Κυριακή 29 Νοέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 34
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Καθαρή κλοπή τρεισήμισι μισθών!
  • Εφιαλτικά στοιχεία για τις επιπτώσεις της εισοδηματικής πολιτικής στους μισθούς των εργαζομένων
  • Από 500.000 δραχμές μέχρι και 1,1 εκατομμύριο οι απώλειες μόνο για την περίοδο 1997-99

Σε απροκάλυπτη φαλκίδευση του συνολικού συστήματος μισθοδοσίας των εργαζομένων στο δημόσιο αποβλέπει η κυβέρνηση Σημίτη με το νέο μισθολόγιο. (...) Αναμφισβήτητος στόχος της κυβέρνησης αναδεικνύεται η επιβολή μιας μακρόχρονης, χωρίς τέλος, λιτότητας για τους εργαζόμενους.

(ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 9 Γενάρη 1997)

Τουλάχιστον τρεισήμισι μισθούς θα έχει πληρώσει στο τέλος του 1999 ο κάθε εργαζόμενος του δημοσίου, στο βωμό της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης και των ψευτοεθνικών στόχων που έθεσε η κυβέρνηση Σημίτη, όταν εκβίασε την ψήφο των εργαζομένων το 1996.

Τουλάχιστον από 550 χιλιάδες δραχμές μέχρι και 1,1 εκατομμύριο θα έχουν υφαρπάξει οι κυβερνώντες από τους εργαζόμενους από τη στιγμή που εφαρμόστηκε το νέο μισθολόγιο μέχρι τα τέλη του 1999, αν τελικά "περάσει" η εισοδηματική πολιτική των 100 δραχμών αύξηση τη μέρα που ανακοινώθηκε για τον επόμενο χρόνο.

Τα στοιχεία, όπως και να τα διαβάσει κανείς, είναι εφιαλτικά. Σε τέτοιο βαθμό που στο φόντο των κυβερνητικών αποπροσανατολισμών και των επίσημων αναφορών περί δήθεν προστασίας του λαϊκού εισοδήματος, μπορεί να φαίνονται υπερβολικά. Ακόμα και αυτοί που βιώνουν την καθημερινή χειροτέρευση του βιοτικού τους επιπέδου, ίσως να δυσκολεύονται να χωνέψουν το μέγεθος της ανοιχτής λεηλασίας που γίνεται σε βάρος τους. Η κυριότερη συμβολή των σημερινών επεξεργασιών του "Ρ" ίσως να βρίσκεται στο γεγονός ότι στηρίζονται αποκλειστικά στα επίσημα στοιχεία. Σε στοιχεία δηλαδή που και ο τελευταίος εργαζόμενος ξέρει ότι με κάθε τρόπο "μαγειρεύονται" από τα αρμόδια κυβερνητικά επιτελεία, των οποίων στόχος είναι να συγκαλύπτουν στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τις επιπτώσεις που έχει η εφαρμοζόμενη πολιτική στο μέσο εργαζόμενο της χώρας. Επειδή όμως λόγος γίνεται για μια πολιτική ολομέτωπης επίθεσης σε βάρος των εργαζομένων, οι συνέπειές της δεν είναι δυνατόν να αποκρυβούν ούτε καν από τα επίσημα στοιχεία. Τα πράγματα βέβαια για τους εργαζόμενους δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνεται από τους σημερινούς πίνακες. Είναι ακόμα χειρότερα!.Και πώς θα ήταν διαφορετικά, αφού η κλοπή των ποσών στα οποία αναφερόμαστε προέρχεται μόνο από τη ληστεία που γίνεται μέσω της εισοδηματικής και φορολογικής πολιτικής. Δηλαδή, σ' αυτά τα στοιχεία δε συνυπολογίζονται οι άλλοι παράγοντες που διαμορφώνουν το επίπεδο ζωής των εργαζομένων, το οποίο επιδεινώνεται με ραγδαίους ρυθμούς από τον ένα χρόνο στον άλλο. Και κάτι ακόμα: Τα συγκεκριμένα στοιχεία αφορούν μόνο κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα. Η κατάσταση στον ιδιωτικό τομέα είναι σαφώς πολύ χειρότερη, αφού εκεί τα εισοδήματα είναι μικρότερα και μ' αυτή την έννοια η απώλεια κάθε δραχμής από την αγοραστική δύναμη έχει περισσότερες επιπτώσεις στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.

Απλές αριθμητικές πράξεις

Το μέγεθος της κλοπής των εισοδημάτων, που αποκαλύπτει σήμερα ο "Ρ", στηρίζεται σε απλές αριθμητικές επεξεργασίες των επίσημων στοιχείων για την εισοδηματική πολιτική και την εξέλιξη του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, όπως υπολογίζεται από τη Στατιστική Υπηρεσία. Τα αριθμητικά συμπεράσματα που υπάρχουν στους πίνακες, με ακρίβεια που προσεγγίζει το 100%, αφορούν εργαζόμενους του δημοσίου που αμείβονται με βάση το λεγόμενο "Νέο Μισθολόγιο" και οι αποδοχές των οποίων αθροίζονται από το βασικό μισθό, το χρονοεπίδομα, το επίδομα εξομάλυνσης και το λεγόμενο κίνητρο απόδοσης. Για όσους έχουν οικογενειακά επιδόματα, ή εκείνους που απασχολούνται στους τομείς της Παιδείας και της Υγείας κλπ. και εισπράττουν κάποια δραχμικά επιδόματα, οι απώλειες είναι αισθητά μεγαλύτερες, αφού τα επιδόματα αυτά μένουν στάσιμα στα επίπεδα του 1997.

Μία παραδοχή που γίνεται για τις σημερινές επεξεργασίες με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής. Τα στοιχεία, τα εισοδήματα και η εξέλιξή τους, όπως επίσης και οι σχετικές απώλειες, δεν παίρνουν υπόψη τους την τεράστια αφαίμαξη εισοδημάτων που υπέστησαν οι εργαζόμενοι, λόγω πολιτικής λιτότητας, όλα τα προηγούμενα χρόνια μέχρι και το 1996.Ολοι οι υπολογισμοί γίνονται στη βάση ότι τόσο οι μισθοί, όσο και ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή έχουν αφετηρία την 1η Γενάρη του 1997 και άρα οι όποιες συνέπειες αφορούν την περίοδο από την 1/1/1997 μέχρι και την 31/12/1999. Ακόμα πρέπει να έχουμε υπόψη μας:

Πρώτον,ότι για τον υπολογισμό του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή αξιοποιούνται τα επίσημα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας και οι επίσημες κυβερνητικές προβλέψεις (για φέτος και το 1999), όπως εμφανίζονται στην Εισηγητική Εκθεση του κρατικού προϋπολογισμού για το 1999.

Δεύτερον,για να αποφευχθούν οι τεράστιοι πίνακες που αναφέρονται στα μισθολογικά κλιμάκια με βάση το μορφωτικό επίπεδο των εργαζομένων, στους πίνακες αξιοποιούνται, ανά 100.000 δραχμές, οι καθαρές ετήσιες αποδοχές (μηνιαία εκκαθάριση χ 24) των εργαζομένων με τα χαμηλότερα εισοδήματα μέχρι το τελευταίο κλιμάκιο του μισθολογίου.

Τρίτον,για την καλύτερη παρακολούθηση της λογικής επεξεργασίας των στοιχείων, κάθε στήλη είναι αριθμημένη, ενώ αναφέρονται και οι σχετικές πράξεις που γίνονται μεταξύ διαφόρων στηλών.

Η πρώτη στήλη (1) είναι στον καθένα κατανοητή. Η δεύτερη αποτελεί απλή προσαρμογή της προηγούμενης στην εισοδηματική πολιτική του 2,5%. Η αύξηση βέβαια του ετήσιου εισοδήματος δεν είναι 2,5%, αλλά 1,25%. Αυτό γίνεται επειδή βάσει του σχετικού νόμου η εισοδηματική πολιτική δεν αφορά το συνολικό μισθό, αλλά μόνο το βασικό μισθό και το χρονοεπίδομα. Το ίδιο ισχύει και για τη στήλη (3), δηλαδή τα αντίστοιχα εισοδήματα του 1999. Μόνο που εδώ το ποσοστό της αύξησης είναι ακόμα μικρότερο (0,8%), επειδή υπάρχει και συμπληρωματική φορολογική επιβάρυνση λόγω μη τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας.

Οι στήλες του δεύτερου πίνακα εμφανίζουν πώς θα έπρεπε να διαμορφωθούν τα εισοδήματα προκειμένου να μην υποστούν οι εργαζόμενοι απώλειες στην αγοραστική τους δύναμη. Προσοχή: Λόγος δε γίνεται για πραγματικές αυξήσεις, αλλά για προσαρμογή των μισθών στα όρια της αύξησης του επίσημου τιμάριθμου. Με δεδομένο ότι το σημείο εκκίνησης (και για τους μισθούς και για τον τιμάριθμο) είναι η 1η Γενάρη του 1997, οι στήλες (3), (4) και (5) είναι προσαυξημένες με αντίστοιχα ποσοστά της επίσης αύξησης του ΔΤΚ.

Ο τρίτος πίνακας δείχνει τις εισοδηματικές απώλειες, όπως προκύπτουν από την αφαίρεση των μισθών που δόθηκαν με την εισοδηματική πολιτική (πρώτος πίνακας) και το πώς θα έπρεπε αυτοί να διαμορφωθούν, ώστε να μην υπάρχει μείωση της αγοραστικής δύναμης (τρίτος πίνακας).

Τα στοιχεία είναι καταλυτικά. Μέσα σε τρεις μόνο χρονιές η "εκσυγχρονιστική" εκδοχή της λιτότητας αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο τις προϋποθέσεις που είχαν δημιουργήσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, για να εκδηλώσει μια ακόμα πρωτοφανή επίθεση στα λαϊκά εισοδήματα. Στις συσσωρευμένες από την προηγούμενη δεκαετία εισοδηματικές απώλειες που επιβλήθηκαν με το πρόσχημα της "σταθεροποίησης", ενόψει της "ενιαίας αγοράς του 1992", αργότερα λόγω των κρατικών ελλειμμάτων, τώρα έρχεται να προστεθεί η λεηλασία των εισοδημάτων χάριν της ΟΝΕ και του προγράμματος "σύγκλισης". Το κύριο, στο θέμα των εισοδηματικών εξελίξεων - και όχι μόνο - είναι ότι αυτή ακριβώς η πολιτική δε θα πρέπει πλέον να αιφνιδιάζει τους εργαζόμενους της χώρας. Το αντίθετο μάλιστα. Αναγκαίο είναι να γίνει σε όλους μας συνείδηση - ακόμα και σε όσους ενδεχόμενα διατηρούν τις όποιες επιφυλάξεις και ψευδαισθήσεις - ότι η απαρέγκλιτη διαιώνιση και διεύρυνση αυτής της πολιτικής, αποτελεί βασική προϋπόθεση για να υλοποιηθούν τα σχέδια της άρχουσας τάξης, που θέλει - και μέσα από τους επίσημους μηχανισμούς κατανομής και αναδιανομής των εισοδημάτων - να εξασφαλίζει όλο και περισσότερα κέρδη σε βάρος των εισοδημάτων των εργαζομένων και του παραγόμενου πλούτου της κοινωνίας συνολικά. Πρόκειται για μια πολιτική δηλαδή, στην οποία μπορεί να μπει φραγμός, μόνο στο βαθμό που οι θιγόμενοι από τα αποτελέσματά της, συγκροτήσουν το δικό τους μέτωπο αντίστασης προκειμένου να την ανατρέψουν.

Κ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ