Μετά από μια ταχύτατη διαδικασία συνομιλιών, που «απέδωσε» εννέα Συμφωνίες για θέματα «χαμηλής πολιτικής», η Αθήνα αισθάνεται την αμηχανία που προκαλεί η «πρόσκληση» για τη συνέχεια. Αμηχανία, η οποία εντείνεται, όσο η Αγκυρα, με επίμονη σαφήνεια, επαναλαμβάνει τις γνωστές «ανελαστικές» θέσεις της για το Κυπριακό και το Αιγαίο. Η ταχύτητα, με την οποία η Αθήνα έσπευσε να ολοκληρώσει το διάλογο για τα θέματα «χαμηλής πολιτικής», προκαλεί εύλογα ερωτήματα:
Υπήρξε, άραγε, κάποια στρατηγική, την οποία ακολούθησε η ελληνική διπλωματία, όταν προχωρούσε στη συζήτηση και την υπογραφή των συμφωνιών; Είχε, μήπως, σχεδιάσει το επόμενο βήμα; Είχε προβλέψει ότι, μετά τα «ανώδυνα» ζητήματα, η Αγκυρα θα ζητήσει την «εμβάθυνση» της συζήτησης για τα θέματα που θέτει στο Αιγαίο;
- Διάλογος για θέματα, που δεν έχουν καταγραφεί αντίθετες απόψεις και δε θίγονται συμφέροντα.
- Ενίσχυση, «πατρονάρισμα» και προβολή κάθε προσπάθειας, που δημιουργεί την αίσθηση «κοινότητας» μεταξύ των δύο λαών.
- Ατυπες και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας συζητήσεις για τα ζητήματα «υψηλής πολιτικής», έτσι ώστε να υπάρχει η σχετική προετοιμασία για την έναρξη των συζητήσεων, όταν εμπεδωθεί η «κοινότητα» στην κοινή γνώμη των δύο χωρών.
Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές ακολουθούνται κατά γράμμα. Για ποιο λόγο, άραγε, η ελληνική κυβέρνηση εμφανίστηκε επισπεύδουσα και μέσα σε ένα εξάμηνο εξάντλησε όλα τα δυνατά αποθέματα «ανώδυνου» διαλόγου με την Τουρκία; Την είχε διαβεβαιώσει κανείς πως η Αγκυρα άλλαξε κάτι στις πάγιες θέσεις της στο Αιγαίο και την Κύπρο; Είχε κάποιο μήνυμα, άραγε, η ελληνική κυβέρνηση πως θα «εισπράξει» κάποια κίνηση καλής θέλησης από την τουρκική πλευρά; Ετσι ώστε να «δικαιολογηθούν» και η ταχύτητα, με την οποία συνάφθηκαν οι Συμφωνίες, αλλά και, πολύ περισσότερο, η Συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης στο Ελσίνκι και η απόδοση στην Τουρκία του χαρακτηρισμού της εντάξιμης χώρας στην ΕΕ;
Τα χαρακτηριστικά, που συνθέτουν τη νέα ελληνική πολιτική απέναντι στην Αγκυρα, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: «Κατευνασμός» και «επίδειξη καλής θέλησης». Η υπόθεση των περιβόητων πυραύλων «S-300» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κατευναστικής πολιτικής απέναντι στην Αγκυρα. Η συμφωνία της Ελλάδας για την αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων τον περασμένο Δεκέμβρη, δίχως το παραμικρό, διπλωματικό, έστω, αντάλλαγμα, είναι η «κορύφωση» της καλής θέλησης που επέδειξε η Αθήνα.
Το πού οδήγησε αυτή η πολιτική, είναι γνωστό. Οι όποιες ελπίδες έτρεφαν οι φορείς αυτής της πολιτικής στην Αθήνα για βαθμιαία μεταστροφή της τουρκικής στάσης απέναντι στο Κυπριακό και το Αιγαίο αποδείχτηκαν φρούδες. Η τουρκική εξωτερική πολιτική εξακολουθεί με συνέπεια να προβάλλει τις «ενοχλητικές» θέσεις της για «ύπαρξη γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο», για την «ύπαρξη δύο ξεχωριστών κρατών στην Κύπρο», για την «αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών που βρίσκονται απέναντι στην Τουρκία».
Μάλιστα, με δεδομένες αυτές τις θέσεις, η τουρκική διπλωματία «κατάφερε» να συμβάλει στη δημιουργία ενός «θετικού κλίματος» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, φέρνοντας σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την ελληνική διπλωματία, η οποία είναι υποχρεωμένη, πλέον, να αξιοποιήσει αυτό το «θετικό κλίμα», για να επιλυθούν τα «υπόλοιπα» προβλήματα που υπάρχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο τρόπος για την επίλυση αυτών των «υπολοίπων» είναι ήδη προκαθορισμένος: Διμερής διάλογος, εφ' όλης της ύλης.
Οι φορείς της «νέας» πολιτικής απέναντι στην Τουρκία, κυβερνητικά στελέχη και διπλωματικοί παράγοντες στην Αθήνα, δεν κρύβουν, στις ιδιωτικές συζητήσεις τους, ότι η επιλογή τους είναι να «οδηγηθούμε σε τροχιά διαλόγου». Διαλόγου, ο οποίος θα θέσει ένα τέρμα στην εκκρεμότητα που δημιουργούν για τη Νοτιοανατολική Πτέρυγα του ΝΑΤΟ τα ελληνοτουρκικά προβλήματα. Μάλιστα, όπως σημειώνουν παράγοντες του υπουργείου Εξωτερικών, η Συμφωνία για τη νέα δομή του ΝΑΤΟ, με την επιχειρησιακή «εννιαιοποίηση» της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, έχει δώσει «απαντήσεις», οι οποίες απλώς πρέπει να ενσωματωθούν σε μια διμερή ελληνοτουρκική συμφωνία.