Κυριακή 7 Ιούνη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 44
Τα μάτια του αρχαιολόγου

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Τώρα που μπήκε το καλοκαίρι για τα καλά, αρχίζουν σιγά σιγά οι αρχαιολογικές ανασκαφές. Ολη η Ελλάδα σκάβεται από τη μια άκρη μέχρι την άλλη. Η Θράκη, η Μακεδονία, η Θεσσαλία, η Πελοπόννησος, τα νησιά. Το κακό είναι πως δε σκάβεται με σύστημα. Οι ανασκαφικές έρευνες, με άλλα λόγια, δεν εντάσσονται μέσα σε συγκεκριμένα επιστημονικά προγράμματα. Τις πιο πολλές φορές, την έκτασή τους και το ρυθμό τους τον προσδιορίζει η ανάγκη των έργων. Αλλού η Εγνατία, αλλού οι νέες σιδηροδρομικές γραμμές, τα νέα εργοστάσια, οι βίλες, τα χωράφια, τα περιβόλια, τα αεροδρόμια και οι νέοι βόθροι χρειάζονται άδειες, για να γίνουν. Και κανείς δεν παίρνει άδεια, αν δεν έχει το μαγικό χαρτάκι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Και όταν το πάρει, μπορεί να κοιμάται ήσυχος και ο εργολάβος και αυτός που δίνει λεφτά. Τότε μόνο μπορεί να βάλει στο κτήμα του, αν θέλει, βέβαια, να το πουλήσει, την ταμπέλα που έστησε περήφανος ένας φουκαράς ιδιοκτήτης του Βόλου: "Πωλείται το παρόν οικόπεδο, απηλλαγμένον πάσης αρχαιολογίας".

Βέβαια, όλα αυτά δεν ισχύουν για τις ανασκαφές των πανεπιστημίων. Αυτές δε γίνονται για να δοθούν άδειες στους εργολάβους ούτε στους ταλαιπωρημένους οικοπεδούχους. Πιο πολύ γίνονται, για να λυθούν επιστημονικά προβλήματα, για να δοθούν απαντήσεις σε ερωτήματα που αναφέρονται στον πολιτισμό. Στους νόμους που προσδιορίζουν τη γέννησή του, την ανάπτυξη και τον αφανισμό του. Ερωτήματα, με άλλα λόγια, που αναφέρονται στον ίδιο τον άνθρωπο, που ως υποκείμενο μιας συγκεκριμένης κοινωνίας πιάνει την πέτρα και την κάνει ψωμί, τη λάσπη και την κάνει τέχνη. Μπαίνει μέσα στο χάος και το διαμορφώνει με βάση τους κανόνες της ελευθερίας και της ομορφιάς, όπως έγραψε και ο Μαρξ. Για να δει όμως σωστά ο αρχαιολόγος αυτό που κρύβει η γη πρέπει να γυμνάσει τα μάτια του, για να βλέπουν όχι μόνο εμπρός, αλλά και πίσω από τα πράγματα.

Γι' αυτά τα μάτια, πριν από χρόνια, μου έκανε ολόκληρη διάλεξη ο Κον. Τον έλεγαν Κωνσταντίνο, εμείς, όμως, τον φωνάζαμε Κον. Ετσι τον φώναζαν και στην Αυστραλία από όπου επέστρεψε στην Ελλάδα, αποτυχημένος μετανάστης. Επινε ο Κον. Οταν ερχόταν στην ανασκαφή το πρωί, ήτανε κιόλας φτιαγμένος. Πίσω του έτρεχε μια μικροκαμωμένη σκυλίτσα κουτσή. Τρέκλιζε κι αυτή σαν να ήτανε μεθυσμένη. Σ' αυτήν την κατάσταση, βέβαια, ο Κον δε δούλευε. Καθόταν όμως εκεί και φιλοσοφούσε. Πολλές φορές παραξενευόμουν κι εγώ για τα θέματα που έβρισκε να σχολιάσει. Από τις σκυλοδρομίες, όπου φαίνεται πως έχασε τα λεφτά του, και αναγκάστηκε να γυρίσει μπατίρης στην Ελλάδα, μέχρι το σχολείο του επισκόπου και τις νόστιμες θεραπαινίδες του. Για τις μεγάλες λαϊκές αγορές της Μελβούρνης, για τους εκφυλισμένους "αμπορίτζινες", τις πόρνες, τους χαρτοκλέφτες. Μα, πιο πολύ χαιρόμουνα να τον ακούω να σχολιάζει τα μάτια των αρχαιολόγων. Δεν ήτανε απλά σχόλια αυτά. Πότε πότε ακούγονταν σαν ολοκληρωμένα ποιήματα κι άλλες φορές σαν ερωτικές εξομολογήσεις στα μάτια μιας γυναίκας, που εμείς δεν την είχαμε γνωρίσει, εκείνος όμως την κουβαλούσε μέσα του. "Αντε και πήρες πτυχίο, μουρμούριζε ένα πρωί ο Κον, πιωμένος για τα καλά από τα ξημερώματα, τι να το κάνεις! Αλλο πράμα το βιβλίο και άλλο το χώμα! Εδώ δουλεύουν τα μάτια. Πότε μεγαλώνουν και στρογγυλεύουν σαν τις ελιές του Πηλίου, πότε μακραίνουν σαν το αμύγδαλο, κάνουν γωνίες τότε, γεμίζουν ένα περίεργο υγρό, σαν αυτό που βγαίνει μέσα από τις ακακίες. Εκείνο, ντε, που το ρουφούσαμε μικροί, κρυμμένοι κάτω από τις σκάλες. Τότε, που έμπαινε η Ανοιξη και φούσκωναν τα υγρά στο μαλακό μας υπογάστριο. Γελάνε κιόλας πολλές φορές κι άλλες πάλι βουρκώνουν και συννεφιάζουν και δε λένε τίποτε. Τότε είναι που τα λυπάσαι και παρακαλάς από μέσα σου να βρούνε κανένα άγαλμα, για να ξαναγελάσουν".

- Πού τα είδες όλ' αυτά, ρε Κον;

τον ρώτησα μια φορά.

Ο Κον δε μου έδωσε σημασία και συνέχισε να μουρμουρίζει. "Κι όταν ξαναγελάσουν, παίρνεις και συ θάρρος, σου έρχεται να στήσεις χορούς "κυκλωτικούς", να κατεβείς μέσα στο σκάμμα και ν' αρχίσεις να ψάχνεις, γιατί πιστεύεις πως, όπου να 'ναι, θα βρεις την απάντηση. Θα βρεις τα σκαλοπάτια που σε πάνε αλλού. Θα βρεις το δρόμο που σε πάει στην αρχή. Και τότε σου φαίνονται όλα εύκολα. Αυτό θα πει να βλέπεις τον κόσμο με τα μάτια του αρχαιολόγου. Κι ύστερα;".

Εδώ σταματούσε πάντα ο Κον, όταν προσπαθούσε να βρει τι θα μπορούσε να κάνει κανείς με τα μάτια του αρχαιολόγου. Τον καταλάβαινα πως βρισκόταν μπροστά σε πρόβλημα. Κάτι δεν του πήγαινε, όπως το ήθελε. Τότε σηκωνόταν απότομα και έφευγε. Πήγαινε στην άκρη της λίμνης κι άρχιζε να μαδάει τα καλάμια. Εριχνε πέτρες μέσα στη λίμνη και πότε πότε έβγαζε μικρές κοφτές κραυγές. Σα να ήθελε να μιμηθεί την κραυγή της πάπιας.

- Γιατί, ρε,φώναζε τότε. Ενα μικρό παπάκι είμαι κι εγώ.

Κι αν τύχαινε να είναι πολύ πιωμένος, έδινε μια και έπεφτε μέσα στο νερό. Εκεί πλατσούριζε σαν το μικρό παιδί. Υστερα έβγαινε από τη λίμνη βρεγμένος, μούσκεμα. Ηθελε να μας μιλήσει, μα η γλώσσα του, βαριά από το κρασί, δεν έλεγε τίποτε. Μόνο τα μάτια του άρχιζαν μια φλυαρία ακατάσχετη. Μιλούσαν για όλη του τη ζωή. Για το φτωχό του δωμάτιο, για τη μάνα του που έμεινε πίσω στην Αυστραλία μονάχη και έρημη. Για τα παιδιά της Αφρικής που πεθαίνουν, προτού γνωρίσουν τον έρωτα.

Εγώ τον άκουγα, σκεφτόμουν και μονολογούσα. Ετσι, έλεγα, πρέπει να είναι τα μάτια του αρχαιολόγου, να μιλούν για τα πάντα. Κι όταν δακρύζουν για το κενό, να είναι χαρούμενα. Η γη όλο και κάτι θα μας αποκαλύψει στο τέλος. Μπορεί και τα λάθη μας.

Ηθελε να μας μιλήσει, μα η γλώσσα του, βαριά από το κρασί, δεν έλεγε τίποτε. Μόνο τα μάτια του άρχιζαν μια φλυαρία ακατάσχετη. Μιλούσαν για όλη του τη ζωή. Για το φτωχό του δωμάτιο, για τη μάνα του, που έμεινε πίσω στην Αυστραλία μονάχη και έρημη. Για τα παιδιά της Αφρικής που πεθαίνουν, προτού γνωρίσουν τον έρωτα


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ