Κυριακή 31 Αυγούστου 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 15
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ
Μη φοβάσαι το σκοτάδι...

"Πώς κατάντησα...". Αυτή η λέξη ηχούσε θλιβερά και έγραφε το κύκνειο άσμα μιας ολόκληρης ζωής και μιας ιστορίας ανεκτίμητης στο ελληνικό τραγούδι. Η Σωτηρία Μπέλλου,η γυναίκα με την ξεχωριστή φωνή και την εκρηκτική προσωπικότητα, έφερε βαρέως το νόμισμα με το οποίο την "αντάμειψε" η "μοίρα". "Εσκαβε" την ψυχή της για να ανακαλύψει ποια αμαρτία της πλήρωνε."Ημουν καλός άνθρωπος" - έλεγε ψιθυριστά - "έχω ευεργετήσει πολύ κόσμο"."Μπορεί να ήμουν νευρική, αλλά δε ζήλεψα, δεν έκανα κακό σε κανέναν"."Γιατί;", έλεγαν συνέχεια τα μάτια της. Ενα "γιατί", που είχε να κάνει, όχι τόσο με την αρρώστια της, όσο με το σημείο στο οποίο τη χτύπησε ο "εχθρός".

Θύμωνε, όταν δεν καταλαβαίναμε κάτι από αυτά που μας έλεγε. Νευρίαζε και έπαιρνε το χαρτί και το μολύβι και μόλις έγραφε αυτό που ήθελε ξεχνούσε το θυμό της και χαμογελούσε. Το χαμόγελό της ήταν "ακριβό". Ηταν μια ένδειξη της δύναμής της, μια ελπίδα πως κι αυτή η δυσκολία θα γίνει δρόμος προς το αύριο. Η διαδρομή προς το τέλος της κράτησε τριάμισι χρόνια από τη μέρα της διάγνωσης του καρκίνου.

"Το τέλος μου δε θα το μαρτυρήσω σε κανέναν. Εδώ μόνη...", είχε πει το Φλεβάρη του 1994 στο "Ρ" η Σωτηρία Μπέλλου, χωρίς να ξέρει ακόμη ότι το τέλος της είχε αρχίσει το δικό του αγώνα. Απέναντί του στάθηκε η αγωνιστική της διάθεση. Διάθεση και θέση, που τη συντρόφευε σε όλη της τη ζωή, προσωπική και επαγγελματική. Ασυμβίβαστη, με αγωνιστική διάθεση η Σωτηρία Μπέλλου, δέθηκε με το λαό, και με τα τραγούδια της και με κοινούς αγώνες.Σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις στο "Ριζοσπάστη" (27/2/94), θυμόταν: "Και "Ριζοσπάστη" διακινούσα... Ημουν, είμαι και θα είμαι αριστερή. Το λέω και το φωνάζω... Πέρασα πολλά. Και ξύλο και φυλακές".Στεκόταν σαν παλικάρι απέναντι σε ό,τι δεν ταίριαζε με τα "θέλω" της. Δε χρωστούσε σε κανέναν τα "πρέπει" των άλλων. Εκείνη είχε τα δικά της. Η ζωή ήταν δική της και θα την υπερασπιζόταν, θα τη ζούσε όπως εκείνη ήθελε και μπορούσε. Ηθελε να είναι υπεύθυνη για τα δικά της λάθη και όχι για εκείνα που κάποιοι με τα δικά τους μάτια τα έβλεπαν λάθος. Ηθελε να μετανιώνει γι' αυτά που έκανε και όχι για όσα δεν έκανε.

Μπορεί να ήταν η "αρχόντισσα του ρεμπέτικου", αλλά η Σωτηρία Μπέλλου το ίδιο ανεπανάληπτα ερμήνευσε και κομμάτια του έντεχνου τραγουδιού.Εχοντας στο ενεργητικό της τραγούδια των Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καπλάνη, Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Καλδάρα, Χατζηχρήστου, Περιστέρη κ.ά., δε δίστασε να καταθέσει - με εξαιρετική επιτυχία - τη λιτή, δωρική φωνή της σε δημιουργίες των Ξαρχάκου, Σαββόπουλου, Μούτση, Ανδριόπουλου, Λάγιου, Κουνάδη κ.ά."Ο,τι έχω πει",έλεγε σε συνέντευξή της στο "Ριζοσπάστη" (6/12/87),"είναι βγαλμένο απ' τη ζωή. Κράτησα μια ποιότητα, γιατί για να πω ένα τραγούδι κάθομαι και το μελετώ. Το διαβάζω, το ξαναδιαβάζω, να δω την έννοιά του, πού καταλήγει... Γιατί πώς αλλιώς θα επιλέξω... Αντε, επειδή μας 'φεραν ένα τραγούδι θα το πούμε... Υστερα, όλα τα τραγούδια που 'χω πει τα 'χω αγαπήσει.Ορισμένα τα 'χω αγαπήσει πιο πολύ, όπως κι ο κόσμος. Είναι δεμένα μαζί μου. Εχω ένα που το 'χει γράψει ο Τσιτσάνης: "Ποια καρδιά δε θα ραϊσει". Αυτό το τραγούδι κάτι μου λέει. Η το "Η κοινωνία μ' έχει αδικήσει", το "Σταμάτησε μανούλα μου". Ολα τα τραγούδια τα ένιωθα όταν τα έλεγα. Ολα είναι βγαλμένα από μέσα μου".

Η αντιφατικότητα του χαρακτήρα της, τα πάθη για τα οποία ποτέ δε μετάνιωσε, έδιναν συχνά λαβές για σχόλια. Εκείνη, όμως, με όλο της το δίκιο, ήθελε να την αγαπούν γι' αυτό που ήταν. Οσοι της έδιναν αυτή την αγάπη, την κέρδιζαν για πάντα. Κι εκείνοι που περισσότερο την αγάπησαν γι' αυτό που ήταν, είναι ο κόσμος. Από την άλλη, όμως, η Σωτηρία Μπέλλου ήξερε να εκτιμά, να αγαπά ακόμη και να συγχωρεί αυτούς που την πίκραναν. Από τον Βασίλη Τσιτσάνη είχε αρκετά παράπονα, αλλά, όπως φαίνεται, δεν ξέχασε ποτέ ότι του χρωστούσε και πολλά. Ηθελε να πάει κοντά του. Το '48, η Σ. Μπέλλου βρίσκεται στου "Τζίμη του Χοντρού",στην Αχαρνών, δίπλα στον Τσιτσάνη. Μαζί τους και οι Περιστέρης, Κασιμάτης, Κερομύτης, Στέλιος, Ρούκουνας, Τουρκάκης.Η άρνησή της να ανταποκριθεί σε μια παραγγελιά και να πει το "βασιλικό τραγούδι, όπως τότε το έλεγαν οι χίτες", "Του αϊτού ο γιος", έχει ως αποτέλεσμα τον ξυλοδαρμό της και την αποχώρησή της από την ταβέρνα.Ποτέ δεν ξέχασε ότι κανείς από τους άντρες συναδέλφους της δε σηκώθηκε να την υπερασπιστεί.

Εφυγε ήρεμη. Δε διαμαρτυρήθηκε ποτέ για πόνους. Ισως γιατί τον μεγαλύτερο πόνο τον είχε στην ψυχή, αφού στερήθηκε τη συντροφιά, που τόσο είχε ανάγκη. Μέχρι την τελευταία στιγμή, δεν "ελευθέρωσε" κανέναν ήχο πόνου. Ετσι απλά, άφησε την αιώνια μελαγχολία της να κυλήσει και να εκφραστεί με ένα δάκρυ, που χάθηκε με το τελευταίο κλείσιμο των ματιών της.

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ