Κυριακή 6 Δεκέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
"Κεντροαριστερά" και "Μανιφέστο"

Φαίνεται πως η εφαρμογή της αντιδραστικής αντιλαϊκής πολιτικής για την ΟΝΕ απαιτεί μεγάλη και συνεχώς ανανεούμενη ευρηματικότητα, για την όσο γίνεται πιο ανώδυνη για το σύστημα εφαρμογή της. Ο λόγος για το "μανιφέστο" των 11 "κεντροαριστερών" κυβερνήσεων κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, (ΕΕ), για ένα "Νέο δρόμο - Οικονομική μεταρρύθμιση στο πλαίσιο της ΟΝΕ". Οι τεράστιες δυσκολίες, που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις στην εφαρμογή της στρατηγικής του κεφαλαίου στα κράτη - μέλη της ΕΕ από τις ολοένα και πιο ογκούμενες λαϊκές αντιδράσεις, τους αναγκάζουν στη συνεχή αναμόρφωση, όχι της τακτικής τους, αλλά των προπαγανδιστικών εργαλείων επίδρασης στις λαϊκές συνειδήσεις, προκειμένου να κάμψουν τη δυσαρέσκεια, την αγανάκτηση, προς αποφυγή μετατροπής της σε αμφισβήτηση του ίδιου του οικοδομήματος, αλλά και της προοπτικής ανατροπής της πολιτικής που ασκούν προς όφελος των ισχυρών καπιταλιστών. Ετσι, δεν παραιτούνται από το να προσδώσουν την πρέπουσα αίγλη στη διαβόητη "κεντροαριστερά", με προσδιορισμούς που πάνε να δημιουργήσουν την αίσθηση (αυταπάτη είναι στην πραγματικότητα) ότι υπάρχουν περιθώρια, δυνατότητες και προοπτική να ασκείται πολιτική για την ΟΝΕ, αλλά με κοινωνικά κριτήρια. Γεγονός, που η "Δεξιά" ή ο "νεοφιλευθερισμός" δεν μπορούν να το κάνει, ενώ τα κομμουνιστικά κόμματα που εναντιώνονται υπονομεύουν το μέλλον της ΕΕ, άρα και την ευημερία των λαών, την οποία μόνο η "κεντροαριστερά" μπορεί να προσφέρει. Και νομίζουν ότι έτσι και την αντιδραστική πολιτική εις βάρος της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων μπορεί να εφαρμόζουν και ως φιλολαϊκή να την παρουσιάζουν, διεκδικώντας την εξασφάλιση της λαϊκής υποστήριξης. Αλλωστε, η σοσιαλδημοκρατία πάντα αυτό το ρόλο εκπλήρωνε για τα μονοπώλια, προκειμένου να σταθεροποιεί την εξουσία τους.

* * *

Η ουσία, βεβαίως, του "νέου" εγχειρήματος με το "Μανιφέστο της κεντροαριστεράς", μπορεί να εκληφθεί ως ένας μάλλον προπαγανδιστικός ελιγμός, αφού δεν αμφισβητεί (ίσα - ίσα στέκεται με ευλάβεια), ούτε τις Συνθήκες Μάαστριχτ - Αμστερνταμ, ούτε το Σύμφωνο Σταθερότητας. Εμφανίζεται, όμως, σαν προσπάθεια αναζήτησης λύσεων στο πρόβλημα της ανεργίας και της κοινωνικής πολιτικής, που, επί της ουσίας, δεν αλλάζει τίποτα από τη μέχρι τώρα γραμμή πλεύσης, "ως προς τη συνέχεια της ΟΝΕ, την κρίση του κοινωνικού κράτους και των εργασιακών σχέσεων στην Ευρώπη, το μοντέλο παγκοσμιοποίησης...", ("Καθημερινή" 29/11/98). Γίνεται, επίσης, προσπάθεια, τα μέτρα που απορρέουν από την πολιτική, που ήδη εφαρμόζεται, να παρουσιαστούν ως νέα, που αντισταθμίζουν τη μέχρι σήμερα σκληρή πραγματικότητα για την εργατική τάξη και τη νεολαία με τις συνέπειες από την εφαρμογή τους. Και ποια είναι αυτά; "...αντί της χορήγησης επιδομάτων στους ανέργους, κίνητρα για την εξεύρεση και ανάληψη εργασίας. Μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις, εφόσον αυξάνουν τις θέσεις εργασίας. Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τις επιχειρήσεις, ως κίνητρο για νέες προσλήψεις, μείωση του χρόνου εργασίας, των υπερωριών και μερική απασχόληση, και 35ωρο" ("Βήμα" 29/11/98). Εδώ δεν υπάρχει πουθενά η σταθερότητα του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, που σημαίνει ευελιξία, άρα και ένταση της εκμετάλλευσης. Τελευταία, και ο πρωθυπουργός κάνει λόγο για την εφαρμογή του 35ωρου, αλλά, ήδη, όλα τα παραπάνω "νέα μέτρα" που προτείνονται είναι, όχι μόνο παλιά, αλλά και θεσμοθετημένα με το νόμο που ανέτρεψε τις εργασιακές σχέσεις, με το συμπλήρωμα της καταστροφής της κοινωνικής ασφάλισης (το νομοσχέδιο είναι ήδη στη Βουλή), ενώ εφαρμόζεται και η επιδότηση των επιχειρηματιών για θέσεις εργασίας. Ολα, δε, αυτά βαφτίστηκαν και ως "Τρίτος δρόμος για την ΟΝΕ". Αυτή είναι η πολιτική της "κεντροαριστεράς" για την εργατική τάξη. Της "κεντροαριστεράς", που και στην Ελλάδα έχει ήδη παρελθόν στο πολιτικό επίπεδο, αν και σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος στη ρότα των συμμαχικών κυβερνητικών σχημάτων έρχεται και επανέρχεται στο προσκήνιο, με πιο πρόσφατη την παρέμβαση του υπουργού Εξωτερικών, αλλά και με την ανυπομονησία του ΣΥΝ να αναλάβει ρόλο σ' αυτό το επίπεδο.

* * *

Η "κεντροαριστερά" γίνεται προσπάθεια να ζυμωθεί στις λαϊκές συνειδήσεις με τα παραδείγματα των κυβερνήσεων της "ΕΛΙΑΣ" στην Ιταλία, του Μπλερ (Εργατικό Κόμμα) στην Αγγλία και του Ζοσπέν (συνεργασία σοσιαλιστών - κομμουνιστών) στη Γαλλία, που έδωσαν νέα "αίγλη" στην "κεντροαριστερά", ενώ σήμερα εκθειάζεται το πείραμα Ντ' Αλέμα στην Ιταλία από τον "ομοϊδεάτη" ΣΥΝ και αναζωπυρώθηκε μετά την εκλογική νίκη των σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία. Η σύλληψη της ιδέας στην Ελλάδα έγινε σχεδόν ταυτόχρονα από το υπό τον Κ. Σημίτη ΠΑΣΟΚ, και το ΣΥΝ, σαν μια προσπάθεια προσέγγισής τους, με στόχο τη διαχείριση της πολιτικής της άρχουσας τάξης της Ελλάδας, ώστε η καπιταλιστική κοινωνία της χώρας να προσαρμοστεί στα δεδομένα, τα οποία προκύπτουν μετά από μια σειρά σημαντικές εξελίξεις και ανάγκες που δημιουργεί η ίδια η εξέλιξη του καπιταλισμού. Ανάγκες, που προκύπτουν από τη γοργή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και δημιουργούν νέες δυνατότητες για αύξηση των κερδών, από την, επίσης, μεγάλη ένταση της διεθνοποίησης, που δημιουργεί οξύτατους ανταγωνισμούς ανάμεσα στα μονοπώλια, αλλά και τις δυσκολίες του ίδιου του καπιταλισμού να αντεπεξέλθει σ' αυτές τις αντικειμενικές συνθήκες, από την επίσης αντικειμενική πραγματικότητα που γεννά η ίδια η οικονομική κρίση.

* * *

Η αστική τάξη στην Ελλάδα απαιτεί την εφαρμογή πολιτικής για τις αναγκαίες αναπροσαρμογές του καπιταλισμού, προκειμένου να ενσωματωθεί η χώρα στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, και με πιο σημαντικό στοιχείο την αναγκαία πολιτική για είσοδο στην ΟΝΕ και το ΕΥΡΩ. Αυτές ήδη εφαρμόζονται, με τις ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων του δημοσίου, αλλά και κοινωνικών τομέων (εκπαίδευση, υγεία, πρόνοια), καθώςκαι με την πολιτική της έντασης της λιτότητας, της ανατροπής των εργασιακών σχέσεων, της καταστροφής του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, με αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας και την αδυναμία των λαϊκών στρωμάτων να ζουν στοιχειωδώς ανθρώπινα, με την ένταση των ταξικών φραγμών στη μόρφωση, με την προώθηση του "εθελοντισμού και της φιλανθρωπίας", με την αδυναμία στα φτωχά λαϊκά στρώματα να εξασφαλίζουν την υγεία τους. Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής απαιτεί και το ανάλογο ιδεολογικοπολιτικό περίβλημα, ώστε να εφαρμόζεται με την ανοχή ή και την υποταγή των εργαζομένων σ' αυτήν. Το γεγονός ότι αυτή η ίδια πολιτική εφαρμόζεται, τόσο από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όσο και από τα νεοφιλελεύθερα, επέβαλε τη σύλληψη της "κεντροαριστεράς", των "μανιφέστων", του "Τρίτου δρόμου", σαν τη μόνη δύναμη, που μπορεί με την πολιτική της να υπηρετήσει την αστική τάξη, αλλά σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση της δράσης των λαϊκών μαζών. Το ζητούμενο ήταν και είναι η δημιουργία ενός πολιτικού πόλου, που να μπορεί να εφαρμόζει αστική πολιτική, αλλά να πείθει το λαό ότι είναι, ταυτόχρονα, και φιλολαϊκή. Που να μπορεί να συσπειρώνει πλατιές λαϊκές μάζες, οι οποίες να συναινούν στην αντιλαϊκή πολιτική με την επιβολή της ταξικής συνεργασίας. Που θα μπορεί, όχι μόνο να αντιμετωπίζει με επιτυχία τους ταξικούς αγώνες υπέρ της αστικής τάξης, αλλά να εκτονώνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, να αμβλύνει τις ταξικές αντιθέσεις ή και να είναι ικανή να προλαβαίνει την ανάπτυξη της λαϊκής πάλης πριν αυτή εκδηλωθεί. Ταυτόχρονα, βολιδοσκοπείται η δημιουργία μιας συνεργασίας ανάμεσα σε όσες πολιτικές δυνάμεις έχουν την ίδια ή παρόμοια πολιτική (στην περίπτωση της Ελλάδας το ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΝ), δηλαδή πολιτική που προσπαθεί να εξυπηρετήσει το καπιταλιστικό σύστημα και τις αναπροσαρμογές που επιχειρεί, αυτή που εφαρμόζεται σήμερα. Να εμφανίσουν, δηλαδή, ένα ευρύτατο φάσμα πολιτικών δυνάμεων που συναινούν στη διαχείριση αυτής της πολιτικής, ώστε να παραπλανούν τις λαϊκές μάζες και να συναινέσουν οι ίδιες σε μια πολιτική που είναι ενάντιά τους. Επιδιώκεται η επίδραση στη συνείδηση των εργαζομένων, των λαϊκών μαζών, ότι δεν υπάρχει σήμερα άλλος δρόμος, από την ταξική συνεργασία με την άρχουσα τάξη και την εφαρμογή μιας πολιτικής, που υποτίθεται ότι μπορεί να απαντά και να ικανοποιεί ταυτόχρονα και τα συμφέροντα των αστών και τα συμφέροντα των εργατών και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.

* * *

Ολη η αυτή η προσπάθεια έχει σχέση με την αγωνία που διακατέχει το ίδιο το σύστημα. Αγωνία για το ποια πολιτική μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις αντιθέσεις του, να δημιουργήσει προϋποθέσεις, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί η ίδια η ΕΕ σαν ιμπεριαλιστικό κέντρο στο διεθνή ανταγωνισμό, με δεδομένο ότι θα οξύνουν αντικειμενικά και τις ταξικές αντιθέσεις σε κάθε χώρα, γι' αυτό και καταφεύγουν στα "μανιφέστα". Οι αγώνες που αναπτύχθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν, αυτοί που βρίσκονται σε εξέλιξη στην Ελλάδα, από τμήματα της εργατικής τάξης, την αγροτιά, τους μαθητές, τους φοιτητές, δείχνουν αυτή την όξυνση. Η οικονομική κρίση, επίσης, θα δημιουργεί συνθήκες παραπέρα όξυνσης των αντιθέσεων του καπιταλισμού και διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων του. Προσπαθούν, λοιπόν, να βρουν διέξοδο σε πολιτικό επίπεδο, όσο να γίνεται πιο ανώδυνη η προώθηση του διαβόητου "εθνικού στόχου" της αστικής τάξης της Ελλάδας, της ΟΝΕ. Προσπαθούν, επίσης, να μετατοπίσουν τις πραγματικές διαχωριστικές γραμμές στο πολιτικό επίπεδο, με τα δίπολα "δεξιά πολιτική - αντιδεξιά πολιτική", ή "Δεξιά - Αριστερά", ή "κεντροδεξιά - κεντροαριστερά", δημιουργώντας παραπλανητική εικόνα για την πραγματική αντίθεση στο κοινωνικό επίπεδο, που είναι, από τη μια μεριά, η αστική τάξη και τα συμφέροντά της και, από την άλλη, η εργατική τάξη, οι σύμμαχοί της και τα δικά τους συμφέροντα. Επομένως, στο πολιτικό επίπεδο αυτό εκφράζεται με την πολιτική που εφαρμόζουν σήμερα οι κυβερνήσεις και ανέχονται ή αποδέχονται τα άλλα κόμματα της διαχείρισης, με την αποδοχή του στρατηγικού στόχου της άρχουσας τάξης για την ενσωμάτωση στην ΕΕ και το ιμπεριαλιστικό σύστημα, και, από την άλλη, με την πολιτική του ΚΚΕ, για τη συγκρότηση του λαϊκού μετώπου πάλης, με προοπτική το σοσιαλισμό.

Σ. Κ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ