Πέμπτη 14 Μάη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
Οι φτωχότεροι της Ευρώπης!
  • Τη μικρότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν τα ελληνικά νοικοκυριά, σύμφωνα με την EUROSTAT
  • Μεγαλύτερη και η ταξική "ψαλίδα" μεταξύ πλούσιων και φτωχών

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ (του ανταποκριτή μας ΒΗΣ. ΓΚΙΝΙΑ).-

Τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν τη μικρότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά τη μεγαλύτερη ταξική "ψαλίδα" δαπανών μεταξύ πλούσιων και φτωχών νοικοκυριών ενώ οι Ελληνες "μη χειρώνακτες εργαζόμενοι" έχουν την υψηλότερη κατανάλωση απ' όλους. Τα ελληνικά νοικοκυριά καταναλώνουν περισσότερα από τους άλλους Ευρωπαίους για υγεία, φροντιστήρια και ντύσιμο, αλλά τα λιγότερα για θέαμα και κουλτούρα. Οι διαφορές μεγαλώνουν στη βάση της διάκρισης Βόρειων και Νότιων χωρών της Ευρώπης αλλά συγκλίνουν όταν εξετάζεται η κατανάλωση σε σχέση με την "κοινωνικο - οικονομική" διαστρωμάτωση.

Τα ανωτέρω προκύπτουν από στατιστικά στοιχεία της υπηρεσίας της Κομισιόν(Eurostat) που δόθηκαν στη δημοσιότητα προχτές στις Βρυξέλλες. Ο χρόνος δειγματοληπτικής έρευνας για την Ελλάδα είναι από Οκτώβρη 1993 μέχρι Σεπτέμβρη 1994. Ο μέσος όρος της έρευνας, έχει χρόνο αναφοράς το 1994 και αφορά μόνο οχτώ κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δηλαδή Βέλγιο, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Φινλανδία και Σουηδία. Σύμφωνα με την Eurostat, τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν τη μικρότερη αγοραστική δύναμη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (9.100 μονάδες SPA - σ.σ. μονάδες αγοραστικής δύναμης) ενώ π. χ. το Βέλγιο έχει 13.700 μονάδες SPA και το Λουξεμβούργο περίπου 22.000 μονάδες SPA. Βέβαια δεν καταναλώνουν όλα τα νοικοκυριά το ίδιο. Στην Ελλάδα π. χ. η σχέση πλουσίων με φτωχά νοικοκυριά είναι περίπου 2,5 φορές περισσότερη κατανάλωση για τους πλούσιους, μια ταξική "επίδοση" που έρχεται δεύτερη, αμέσως μετά τους Ιταλούς. Ετσι τα πιο φτωχά νοικοκυριά καταναλώνουν στην Ελλάδα γύρω στις 6.000 μονάδες SPA, και τα πιο πλούσια πάνω από 15.000 μονάδες SPA, όσο περίπου και τα αντίστοιχα ισπανικά. Η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ισπανία έχουν τη μεγαλύτερη "ψαλίδα" ανάμεσα στα φτωχά και πλούσια νοικοκυριά. Τα οχτώ κράτη - μέλη, κατά μέσο όρο, έχουν τη μεγαλύτερη κατανάλωση για κατοικία, νερό, φως και θέρμανση (24,9% της συνολικής κατανάλωσης), για το φαγητό 19%, ενώ τα λιγότερα λεφτά ξοδεύονται για την εκπαίδευση των παιδιών (0,9% του συνόλου), με δραματική εξαίρεση στην Ελλάδα, όπου εξαιτίας των φροντιστηρίων, τα νοικοκυριά δαπανούν 2,2% του συνόλου.

Οι δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών (σε παρένθεση ο μέσος όρος των οκτώ κρατών - μελών) έχουν ως εξής: Κατοικία 24% (24,9), φαγητό 17,8% (19%), μεταφορές 9,3% (11,9%), θέαμα και κουλτούρα 3,9% (8,3%), άλλες υπηρεσίες 7,9% (8,2%), ένδυση και υπόδηση 12,9% (7,4%), οικιακός εξοπλισμός και έπιπλα 6,7% (6,3%), ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια 5,1% (5,9%), Υγεία 5,2%(3%), αλκοόλ και καπνός 3,4% (2,5%), επικοινωνίες 1,6% (1,7%) και εκπαίδευση παιδιών 2,2% (0,9%). Οσον αφορά τις διαφορές κατανάλωσης "ανά κοινωνικο - οικονομική κατηγορία", τα στατιστικά στοιχεία της Κομισιόν αποκαλύπτουν περισσότερα απ' όσα προσπαθούν να κρύψουν. Συγκεκριμένα σ' όλες τις χώρες τα πλέον φτωχά λαϊκά στρώματα (χειρώνακτες εργάτες, αγρότες και άνεργοι) καταναλώνουν πολύ λιγότερο από τις άλλες κοινωνικές τάξεις. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, με μέσο όρο κατανάλωσης το 100, οι χειρώνακτες εργάτες φαίνεται να δαπανούν 88, οι αγρότες 86 και οι άνεργοι 82. Αντίθετα οι "ελεύθεροι επαγγελματίες" καταναλώνουν 117 και οι "εργαζόμενοι σε μη χειρωνακτική εργασία" εκτινάσσονται στο 126, που είναι και ο υψηλότερος μέσος όρος κατανάλωσης από μια "κοινωνικο - οικονομική κατηγορία" σ' ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Στατιστική Υπηρεσία κάνει ειδική αναφορά στο "υψηλό ποσοστό αυτοκατανάλωσης" στην Ελλάδα, τονίζοντας ότι "ένα στα δύο ελληνικά νοικοκυριά δηλώνουν ότι καταναλώνουν ένα προϊόν διατροφής που προέρχεται από δική του καλλιέργεια, από τον προσωπικό του κήπο ή το δικό του κήπο". Η"αυτοκατανάλωση" εκπροσωπεί το 29% της διατροφής των Ελλήνων αγροτών, και μειώνεται κάτω του 10% για τις άλλες κατηγορίες νοικοκυριών. Τα λαχανικά κατέχουν τα πρωτεία στο σύνολο των προϊόντων "αυτο - κατανάλωσης". Ιδιαίτερες διαπιστώσεις κάνει η Eurostat και σε σχέση με την κατανάλωση ανάλογα με το είδος οικογένειας και την ηλικία. Ετσι "η αύξηση των δαπανών διατροφής εξαιτίας των παιδιών είναι ξεκάθαρη σε Ελλάδα, Ισπανία και Ιταλία" δηλαδή στις μεσογειακές χώρες υπό εξέταση, ενώ η διατροφή στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς της Βόρειας Ευρώπης "είναι πιο σταθερή". Σε σχέση με την ηλικία, το 1994 η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη κατανάλωση για νοικοκυριά"κάτω των 30 χρόνων" ενώ αντίθετα π. χ. το Βέλγιο είχε τη μεγαλύτερη κατανάλωση για νοικοκυριά "60 χρονών και πλέον".


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ