Τετάρτη 25 Δεκέμβρη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
Διηγήματα για παιδιά

Ενας - ένας στην άβυσσο

Του Νικηφόρου ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ

Ετσι μου διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία ένας καλός φίλος μου, έτσι τη γράφω κι εγώ.

"... Κι ήτανε μια νύχτα βροχής. Παραμονή Χριστουγέννων. Τα μεσάνυχτα χτυπάνε την πόρτα μου. Ταράχτηκα. Η ώρα της κυκλοφορίας ήτανε περασμένη. Δε θα μπορούσε νάτανε τίποτε άλλο. Κανείς μας δεν ήξερε τότε τι τον περίμενε από τη μια μέρα στην άλλη. Και πραγματικά. Ενας Γερμανός ψηλός ως απάνω μπήκε στο σπίτι μας. Η γυναίκα μου έτρεμε πίσω μου σαν το καλάμι. Ο Γερμανός κάνει ένα βήμα ακόμα.

"Πού έχετε, με ρωτάει το χριστουγεννιάτικο δέντρο σας;". Και βγάζει από την τσέπη του δυο μικρά παιχνιδάκια.

"Το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας; Δεν έχουμε, του απαντώ. Είμαστε φτωχοί. Δεν έχουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο...".

Ο στρατιώτης, σηκώνοντας το κεφάλι του, κοιτάζει από τη μισάνοιχτη πόρτα το κρεββάτι του αποκοιμισμένου παιδιού μας και προχωρεί κατά κει με το βρεγμένο του πηλίκιο στα χέρια του. Στέκεται όρθιος, το κοιτάζει για λίγο και ξαπλώνεται πλάι του χαϊδεύοντάς του αλαφρά αλαφρά τα μαλλιά. Περνάνε πέντε λεφτά. Εγώ κι η γυναίκα μου περιμένουμε όρθιοι στην πόρτα. Περνάνε δέκα λεφτά. Ακούμε το στρατιώτη να ροχαλίζει. Η γυναίκα μου, ξεστρώνει μια κουβέρτα από το κρεββάτι μας και περπατώντας στα δάχτυλα, πηγαίνει και τον σκεπάζει. Καθόμαστε έπειτα σιωπηλοί.

"Ολοι είμαστε άνθρωποι, μου λέει εκείνη. Για σκέψου καλά. Ξέρεις τι λέω; Αν μπορούσαμε, για χάρη αυτουνού του στρατιώτη, πούναι κι αυτός ένας άνθρωπος ν' αγοράζαμε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο...".

Την κοιτάζω σκεφτικός.

"Οχι, της λέω. Εχουμε τόσους φυλακισμένους και τόσους που αγωνίζονται όξω δίχως ψωμί. Αλλιώς... Δε λέω. Ολοι είμαστε άνθρωποι. Το ξέρω κι εγώ...". Την άλλη μέρα, ενώ έπαιρνε σιγά - σιγά να βραδυάζει, με περίμενε στην άκρη μιας λεωφόρου, ο Κάρολος, ο Γερμανός στρατιώτης που ήρθε στο σπίτι μου. Βαδίζουμε πλάι - πλάι, κάτω από την αλλέα με τις πιπεριές και πηγαίνουμε να πιούμε κρασί. Καθόμαστε σ' ένα τραπέζι, μόνοι μας στην αρχή κι ύστερα μαζί με δυο άλλους φίλους μου. Ο Κάρολος τραγουδάει σιγά ένα λαϊκό γερμανικό τραγούδι και τα μάτια του λάμπουνε σαν δυο κρίνοι βρεγμένοι από τη δροσιά. Ενας φίλος μου, όταν τελειώνει εκείνος, πιάνει και τραγουδάει τη φλαμουριά. Τον ακούει ο Κάρολος και πίνει το ένα ποτήρι απάνω στο άλλο.

"Ε! Κάρολε. Του λέει ο ένας από τους φίλους μου. Οταν καμιά φορά, θαρθούμε και μεις πάνω στο Ρήνο θα μας προσφέρεις κρασί, πολύ καλύτερο από τούτο...".

Εχω μια στιγμή ζαλιστεί και δεν καταλαβαίνω τι γίνεται, όταν βλέπω τον Κάρολο να σηκώνεται όρθιος και να δίνει ένα μπάτσο στο φίλο μου. "Εσείς δε θα ρθείτε ποτέ στο Ρήνο!" του λέει φτύνοντας το τραπέζι.

Τινάζομαι όρθιος και κάνω να ησυχάσω τον Κάρολο, πιάνοντάς τον από τα μπράτσα. Εκείνος, κάνοντας μια απότομη κίνηση, τραβάει το πιστόλι από τη μέση του και μου το καρφώνει στο στήθος. Κι αμέσως, κάνοντας μια δεύτερη κίνηση, βάζει το πιστόλι στη θήκη του. Δίνει μια κλωτσιά στην καρέκλα που είναι μπροστά του, τρέχει, ανοίγει την πόρτα και χάνεται. Καθώς τρέχει, μου φαίνεται πως σκορπίζονται από τα θυμωμένα του μάτια μια φουχτιά σπίθες μες στην ταβέρνα. Εμείς, ξυλιασμένοι στις θέσεις μας, κοιταζόμαστε σαν να χάσαμε τη φωνή μας. Τα χέρια μας έχουν παραλύσει. Αφήνουμε τα ποτήρια μας γιομάτα κρασί κι ένας μας πίσω απ' τον άλλο, σηκώνουμε τους μαύρους γιακάδες μας, ανοίγουμε την πόρτα και χανόμαστε μες στο σκοτάδι, σα να πηδάμε, ένας - ένας στην άβυσσο...".

(Από το βιβλίο "Απ' την Εθνική μας Αντίσταση. Διηγήματα για παιδιά".Εκδόσεις "Αρδηττός" 1987)


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ