Κυριακή 12 Ιούλη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8

Για την εργάσιμη μέρα

"Το άθροισμα της αναγκαίας εργασίας και της υπερεργασίας, των χρονικών διαστημάτων, στα οποία ο εργάτης παράγει την αξία που αναπληρώνει την εργατική του δύναμη και την υπεραξία, αποτελεί το απόλυτο μέγεθος του εργάσιμου χρόνου του - την εργάσιμη μέρα (241). (σ.σ. στο γράφημα α - - - - β - - - - γ, η γραμμή αγ παριστάνει την εργάσιμη μέρα, η γραμμή αβ το μέγεθος του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου και η γραμμή βγ το μέγεθος της υπερεργασίας).

Την υπεραξία που παράγεται με την παράταση της εργάσιμης μέρας την ονομάζω απόλυτη υπεραξία.Αντίθετα, την υπεραξία που προκύπτει από τη συντόμευση του αναγκαίου χρόνου εργασίας και από την αντίστοιχη αλλαγή στη σχέση των μεγεθών των δυο συστατικών μερών της εργάσιμης μέρας την ονομάζω σχετική υπεραξία.(330)

Ξεκινήσαμε από την προϋπόθεση ότι η εργατική δύναμη αγοράζεται και πουλιέται στην αξία της. Η αξία της, όπως και η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή της. Αν λοιπόν η παραγωγή των μέσων συντήρησης που χρειάζεται ο εργάτης κατά μέσο όρο τη μέρα απαιτεί 6 ώρες, πρέπει να εργάζεται κατά μέσο όρο 6 ώρες τη μέρα για να παράγει καθημερινά την εργατική του δύναμη ή για να αναπαράγει την αξία που παίρνει από την πούλησή της. Το αναγκαίο μέρος της εργάσιμης μέρας του είναι στην περίπτωση αυτή 6 ώρες, δηλαδή ένα δοσμένο μέγεθος αν όλοι οι άλλοι όροι μείνουν οι ίδιοι. Αυτό όμως δεν πάει να πει ότι έχει δοθεί κιόλας το μέγεθος της ίδιας της εργάσιμης μέρας.

Ας υποθέσουμε ότι η γραμμή α - - - - - - β παρασταίνει τη διάρκεια ή το μέγεθος του αναγκαίου χρόνου εργασίας, λ.χ. 6 ώρες. Ανάλογα με το αν η εργασία παραταθεί κατά 1, 3 ή 6 ώρες κλπ. πέρα από τη γραμμή αβ, θα 'χουμε 3 διαφορετικές γραμμές:

Εργάσιμη μέρα Ι. α - - - - - - β - γ,

Εργάσιμη μέρα ΙΙ. α - - - - - - β - - - γ,

Εργάσιμη μέρα ΙΙΙ. α - - - - - - β - - - - - - γ,

που παρασταίνουν τρεις διαφορετικές εργάσιμες μέρες, 7, 9 και 12 ωρών. Η γραμμή προέκτασης βγ παρασταίνει τη διάρκεια της υπερεργασίας. Επειδή η εργάσιμη μέρα=αβ+βγ, ή αγ, ποικίλλει ανάλογα με το μεταβλητό μέγεθος βγ. (...) Γι' αυτό οι διακυμάνσεις της εργάσιμης μέρας κινούνται μέσα σε φυσικά και κοινωνικά όρια. Και τα δύο αυτά όρια όμως είναι πολύ ελαστικά και επιτρέπουν τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις. Ετσι βρίσκουμε εργάσιμες μέρες 8, 10, 12, 14, 16 και 18 ωρών, δηλαδή των πιο διαφορετικών μεγεθών.

Ο κεφαλαιοκράτης αγόρασε την εργατική δύναμη στην ημερήσια αξία της. Του ανήκει η αξία χρήσης της για το διάστημα μιας εργάσιμης μέρας. Απέκτησε έτσι το δικαίωμα να βάζει τον εργάτη να δουλεύει γι' αυτόν στο διάστημα μιας μέρας. Τι είναι όμως μια εργάσιμη μέρα; Πάντως λιγότερο από μια φυσική μέρα ζωής. Πόσο λιγότερο; Ο κεφαλαιοκράτης έχει τη δική του άποψη γι' αυτό το ultima thule (έσχατο όριο), για το αναγκαίο όριο εργάσιμης μέρας. Σαν κεφαλαιοκράτης είναι μονάχα προσωποποιημένο κεφάλαιο. Η ψυχή του είναι η ψυχή του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο όμως έχει ένα και μοναδικό κίνητρο ζωής, το κίνητρο να αξιοποιείται, να δημιουργεί υπεραξία, να απορροφά με το σταθερό του μέρος, με τα μέσα παραγωγής, όσο το δυνατό μεγαλύτερη μάζα υπερεργασίας. Το κεφάλαιο είναι πεθαμένη εργασία, που ζωντανεύει μονάχα σαν το βρικόλακα ρουφώντας ζωντανή εργασία και ζει τόσο περισσότερο, όσο περισσότερη ζωντανή εργασία ρουφά. Ο χρόνος που εργάζεται ο εργάτης είναι χρόνος που στη διάρκειά του ο κεφαλαιοκράτης καταναλώνει την εργατική δύναμη που αγόρασε απ' αυτόν. Αν ο εργάτης καταναλώνει το διαθέσιμο χρόνο του για τον εαυτό του κλέβει έτσι τον κεφαλαιοκράτη.

Βλέπουμε πως, αν παραβλέψουμε τα τελείως ελαστικά όρια της εργάσιμης μέρας, η ίδια η φύση της ανταλλαγής εμπορευμάτων δε βάζει καθόλου όρια στην εργάσιμη μέρα, επομένως και στην υπερεργασία. Ο κεφαλαιοκράτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν αγοραστής, όταν προσπαθεί να μεγαλώσει όσο γίνεται την εργάσιμη μέρα και αν είναι δυνατό να κάνει μια εργάσιμη μέρα δύο. Από την άλλη μεριά, η ειδική φύση του εμπορεύματος που πουλήθηκε περικλείει ένα όριο στην κατανάλωσή του από τον αγοραστή και ο εργάτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν πουλητής όταν προσπαθεί να περιορίσει την εργάσιμη μέρα σ' ένα καθορισμένο κανονικό μέγεθος. Επομένως, έχουμε εδώ μιαν αντινομία, δίκαιο ενάντια σε δίκαιο και τα δυο εξίσου κατοχυρωμένα από το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Και ανάμεσα σε δυο δίκαια αποφασίζει η βία. Γι' αυτό, στην ιστορία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, η ρύθμιση της εργάσιμης μέρας παρουσιάζεται σαν πάλη για τα όρια της εργάσιμης μέρας - πάλη ανάμεσα στο συνολικό κεφαλαιοκράτη, δηλαδή την τάξη των κεφαλαιοκρατών, και στο συνολικό εργάτη, δηλαδή την εργατική τάξη". (242 - 246)


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ