Κυριακή 23 Ιούλη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 5
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Στην τροχιά των σχεδιασμών της αμερικανικής διπλωματίας

Παπαγεωργίου Βασίλης

Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται ήδη - πολύ πιο σύντομα απ' ό,τι θα περίμενε κανείς - αντιμέτωπη με τις συνέπειες της πολιτικής της «ελληνοτουρκικής προσέγγισης», που χαρακτηρίζει τις επιλογές της για την εξωτερική πολιτική της χώρας τον τελευταίο χρόνο.

Μετά από μια ταχύτατη διαδικασία συνομιλιών, που «απέδωσε» εννέα Συμφωνίες για θέματα «χαμηλής πολιτικής», η Αθήνα αισθάνεται την αμηχανία που προκαλεί η «πρόσκληση» για τη συνέχεια. Αμηχανία, η οποία εντείνεται, όσο η Αγκυρα, με επίμονη σαφήνεια, επαναλαμβάνει τις γνωστές «ανελαστικές» θέσεις της για το Κυπριακό και το Αιγαίο. Η ταχύτητα, με την οποία η Αθήνα έσπευσε να ολοκληρώσει το διάλογο για τα θέματα «χαμηλής πολιτικής», προκαλεί εύλογα ερωτήματα:

Υπήρξε, άραγε, κάποια στρατηγική, την οποία ακολούθησε η ελληνική διπλωματία, όταν προχωρούσε στη συζήτηση και την υπογραφή των συμφωνιών; Είχε, μήπως, σχεδιάσει το επόμενο βήμα; Είχε προβλέψει ότι, μετά τα «ανώδυνα» ζητήματα, η Αγκυρα θα ζητήσει την «εμβάθυνση» της συζήτησης για τα θέματα που θέτει στο Αιγαίο;

Οι εξελίξεις αποδεικνύουν ότι η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε με συνέπεια μια στρατηγική. Η πορεία που ακολουθούν, άλλωστε, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, είναι φανερό αποτέλεσμα ενός πολύ προσεκτικού σχεδιασμού. Τόσο, «προσεκτικού» μάλιστα, που δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς πως ο σχεδιασμός αυτός είναι αποτέλεσμα των μηχανισμών που διαθέτει η ελληνική διπλωματία. Αλλωστε, δεν είναι μυστικό πως ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών, Γ. Παπανδρέου, έχει απευθυνθεί στις «αυθεντίες» του Χάρβαντ, για να του υποδείξουν - αξιοποιώντας ανάλογες ιστορικές εμπειρίες διευθέτησης κρίσεων - ένα «μοντέλο», που να ταιριάζει στις απαιτήσεις της πολιτικής της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του μοντέλου, που χρησιμοποιεί η ελληνική διπλωματία απέναντι στην Τουρκία, είναι ορατά:

- Διάλογος για θέματα, που δεν έχουν καταγραφεί αντίθετες απόψεις και δε θίγονται συμφέροντα.

- Ενίσχυση, «πατρονάρισμα» και προβολή κάθε προσπάθειας, που δημιουργεί την αίσθηση «κοινότητας» μεταξύ των δύο λαών.

- Ατυπες και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας συζητήσεις για τα ζητήματα «υψηλής πολιτικής», έτσι ώστε να υπάρχει η σχετική προετοιμασία για την έναρξη των συζητήσεων, όταν εμπεδωθεί η «κοινότητα» στην κοινή γνώμη των δύο χωρών.

Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές ακολουθούνται κατά γράμμα. Για ποιο λόγο, άραγε, η ελληνική κυβέρνηση εμφανίστηκε επισπεύδουσα και μέσα σε ένα εξάμηνο εξάντλησε όλα τα δυνατά αποθέματα «ανώδυνου» διαλόγου με την Τουρκία; Την είχε διαβεβαιώσει κανείς πως η Αγκυρα άλλαξε κάτι στις πάγιες θέσεις της στο Αιγαίο και την Κύπρο; Είχε κάποιο μήνυμα, άραγε, η ελληνική κυβέρνηση πως θα «εισπράξει» κάποια κίνηση καλής θέλησης από την τουρκική πλευρά; Ετσι ώστε να «δικαιολογηθούν» και η ταχύτητα, με την οποία συνάφθηκαν οι Συμφωνίες, αλλά και, πολύ περισσότερο, η Συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης στο Ελσίνκι και η απόδοση στην Τουρκία του χαρακτηρισμού της εντάξιμης χώρας στην ΕΕ;

Οι απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα πρέπει να αναζητηθούν στην πρώτη επίσκεψη του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη στην Ουάσιγκτον, το 1996. Εκεί, ο πρωθυπουργός, έχοντας να αντιμετωπίσει και τα τετελεσμένα που δημιούργησε η υπόθεση των Ιμίων, συμφώνησε να αποδεχτεί τις προτάσεις της αμερικανικής διπλωματίας για μια πολιτική «βήμα προς βήμα προσέγγισης» με την Τουρκία. Τις οδηγίες αυτές, οι κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη τις ακολούθησαν με τέτοια συνέπεια, που σήμερα μπορεί να μιλά κανείς για μια «αναθεωρημένη πολιτική» απέναντι στην Τουρκία.

Τα χαρακτηριστικά, που συνθέτουν τη νέα ελληνική πολιτική απέναντι στην Αγκυρα, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: «Κατευνασμός» και «επίδειξη καλής θέλησης». Η υπόθεση των περιβόητων πυραύλων «S-300» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κατευναστικής πολιτικής απέναντι στην Αγκυρα. Η συμφωνία της Ελλάδας για την αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων τον περασμένο Δεκέμβρη, δίχως το παραμικρό, διπλωματικό, έστω, αντάλλαγμα, είναι η «κορύφωση» της καλής θέλησης που επέδειξε η Αθήνα.

Το πού οδήγησε αυτή η πολιτική, είναι γνωστό. Οι όποιες ελπίδες έτρεφαν οι φορείς αυτής της πολιτικής στην Αθήνα για βαθμιαία μεταστροφή της τουρκικής στάσης απέναντι στο Κυπριακό και το Αιγαίο αποδείχτηκαν φρούδες. Η τουρκική εξωτερική πολιτική εξακολουθεί με συνέπεια να προβάλλει τις «ενοχλητικές» θέσεις της για «ύπαρξη γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο», για την «ύπαρξη δύο ξεχωριστών κρατών στην Κύπρο», για την «αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών που βρίσκονται απέναντι στην Τουρκία».

Μάλιστα, με δεδομένες αυτές τις θέσεις, η τουρκική διπλωματία «κατάφερε» να συμβάλει στη δημιουργία ενός «θετικού κλίματος» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, φέρνοντας σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την ελληνική διπλωματία, η οποία είναι υποχρεωμένη, πλέον, να αξιοποιήσει αυτό το «θετικό κλίμα», για να επιλυθούν τα «υπόλοιπα» προβλήματα που υπάρχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο τρόπος για την επίλυση αυτών των «υπολοίπων» είναι ήδη προκαθορισμένος: Διμερής διάλογος, εφ' όλης της ύλης.

Οι φορείς της «νέας» πολιτικής απέναντι στην Τουρκία, κυβερνητικά στελέχη και διπλωματικοί παράγοντες στην Αθήνα, δεν κρύβουν, στις ιδιωτικές συζητήσεις τους, ότι η επιλογή τους είναι να «οδηγηθούμε σε τροχιά διαλόγου». Διαλόγου, ο οποίος θα θέσει ένα τέρμα στην εκκρεμότητα που δημιουργούν για τη Νοτιοανατολική Πτέρυγα του ΝΑΤΟ τα ελληνοτουρκικά προβλήματα. Μάλιστα, όπως σημειώνουν παράγοντες του υπουργείου Εξωτερικών, η Συμφωνία για τη νέα δομή του ΝΑΤΟ, με την επιχειρησιακή «εννιαιοποίηση» της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, έχει δώσει «απαντήσεις», οι οποίες απλώς πρέπει να ενσωματωθούν σε μια διμερή ελληνοτουρκική συμφωνία.

Είναι προφανές ότι οι «μεγαλεπήβολες» ιδέες των «αστέρων» της ελληνικής διπλωματίας αποτελούν την αντανάκλαση ευρύτερων στρατηγικών σχεδιασμών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Το ίδιο προφανές, όμως, είναι πως οι ιδέες αυτές οδηγούν κατευθείαν στην παραπέρα συρρίκνωση της εθνικής ανεξαρτησίας, στην εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων και την ικανοποίηση αρκετών από τις βλέψεις της Τουρκίας στην περιοχή. Η κυβέρνηση φαίνεται πως έχει αποδεχτεί μια τέτοια εξέλιξη. Ο ελληνικός λαός, όμως, Θα αντιδράσει; Και πώς; Η ουσία είναι ότι, για μια ακόμη φορά, αποδεικνύεται πως η ολοένα και πιο βαθιά ενσωμάτωση της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση, η συμπόρευση με την πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή μόνο δεινά για το λαό φέρνει. Βεβαίως, για τον επιχειρηματικό κόσμο, αυτό είναι αναγκαίο και απαραίτητο. Γι' αυτό είναι, επίσης, αναγκαίο και απαραίτητο το λαϊκό μέτωπο εναντίωσης σ' αυτήν την πολιτική.


Δημήτρης ΜΗΛΑΚΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ