Παρασκευή 14 Αυγούστου 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
Ο ΤΑΞΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Η ταξική απονομή του

Γ' και τελευταίο μέρος

Το σχετικό χαμηλό επίπεδο συνειδητοποίησης και οργάνωσης των εργαζόμενων μαζών στην περίοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού επέτρεψε στην εκμεταλλεύτρια αστική τάξη σε μέγιστο βαθμό, χωρίς σοβαρές παραχωρήσεις να εκφράσει στο δίκαιο τα ιδιοτελή συμφέροντά της, που υπαγορεύουν την ενίσχυση της ατομικής ιδιοκτησίας και να τα διασφαλίσει με σκληρές κυρώσεις. Παράλληλα το δίκαιο της αστικής τάξης ρύθμιζε τις υπάρχουσες κοινωνικο- οικονομικές σχέσεις καλύπτοντας με την τυπική ισότητα την οικονομική ανισότητα και με την ελευθερία των συμβάσεων τον εξωοικονομικό εξαναγκασμό. Στην περίοδο του ιμπεριαλισμού αναπτύσσονται ακόμα περισσότερο τα διάφορα συστήματα δικαίου της αστικής κοινωνίας, αντανακλώντας τη διαδικασία της προσαρμογής του στις συνθήκες και στις απαιτήσεις του μονοπωλιακού και σε συνέχεια του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού. Υπό την πίεση των εργαζόμενων και σε συνδυασμό με την αλλαγή της διεθνούς κατάστασης, το αστικό κράτος υποχρεώθηκε να κάνει ορισμένες νομικές παραχωρήσεις στους εργαζόμενους, όπως στο εργατικό δίκαιο, στην εκλογική και στην κοινωνική νομοθεσία. Ως αντίβαρο των νομικών κατακτήσεων των εργαζόμενων, η μονοπωλιακή αστική τάξη χρησιμοποιεί πλατιά την αντιδραστική και την αντεργατική νομοθεσία, η οποία συχνά αντιβαίνει στο Σύνταγμα και στις δημοκρατικές αρχές. Σε συνθήκες της γενικής κρίσης του καπιταλισμού η άρχουσα τάξη παύει να βλέπει στο δίκαιο το κύριο και ικανοποιητικό μέσο υπεράσπισης των κοινωνικών της ερεισμάτων. Σε περιπτώσεις που αυτά απειλούνται, καταφεύγει είτε στον περιορισμό των κοινωνικών δικαιωμάτων είτε ακόμα και στην ολοκληρωτική κατάργησή τους. Αυτή τη διαδικασία στη μαρξιστική ορολογία την ονομάζουν κρίση της αστικής νομιμότητας. Η ταξική ουσία του Κράτους και του δικαίου είναι έκδηλη και στο χώρο της αστικής δικαιοσύνης. Σε μια ταξικά διαρθρωμένη κοινωνία δεν μπορεί να γίνει σοβαρός λόγος για οργάνωση, ανεξαρτησία και απονομή δικαιοσύνης. Η δικαστική εξουσία, τμήμα της ενιαίας κρατικής εξουσίας, οργανώνεται και λειτουργεί και ως προς την απονομή της δικαιοσύνης στα πλαίσια του συγκεκριμένου δικαίου που η κυρίαρχη τάξη δημιουργεί και μέσα στα οποία καλείται ο δικαστής ν' ασκήσει το δικαιοδοτικό του έργο. Δεν μπορεί παρά το έργο του αυτό να νοσεί, να στρέφεται πολλές φορές ενάντια στα δικαιώματα και ελευθερίες των εργαζομένων και να οδηγείται σε αυταρχική κατεύθυνση. Οπως ολόκληρο το αστικό κράτος είναι ταξικό και η δικαστική λειτουργία σαν μέρος αυτού του κράτους είναι ταξική, με την έννοια ότι κατά κύριο λόγο εξυπηρετεί αυτή την οικονομική τάξη που σήμερα μέσα στο δοσμένο αστικό κοινωνικό σύστημα ασκεί την οικονομική και κατά προέκταση την πολιτική εξουσία. Ακόμα δεν πρέπει να διαφεύγει το γεγονός. καθώς γράφει στο έργο του "Κράτος και Επανάσταση" ο Λένιν. ότι "Το δικαστήριο των αστών πάντοτε ήταν και παραμένει όργανο της κυρίαρχης αστική τάξης και εκλεπτυσμένο εργαλείο καταπίεσης και καταστολής της εκμεταλλεύτριας τάξης". Οτι σε στιγμές όξυνσης της ταξικής πάλης αναιρείται η καθιερωμένη νομιμότητα και επιβάλλονται μορφές συνοπτικής διαδικασίας. Οτι σε εποχή γενικής κρίσης μειώνεται ο ρόλος του νόμου, διευρύνεται υπέρμετρα η ελευθερία της δικαστικής κρίσης, πράγμα που από πρακτική άποψη οδηγεί στη δικαστική αυθαιρεσία. Οτι γενική κατεύθυνση της ανάπτυξης του δικαίου των αστικών κρατών είναι το δυνάμωμα της διωκτικής κατασταλτικής του λειτουργίας ενάντια στον αγώνα των εργαζομένων. Και ότι τέλος, η οικονομική ανισότητα και το υψηλό κόστος απονομής της δικαιοσύνης στερεί τους εργαζόμενους του πραγματικού δικαιώματος υπεράσπισης των συμφερόντων τους.

To δίκαιο στην Ελλάδα

Με την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης και ιδιαίτερα των θεωριών περί "πολιτείας Δικαίου", της οποίας δύο κύρια στοιχεία συγκροτούν την έννοιά της, στην Ελλάδα έχουμε: α) Το χωρισμό των λειτουργιών και β) Την υποταγή της διοίκησης στο νόμο, των δύο προδρόμων αυτής του Μοντεσκιέ και του Ρουσσώ. Τα Ελληνικά Συντάγματα που ψηφίστηκαν από το έτος 1821 μέχρι την εγκαθίδρυση της μοναρχίας, θέσπιζαν τη διάκριση των τριών λειτουργιών χωρίς όμως να θεσπίζουν και εγγυήσεις υπέρ της δικαστικής ανεξαρτησίας. Στο Σύνταγμα του 1844 θεσπίστηκε και πάλι η διάκριση των λειτουργιών και επί πλέον η ισοβιότητα των δικαστών. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 87 αυτού, θα ετίθετο εις εφαρμογή με νόμο, ο οποίος έπρεπε να εκδοθεί μετά παρέλευση χρονικού διαστήματος 5 χρόνων. Ο νόμος αυτός μέχρι την έξωση του Οθωνα δεν είχε εκδοθεί. Η ισοβιότητα που θεσπίστηκε με τη διάταξη του άρθρου 88 του Συντάγματος του 1864 ίσχυσε από το 1868 για τους Αεροπαγίτες και Εφέτες και από το 1870 για τους Πρωτοδίκες. Εξαιρέθηκαν από την ισοβιότητα οι εισαγγελείς, αντεισαγγελείς και ειρηνοδίκες. Το Σύνταγμα του έτους 1911 όρισε για πρώτη φορά ότι οι εισαγγελείς, αντεισαγγελείς και ειρηνοδίκες είναι μόνιμοι, και δεν παύονται χωρίς δικαστική απόφαση. Το ίδιο Σύνταγμα θέσπισε ότι οι τοποθετήσεις, οι μεταθέσεις και προαγωγές γίνονται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Μέχρι το 1911 οι διορισμοί, οι μεταθέσεις και οι προαγωγές γίνονταν από την εκτελεστική εξουσία με αποτέλεσμα η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης να είναι κενό γράμμα και η μόνη εγγύηση, η ισοβιότητα που είχε καθιερωθεί, να είναι χωρίς καμία σημασία. Το Σύνταγμα του 1952 ακολούθησε τις αρχές του Συντάγματος του 1911, αλλά μέσα στα 64 χρόνια που μεσολαβούν από το 1911 μέχρι το 1975 που ψηφίστηκε το ισχύον Σύνταγμα, καθώς τούτο ισχύει μετά την αναθεώρησή του το έτος 1986 από τη ΣΤ Αναθεωρητική Βουλή, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και οι εγγυήσεις της καταλύθηκαν δώδεκα τουλάχιστον φορές (1917, 1920, 1923, 1925, 1926, 1935, 1936, 1940, 1941 - 1944, 1945, 1948 και 1967). Το Ε κεφάλαιο του ισχύοντος Συντάγματος 1975/1986 (άρθρα 87 έως 100) είναι αφιερωμένο στη δικαστική λειτουργία του πολιτεύματος. Υστερα από το Σύνταγμα 1975/1986 και τις εγγυήσεις που αυτό παρέχει στους δικαστές, ισοβιότητα, ανεξαρτησία στο δικαιοδοτικό τους έργο και αποδοχές ανάλογες προς το λειτούργημά τους, είναι άραγε εξασφαλισμένη η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης; Η απάντηση είναι αρνητική για τους εξής λόγους: 1) όταν μιλούμε περί χωρισμού των λειτουργιών είναι δυνατό να εννοούμε είτε το ουσιαστικό είτε τον τυπικό ή οργανικό χωρισμό. Ο ουσιαστικός χωρισμός είναι η διάκριση των ενεργειών της πολιτείας κατά τη φύση αυτών σε τρεις κατηγορίες, δηλαδή η πολιτεία ή θα νομοθετεί ή θα εκτελεί το νόμο ή θα δικάζει. Η διάκριση όμως αυτή έχει χαρακτήρα καθαρά θεωρητικό και φιλοσοφικό και βρίσκεται στον κόσμο των εννοιών. Συνέπειες πρακτικές αποχτάει ο ουσιαστικός χωρισμός των λειτουργιών, μόνο όταν συνοδεύεται από τον τυπικό ή οργανικό χωρισμό, όταν δηλαδή υπάρχει ανάθεση μιας εκάστης των λειτουργιών σε ιδιαίτερα όργανα. Διάκριση των λειτουργιών δεν υπάρχει. Σήμερα υπάρχει αυτό το οποίο ονομάζεται στην επιστημονική νομική ορολογία διασταύρωση ή σύγχυση λειτουργιών με τάση την επέκταση του έργου της εκτελεστικής λειτουργίας στο έργο των δύο άλλων λειτουργιών. Η εκτελεστική εξουσία βάσει των διατάξεων του ισχύοντος Συντάγματος, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου και κατά το χρόνο απουσίας της Βουλής δικαιούται να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα. Δικαιούται ακόμα κατά Συνταγματική εξουσιοδότηση να εκδίδει κανονιστικά διατάγματα, καθώς και κανονιστικά διατάγματα κατά νομοθετική εξουσιοδότηση. Κανονιστικές πράξεις μπορούν να εκδίδουν και άλλα εκτελεστικά όργανα, όπως υπουργοί, νομάρχες, αστυνομικές και δασικές αρχές κλπ. Ολες αυτές οι πράξεις είναι νομοθετικού περιεχομένου και είναι πηγές του διοικητικού δικαίου. 2) Η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 90 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζει: "Οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και των αντιπροέδρων του Συμβουλίου Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του υπουργικού Συμβουλίου. Η προαγωγή στη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενεργείται με όμοιο διάταγμα. Οι αποφάσεις ή πράξεις κατά τις διατάξεις αυτού του άρθρου δεν προσβάλλονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το ίδιο λοιπόν το Σύνταγμα, ενώ με διάφορες διατάξεις του διακηρύσσει πανηγυρικά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 90 την αναιρεί. Η επιλογή της δικαστικής ηγεσίας από το Υπουργικό Συμβούλιο, αυτονόητο είναι ότι θέτει τα ανώτατα δικαστήρια κάτω από την επιρροή της εκτελεστικής εξουσίας, αφού όχι μόνο τα προεδρεία τους είναι κυβερνητικής εμπιστοσύνης, αλλά και τα υπόλοιπα μέλη τους από την κυβέρνηση αναμένουν να επιλεγούν στις θέσεις αυτές, που φυσικό είναι να φιλοδοξούν να τερματίσουν τη μακρόχρονη σταδιοδρομία τους. 3) Βάθρο της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης είναι η αυτοδιοίκησή της, η αυτόνομη δηλαδή διαχείριση των υπηρεσιακών και πειθαρχικών υποθέσεων των προσώπων που τη συγκροτούν. Αλλά με το σύστημα του διορισμού της ηγεσίας των Ανώτατων Δικαστηρίων από την κυβέρνηση και το σύστημα της αυτοδιοίκησης της δικαιοσύνης υπονομεύεται αποφασιστικά. Τα όργανα διαχείρισης είναι τα ανώτατα δικαστικά συμβούλια. Αυτά είναι αρμόδια, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 90 του ισχύοντος Συντάγματος και τη διάταξη του άρθρου 49 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών για τις προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών και συγκροτούνται σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του ιδίου άρθρου 90 του Συντάγματος από τον Πρόεδρο του οικείου ανώτατου δικαστηρίου και από τα μέλη του ίδιου δικαστηρίου, που ορίζονται με κλήρωση μεταξύ εκείνων που έχουν τουλάχιστον δύο ετών υπηρεσία στο δικαστήριο αυτό. Στο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο της Πολιτικής και Ποινικής δικαιοσύνης ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και στου Ελεγκτικού Συνεδρίου ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας που υπηρετεί σ' αυτό. Δηλαδή τα ανώτατα δικαστικά συμβούλια συγκροτούνται από πρόσωπα που ή για τη θέση που κατέχουν έχουν επιλεγεί από την κυβέρνηση ή αναμένουν να επιλεγούν στις ύπατες θέσεις.

Η αρχή της ισονομίας

Εχοντας, λοιπόν, κάτω από την επιρροή της τα ανώτατα δικαστικά συμβούλια η Εκτελεστική Εξουσία μπορεί να χρησιμοποιεί την προαγωγή, τη στασιμότητα, τη δυσμενή μετάθεση κλπ., σαν μέσα πίεσης των δικαστών που δε δείχνουν προθυμία να συμπαρασταθούν στο έργο της. Και αποκορυφώνεται η πραγματικότητα αυτή από μια σειρά άλλους περιορισμούς. Πρώτα αποκλείεται η προσβολή των σχετικών αποφάσεων και πράξεων στο Συμβούλιο Επικρατείας (παρ. 6, άρθρ. 90 Συντ.). Επειτα ο υπουργός έχει το δικαίωμα να διαφωνεί με τις αποφάσεις των ανώτατων δικαστικών συμβουλίων και παραπέμπει το σχετικό ζήτημα στην ολομέλεια του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου. (παρ. 3 άρθρο 90 Συντ.). Ετσι όμως αναμφισβήτητα εκφράζει γνώμη για ζήτημα που κρίθηκε. Γνώμη που εξ αιτίας του κύρους του σαν ανώτατου προϊσταμένου της δικαστικής λειτουργίας έχει μεγάλη βαρύτητα. Τέλος, ανάλογη είναι και η σύνθεση του ανώτατου πειθαρχικού συμβουλίου της δικαστικής λειτουργίας, ενώ τα κατώτερα πειθαρχικά (πρώτου και δεύτερου βαθμού) συμβούλια συγκροτούνται από πρόσωπα που η υπηρεσιακή τους κατάσταση καθορίζεται από το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο του κλάδου που ανήκουν.

4) Με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων είτε παράλληλα με την άσκηση των κυρίων καθηκόντων είτε αποκλειστικά. Με τη διάταξη αυτή δημιουργείται καθεστώς ευνοιοκρατίας υπέρ ορισμένων δικαστών (διορισμοί σε επιτροπές με πρόσθετες αμοιβές, καθώς και στενή επαφή με μέλη της κυβέρνησης (π. χ. ο διορισμός συμβούλων της Επικρατείας σαν νομικών συμβούλων της Προεδρίας ή του Πρωθυπουργού κλπ. με αποτέλεσμα οι δικαστές αυτοί να μην είναι ανεπηρέαστοι στο δικαιοδοτικό τους έργο και αν όχι ενσυνείδητα να ρέπουν όμως προς υποστήριξη της κυβερνητικής πολιτικής σε υποθέσεις που εκδηλώνεται κυβερνητικό ενδιαφέρον. 5) Στην αντίληψη της αστικής τάξης για τη δικαιοσύνη επικρατούν τα εξής στοιχεία: 1) Αναγνώριση της γενικής ισονομίας. 2) Παραπέρα εμπέδωση του γραπτού δικαίου σε βάρος του εθιμικού και 3) Εμπέδωση της οργάνωσης μονίμων τακτικών επαγγελματικών δικαστηρίων και καθιέρωση της ανεξαρτησίας τους. Η αρχή αυτή της ισονομίας που τόσο διακηρύσσεται από τους πολιτικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης θα είχε νομική συνέπεια και σημασία, εάν ταυτόχρονα με αυτή, υπήρχαν και οι προϋποθέσεις εκείνες, ώστε στο βαθμό του δυνατού να μπορούν και οι ασθενέστερες τάξεις να κάνουν χρήση και επίκληση αυτής της αρχής, για να μη μένει μόνο στον κόσμο των εννοιών. Από αυτή την ενδεικτική και μόνο απαρίθμηση γίνεται γνωστό ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος σοβαρός, περί ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και στη χώρα μας.

Αυτή είναι και παραμένει ταξική. Τρανή απόδειξη αποτελεί το γεγονός του τρόπου αντιμετώπισης των διεκδικητικών αγώνων των εργαζομένων. Ολες οι μέχρι σήμερα αποφάσεις που έχουν εκδοθεί έχουν κηρύξει τις απεργίες παράνομες και καταχρηστικές και έχουν εκδοθεί σ' ελάχιστο μετά τη συζήτηση, χρόνο, ενώ όταν πρόκειται περί διεκδικήσεων των εργαζομένων κατά της εργοδοσίας οι αποφάσεις εκδίδονται κατά κανόνα μετά παρέλευση έτους και αυτές όχι κατά κανόνα ευνοϊκές.

Κώστας ΤΟΥΜΑΣΑΤΟΣ

Δικηγόρος

Μέλος του ΚΜΕ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ