Ο Μπ. Μπρεχτ από τα νιάτα του ονειρεύτηκε την κοινωνική αλλαγή και "έκανε προτάσεις" για την πραγματοποίησή της. Ελάχιστο δείγμα - και μόνο ποιητικό - των "προτάσεών" του παραθέτουμε. Η μετάφραση ανήκει στον Μάριο Πλωρίτη.Η μετάφραση του ποιήματος "ΟΛΑ ΑΛΛΑΖΟΥΝ" είναι του Πέτρου Μάρκαρη.
"Υμνος στο θεό" (1919)
"Βαθιά στις σκοτεινές κοιλάδες πεθαίνουνε οι πεινασμένοι. / Αλλά εσύ τους δείχνεις το ψωμί, και τους αφήνεις να πεθαίνουν. / Εσύ έχεις θρονιαστεί αιώνιος κι αόρατος/ κι αστράφτεις ανελέητος πάνω απ' το αιώνιο Σχέδιό σου. /(... )
Αφησες τους φτωχούς φτωχοί να μείνουνε χρόνια και χρόνια/ γιατί ήτανε οι πόθοι τους πιο όμορφοι απ' τον Παράδεισό σου. (... ) ".
***
"Επιτάφιο, 1919" (1926)
"Η Κόκκινη Ρόζα χάθηκε, κι αυτή. / Κανείς δεν ξέρει πού το κορμί της παραχώσαν. / Επειδή έλεγε την αλήθεια στους φτωχούς/ από τον κόσμο οι πλούσιοι τη διώξαν".
***
"Αυτή η ανεργία" (1930)
"Κύριοι συνάδελφοι, η ανεργία/ πρόβλημα είναι ακανθώδες. / Εφ' ω και είναι ευκαιρία/ το Συμβούλιόν μας το εργώδες/ να της αφιερώσει μίαν... συζήτησιν/ εφ' όσον η εργασία δεν έχει ζήτησιν. / (... )
Αίνιγμα αποτελεί διά πάντα τίμιον/ πολίτην και υγιώς σκεπτόμενον/ της ανεργίας το φαινόμενον. Και επιπλέον, εξόχως επιζήμιον. / Κύριοι, οι καιροί ου μενετοί! / Θα αποτελέσει δε αδυναμίαν μας θανάσιμον, / εάν ημείς, του έθνους οι εκλεκτοί, / δεν εύρωμεν μίαν δικαιολογίαν βάσιμον, / και την εμπιστοσύνην ούτω χάσωμεν/ του λαού, ήτις μας είναι λίαν χρήσιμος. / Πρέπει, λοιπόν, δεόντως ν' αντιδράσωμεν. / (... ) Δε συμφωνείτε, κύριοί μου; / Το συμφερότερον, κατά την άποψιν μου, / είναι ν' αποφασίσωμεν ότι το πρόβλημα ελύθη, / και να το παραδώσωμεν στη λήθη.
- Την άποψή σας, να τη βράσουμε! Η ανεργία, / πληγή και παιδεμός του τόπου, / θα λείψει μοναχά τη μέρα όπου/ θα μπείτε εσείς σε ανεργία! ".
***
"Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου" (1936)
"ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΨΗΛΑ/ θεωρούνε ταπεινό να μιλάς για το φαϊ. / Ο λόγος: έχουνε/ κιόλας φάει. /
Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο/ χωρίς να 'χουνε δοκιμάσει/ κρέας της προκοπής. (... )
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΑΡΠΑΝΕ ΤΟ ΦΑΪ ΑΠ' ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ/ κηρύχνουν τη λιτότητα. / Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα/ ζητάν θυσίες. / Οι χορτάτοι μιλάν στους πεινασμένους/ για τις μεγάλες εποχές που θα 'ρθουν. / Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο/ λεν πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό/ είναι πάρα πολύ δύσκολη/ για τους ανθρώπους του λαού. (... )
ΟΤΑΝ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΨΗΛΑ ΜΙΛΑΝΕ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ/ ο απλός λαός ξέρει/ πως έρχεται ο πόλεμος. / Οταν αυτοί που είναι ψηλά καταριούνται τον πόλεμο/ οι διαταγές για επιστράτευση έχουν υπογραφεί".
*** "Αλλαξε τον κόσμο: Το 'χει ανάγκη" (Από το θεατρικό έργο "Απόφαση", 1930).
Χορός: "Χρειάζονται πολλά, τον κόσμο για ν' αλλάξεις: / Οργή κι επιμονή. Γνώση κι αγανάχτηση. Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά. / Ψυχρή υπομονή, κι ατέλειωτη καρτερία. / Κατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του συνόλου. / Μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς/ την πραγματικότητα ν' αλλάξουμε".
***
"Ολα αλλάζουν"
"Ολα αλλάζουν. / Να ξαναρχίσεις/ Μπορείς και με την τελευταία σου πνοή. / Μα ό,τι έγινε έγινε. / Και το νερό που έριξες στο κρασί σου/ Δεν μπορείς να το ξαναβγάλεις. / Ο,τι έγινε έγινε. / (... ) Ολα όμως αλλάζουν. / Να ξαναρχίσεις/ Μπορείς και με την τελευταία σου πνοή".
"Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι" (1936)
"Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι/ είσαστε χαμένοι. / Φίλος σας είναι η αλλαγή/ η αντίφαση είναι σύμμαχός σας. / Από το Τίποτα/ πρέπει κάτι να κάνετε, μα οι δυνατοί/ πρέπει να γινούνε τίποτα./ Αυτό που έχετε, απαρνηθείτε το και πάρτε/ αυτό που σας αρνιούνται".
***
"Δίκαια κυνηγημένος" (1938)
"Σαν πλουσιόπαιδο μεγάλωσα. / Οι γονείς μου κολάρο/ μου φόρεσαν, μ' έμαθαν/ υπηρέτες νά 'χω/ και μου διδάξανε την τέχνη να δίνω διαταγές. Οταν μεγάλωσα όμως, κι ολόγυρά μου κοίταξα, / δε μ' άρεσαν οι άνθρωποι της τάξης μου, / ούτε να διατάζω και να μ' υπηρετούν. / Τότε, την τάξη μου απαρνήθηκα και για συντρόφους πήρα/ τους ταπεινούς ανθρώπους.
Ετσι/ οι γονείς μου έναν προδότη ανάστησαν, του μάθανε/ όλα τους τα κόλπα, κι αυτός/ τα μαρτυράει στους εχθρούς τους. / (... )
Οπου κι αν πάω, στιγματισμένος είμαι/ στων δυνατών τα μάτια. Μα οι αδύναμοι/ διαβάζουν τα εντάλματα και/ άσυλο μου δίνουν, λέγοντας: / "Εσένα, σε κυνηγάνε/ για δίκαιο σκοπό"".
Το 1955 ο Μπρεχτ, προαισθανόμενος ίσως το θάνατό του, έγραψε το παρακάτω ολιγόστιχο ποίημα "Δε χρειάζομαι ταφόπετρα":
"Δε χρειάζομαι ταφόπετρα, εγώ.
Αλλ' αν εσείς χρειάζεστε μια για μένα,
θα ήθελα κει πάνω να γραφτεί: "Εκανε προτάσεις. Εμείς
πράξη τις κάναμε".
Μια τέτοια επιγραφή
θα 'ταν τιμή για όλους μας".