ταλαιπωρημένο αμάξι μας, τόσο συνειδητοποιούμε πως σε λίγο θα φτάσουμε στο Νοχούρ. Γιατί αυτός είναι ο σκοπός του ταξιδιού μας: να επισκεφτούμε την περιοχή, όπου, σύμφωνα με μια επίμονη παράδοση, ο Μεγαλέξαντρος, περνώντας από κει, για να φτάσει στη Βακτρία και να κυνηγήσει τον Σπιταμένη, τον τελευταίο σατράπη που εξακολουθούσε να αντιστέκεται στους Μακεδόνες και να τους δημιουργεί προβλήματα, άφησε όσους από τους στρατιώτες του είχαν αρχίσει να κουράζονται και να δυσανασχετούν. Και όχι, βέβαια, απλώς να την επισκεφτούμε αυτή την περιοχή, αλλά να οργανώσουμε μια συστηματική αρχαιολογική και εθνογραφική έρευνα. Να μπούμε βαθιά στην περιοχή και να επισκεφτούμε όλα τα χωριά της, τα πέντε από τα οχτώ, γιατί τα υπόλοιπα τρία είναι μέσα στο Ιράν, ενώ το ερευνητικό μας πρόγραμμα, στην πρώτη του φάση, προβλέπει την ανάπτυξη της έρευνας μόνο στην πλευρά του Τουρκμενιστάν.

Είναι αλήθεια πως οι φίλοι μας στο Ασκαμπάτ, αρχαιολόγοι κι αυτοί, ιστορικοί και αρχιτέκτονες, δε φαίνονταν πολύ πρόθυμοι να μας διευκολύνουν σ' αυτή μας την προσπάθεια. Κάθε φορά, που φέρναμε στην κουβέντα το σχέδιό μας, χαμογελούσαν και μετέθεταν την επίσκεψη. Ιδιαίτερα ο μειλίχιος μόνιμος συνοδός μας ο Μοχάμεντ Μαμέντοφ, που ήταν πάντα πρόθυμος να ικανοποιήσει οποιοδήποτε αίτημά μας, σχετικό με το πρόγραμμα της αποστολής, μάς κοίταζε μελαγχολικός και μισοχαμογελώντας απαντούσε με σιγανή φωνή.

Problem. Maybe tomorow. (Πρόβλημα. Ισως αύριο).

Την άλλη μέρα εμείς επανερχόμασταν στο αίτημα, ο Μοχάμεντ μάς απαντούσε με τον ίδιο τρόπο, ώσπου μια μέρα εμφανίστηκε ο φίλος μας με τον Σαλάρ και το σοβιετικό του τζιπ. Χαιρετιστήκαμε, είπαμε πως χαρήκαμε, και δε λέγαμε ψέματα, και αρχίσαμε τα παζάρια. Ο Σαλάρ είπε και δεν υποχώρησε.

- Χάντριντ ντόλαρς.

Εμείς ακούσαμε και δεν προσπαθήσαμε να κάνουμε τα γνωστά σε όλη την Ανατολή παζάρια. Με κανέναν τρόπο δε θέλαμε να χάσουμε την ευκαιρία. Επρεπε να πάμε στο Νοχούρ. Τα εκατό δολάρια, εξάλλου, που ζητούσε ο Σαλάρ δεν ήταν κανένα μεγάλο ποσό. Οταν, μάλιστα, γνωρίσαμε από κοντά το σχετικό τοπίο με τις πέτρες και τα καχεκτικά δέντρα, τις λακκούβες και τα νεροφαγώματα, είπαμε πως τα "χάντριντ ντόλαρς" ήταν μια πολύ καλή τιμή. Και μας φάνηκε ακόμα καλύτερη η τιμή, όταν ο Σαλάρ, θέλοντας να δείξει την ικανοποίησή του για το χοντρό μεροκάματο που του εξασφαλίσαμε, αφού σ' αυτήν την ήρεμη και έρημη χώρα ο καθηγητής του πανεπιστημίου εισπράττει το μήνα μόλις είκοσι δολάρια για μισθό, μας έβαλε στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου του μια φριχτή κασέτα με τραγούδια του Ντέμη Ρούσου!

Συντροφιά, λοιπόν, με το "Τρίγκι, τρίγκι μάνα μου" φτάνουμε ύστερα από δυόμισι ώρες ταξίδι στο Νοχούρ, που είναι το όνομα του πρώτου χωριού. Με την εκδοχή μιας παρετυμολογίας η λέξη "Νοχούρ" είναι παραφθορά της ελληνικής λέξης "Νεοχώρι". Δεν πρέπει να είναι σωστή, όμως, αυτή η εκδοχή. Γι' αυτό δέχομαι την άποψη ότι μάλλον πρόκειται για κάποια ιρανική λέξη, που, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, δεν μπορώ να τη μεταφράσω. Η πρώτη εντύπωση είναι μάλλον ουδέτερη. Το Νοχούρ δε μας λέει τίποτε. Κατεβαίνουμε, όμως, από το αυτοκίνητο και αρχίζουμε να ψάχνουμε. Φυσικά, δεν ψάχνουμε να βρούμε τους Μακεδόνες του Αλέξαντρου με τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια. Ολ' αυτά είναι παραμύθια των αυτοσχέδιων σκηνοθετών και των ψυχανεμισμένων δημοσιογράφων. Για άλλα πράγματα ψάχνουμε. Ψάχνουμε για τους ανθρώπους, για να μιλήσουμε μαζί τους, να καθίσουμε δίπλα τους, να τους ρωτήσουμε τι είναι τέλος πάντων αυτό το παραμύθι για τον Αλέξαντρο, από πού έρχεται, πού το έμαθαν. Και δεν αργούμε να τους βρούμε. Ενας κοντός και ηλιοκαμένος ανθρωπάκος έρχεται κοντά αμς. Φοράει μια τεράστια "τσάπκα" που τον δείχνει ακόμα πιο κοντό. Μας κάνει νόημα να πάμε μαζί του. Πάμε πρόθυμα. Μας οδηγεί πίσω από τα σπίτια που βλέπουνε προς τον κεντρικό "δρόμο". Μας δείχνει ένα μεγάλο πλατάνι, που ο κορμός του είναι σκαμμένος. Κάτι μας δείχνει, κάτι μας λέει, αλλά δεν καταλαβαίνουμε. Λυπόμαστε, γιατί και ο μικρός μας διερμηνέας, ο Μερντάν, γιος του Μαμέντοφ, δεν καταλαβαίνει τη διάλεκτο που μιλάει ο απρόσκλητος ξεναγός μας. Ο Σαλάρ, όμως, μας βγάζει από τη δύσκολη θέση. Τα καταλαβαίνει όλα, μάς λέει, και αρχίζει να μεταφράζει τα λεγόμενα του ξεναγού μας τουρκμενικά στον Μερντάν κι αυτός αγγλικά σε μας. Μαθαίνουμε, λοιπόν, πως το μεγάλο πλατάνι είναι ιερό και πως όποιος περνάει από κει πρέπει να ακουμπήσει με το χέρι του τον κορμό του και ύστερα με το ίδιο το χέρι να χαϊδέψει το μάγουλο και το μέτωπό του. Μαθαίνουμε ακόμα πως μια πλίνθινη κατασκευή δίπλα στο πλατάνι τη χρησιμοποιούσαν παλιά, δε θυμότανε από πότε, για να φτιάχνουν εργαλεία. Ητανε, δηλαδή, ένα είδος καμινιού, όμοιο μ' αυτά που βρίσκουμε στους νεολιθικούς οικισμούς. Το φωτογραφίζουμε, γιατί μας φαίνεται πως είναι πολύ σημαντικό "εύρημα". Είναι μια απόδειξη πως, αν πραγματικά ο Αλέξαντρος άφησε τους κουρασμένους στρατιώτες του εκεί, δεν τους άφησε στην ερημιά. Κάποιος οικισμός θα υπήρχε. Πρέπει να τον βρούμε και ίσως αυτό το "αρχαίο" καμίνι να μας βοηθήσει σ' αυτή μας την αναζήτηση.

Οσο καθόμαστε κάτω από το πλατάνι και φωτογραφίζουμε το "καμίνι", έρχεται ο επίσημος ξεναγός του χωριού. Είναι διευθυντής του μουσείου, λέει ο Σαλάρ στο Μερντάν κι αυτός σε μας. Ηταν άρρωστος, συνεχίζει, και πλάγιαζε στο σπίτι του. Οταν, όμως, έμαθε πως ήρθαν ξένοι από τη Μακεδονία σηκώθηκε και ήρθε να μας συναντήσει. Γιατί; Ρωτούμε τον Μερντάν. Γιατί και μεις είμαστε Μακεδόνες, απαντάει ο άρρωστος διευθυντής και καρφώνει τα κίτρινα μάτια του επάνω μας.

- Αλεξάνταρ Μακεντόσκι ις άουρ φάδερ, μας ψιθυρίζει ο μικρός μας διερμηνέας.

Σωπαίνουμε. Δίπλα μου έρχεται και στέκεται ένας νεαρός Νοχουρίτης. Γυρίζω, τον βλέπω κατάματα και τον ρωτάω στα ρωσικά:

- Κακ ζιβούτ τιμπιά (πώς σε λένε;)

- Andoni, μου απαντάει σοβαρός!

Φυσικά δεν ψάχνουμε να βρούμε τους Μακεδόνες του Αλέξαντρου με τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια. Ολ' αυτά είναι παραμύθια των αυτοσχέδιων σκηνοθετών και των ψυχανεμισμένων δημοσιογράφων. Για άλλα πράγματα ψάχνουμε. Ψάχνουμε για τους ανθρώπους, για να μιλήσουμε μαζί τους, να καθίσουμε δίπλα τους, να τους ρωτήσουμε τι είναι τέλος πάντων αυτό το παραμύθι για τον Αλέξαντρο, από πού έρχεται, πού το έμαθαν


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ