Κυριακή 5 Ιούλη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
Καλή αντάμωση, Σύντροφε!

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Τους ποιητές δεν τους νεκρολογούν. Ούτε τους κλαίνε. Κι όταν φεύγουν για το μεγάλο ταξίδι, τους χειροκροτούν. Τους εύχονται "καλό ταξίδι" και "καλή αντάμωση". Και στην άκρη της αποβάθρας, τα άσπρα μαντίλια γράφουν περίεργες λέξεις, όπως "ερωτεύς", "καλλίπονος", "χρυσολάτης". Ετσι και γω, όταν έμαθα το θάνατο του Κωστή Μοσκώφ, αποσύρθηκα στη μεγάλη αποβάθρα και άρχισα να ψάχνω μέσα στα τρεχούμενα νερά της ιστορίας τις μεγάλες και περίεργες λέξεις, για να μιλήσω μαζί τους για τελευταία φορά. Τελικά, έμεινα εκεί μονάχος, χαμένος μέσα στα φτηνά λεξικά της ζωής μου. Να ψάχνω και να μην βρίσκω. Και η αγαπημένη μου η γλώσσα η μητρική να λιμνάζει γύρω από φοινικιές και πυραμίδες, κάτω από πανό με κόκκινα γράμματα, εκεί ανάμεσα στους λασπωμένους εργάτες, στα μελανωμένα δάχτυλα των γραφιάδων, των ποιητών της επάνω πόλης και της παραδοσιακής ταβέρνας, όπου η ρετσίνα, όπως στο "Λουτρό" και στο "Μοδιάνο" ρέει, όπως οι ανάπαιστοι του Αριστοφάνη, οι κίτρινες πευκοβελόνες του Σέιχ Σου και τα γυμνά μπράτσα των μελαχρινών κοριτσιών να ερωτεύονται και να κολυμπούν μέσα στο φως της υγρής ιστορίας, των απέριττων λουλουδιών και των σπόρων του σουσαμιού, που πέφτουν από το ξεροψημένο κουλούρι μέσα στις βαθιές τσέπες των παιδιών, μπροστά στις πεινασμένες αυλές των ταπεινών σχολείων της χορταριασμένης Μακεδονίας.

Ετσι σε γνώρισα, Κωστή Μοσκώφ, οδοιπόρε μιας αέναης Ανατολής, αλπινιστή της ερωτικής μου γενέτειρας, σύντροφε ακριβέ, χαρά λιμνάζουσα μέσα στην κομματική έρημο, φωνή ασπαίρουσα στις λιθόστρωτες γειτονιές, εκεί, όπου εγώ έπλεκα πάνινα τόπια με το τριμμένο μου πανταλόνι να εξυμνεί τις αδύναμες σάρκες μου και συ πιο μικρός, ακόμα πιο μικρός, κρεμασμένος από τις γαλακτερές "τερμιδόνες", τις απείρανθες κατεβασιές του μελιού και της μπλε παπαρούνας, αναζητούσες τον ακριβό λόγο, την άπαιχτη ποίηση, τα χαμηλόφωνα τραγούδια της πουτάνας της ιστορίας.

Σε θυμούμαι, ευγενικέ μου Κωστή, δίπλα στο Νείλο, δίπλα στα άσπρα τραπεζομάντιλα του Πλαταμώνα, μπροστά σε μεταλλικά μικρόφωνα, κάτω από τις ματωμένες ιαχές της επανάστασης, που δεν έγινε, γιατί τα σύννεφα δεν είχανε φως και οι βέργες της βροχής δε μας άφηναν να δούμε το δρόμο μέσα από τα καπνισμένα παράθυρα της "καθ' ημάς Ανατολής". Γιατί η μεγάλη πύλη των χειμερινών Ανακτόρων είχε γεμίσει με σάρκες διάτρητες, με κρανία ποιητών μπηγμένα σε πασσάλους, δεμένα δυο δυο με κορδέλες κόκκινες, ραντισμένα με λέξεις, που τις είχαν μαζέψει τα κορίτσια του Μάη δίπλα στα ματωμένα πεζοδρόμια, στα κρηπιδώματα ηρωικών ανδριάντων. Και συ ανάμεσα, πάντα ως έφηβος που ανακάλυπτες τη νέα ζωή, κρυμμένη πίσω από τα ψέματα της μεγάλης βρύσης, μέσα στις δασύτριχες πρασινάδες των περήφανων σπιτιών της μεταπρατικής Θεσσαλονίκης. Εκείνα, που τα πλάκωναν οι υγρές πολυκατοικίες και τα άλλα, που τα σκέπαζαν οι μαδημένες ακακίες, όμοιες με τις φτωχές πασχαλιές, που μύριζαν εγκώμια, που μύριζαν, όπως έλεγες, νοθευμένο θυμίαμα και της αναπνοής τους το βαθύ πυροτέχνημα.

Δε σκέφτομαι να σε βιογραφήσω, χαμένε μου Σύντροφε, γιατί ο δικός σου ο βίος μετράει, όσο και η ερωτική σου Θεσσαλονίκη. Μετράει από τις μελωμένες καστανιές του Χορτιάτη μέχρι τη δακρυσμένη θάλασσα του Αϊ - Δημήτρη. Δε σκέφτομαι να σε βιογραφήσω, γιατί έτσι θα γευτώ και το τέλος σου. Καλύτερα να σου πω πως είμαι θυμωμένος που άφησες να σε νικήσουν, εσύ που τόσα χρόνια πολεμούσες το θάνατο, εσύ που μεθούσες με τη μυρωδιά της βρεγμένης γης και με τον αειθαλή σου λόγο φύτευες μέσα στις βαθιές της ρυτίδες τους στεναγμούς της χαμένης σου επανάστασης. Καλύτερα να σου πω πως είμαι θυμωμένος, γιατί τη μέρα, που, εσύ έκλεινες τα μάτια σου, εγώ άνοιγα βαθιά χαντάκια μέσα στη γη, για να βρω μιαν άκρη από το μεδούλι της ιστορίας, που τόσο αγαπούσες. Να σου πω πως είμαι θυμωμένος, γιατί δεν σε πρόλαβα ούτε στην αποβάθρα, κι έμεινα εκεί να μετράω τους αφρούς της αγαπημένης σου θάλασσας να σε ακολουθούν, να χάνονται, να υφαίνουν σταυροβελονιές πάνω στις σελίδες των βιβλίων, που δεν πρόλαβες να γράψεις!

Αυτόν το θυμό μου θέλω να σκαλίσω πάνω στα κόκκινα φύλλα του φετινού καλοκαιριού, που δεν πρόλαβες να το βαφτίσεις μ' ένα καινούριο όνομα, όπως "θέρος ερωτικόν", "θέρος θανάσιμον". Θέρος, όπου οι νεκροί δε δικαιώνονται από συνήθεια, αλλά για το αίμα που αφήνουνε πίσω τους, μέσα σε κρυστάλλινα ουζοπότηρα και ανάμεσα σε καμένα φύλλα βερικοκιάς, ανεμώνης και ιβίσκου.Και τώρα, πώς να πορευτούμε μέσα στη βοή αυτής της μεγάλης κηδείας; Πώς να κρατήσουν τα αδύναμα χέρια μας τα εξαπτέρυγα της λιτανείας των δέντρων και των νερών, των αετών και των κύκνων; Πώς να μιλήσουμε και πάλι, κοιτώντας βαθιά μέσα στις ανοιχτές φλέβες της θεωρίας, στις πράσινες σελίδες του κομμουνιστικού μανιφέστου, χωρίς εσένα να κρατάς το ίσο με τους καλαμένιους αυλούς, που τα τελευταία χρόνια σκάλιζες ζωντανός τρεις φορές, νέος πιο πολύ κι απ' τους νέους δίπλα στο Νείλο. Και οι φελούκες απ' το Φαγιούμ ν' ανηφορίζουν προς την Κοιλάδα των Νεκρών, να χάνονται πίσω από τους μαρμαρένιους θεούς του Αμπού Σιμπέλ!

Καλή αντάμωση Σύντροφε! Πώς να τη ζήσεις αυτή τη μοναξιά που αφήνουν πίσω τους οι αγαπημένοι νεκροί!


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ