Κυριακή 13 Δεκέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
Οι συνέπειες του Μάαστριχτ

Την 1η Γενάρη 1999 ανοίγει μια νέα σελίδα στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Θα σηματοδοτηθεί από δυο γεγονότα, την επίσημη πλέον εμφάνιση του ΕΥΡΩ (του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος) και την έναρξη της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτή θα είναι η πρώτη μέρα του τρίτου σταδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ), πολλοί, όμως, πιστεύουν ότι θα είναι και η αρχή της αντίστροφης μέτρησης για την κατεδάφιση (ανεξάρτητα από το πότε θα γίνει και πόσο θα διαρκέσει αυτή η πορεία) αυτού του οικοδομήματος των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Του οικοδομήματος που στηρίχτηκε στα σχέδια του "νεοφιλελευθερισμού" και συνεχίζεται από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Ετσι κι αλλιώς, είναι το μεγαλύτερο "στοίχημα" που παίζεται μεταξύ των δυνάμεων του κεφαλαίου και της εργατικής τάξης, των λαών, στην Ευρώπη στις συνθήκες της "νέας τάξης" και όποιος βιάζεται να "ποντάρει" υπέρ της νέας νίκης του κεφαλαίου, οφείλει να το ξανασκεφτεί. Γιατί δεν είναι μόνο οι αγώνες των εργαζομένων που απειλούν την ίδια την υπόσταση της ΟΝΕ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είναι και οι εσωτερικές αντινομίες, οι αντιφάσεις αυτού του συστήματος, που αναμένεται να εκδηλωθούν με καταλυτικό τρόπο.

Εν αρχή ...το Μάαστριχτ

Πριν από εφτά χρόνια, το Δεκέμβρη του 1991, υπογράφηκε στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Λίγους μόνο μήνες μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και την ανατροπή των καθεστώτων στις σοσιαλιστικές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, τη στιγμή που ο "θατσερισμός" σάρωνε τη Γηραιά Ηπειρο, οι ηγέτες των δώδεκα, τότε, χωρών - μελών της ΕΟΚ υπέγραψαν τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Η "καρδιά" της Συνθήκης του Μάαστριχτ είναι η Οικονομική και Νομισματική Ενωση, μια σύλληψη με στόχο να έρθουν - υποτίθεται - όλες οι χώρες - μέλη στο ίδιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, στόχος που η πραγματοποίησή του είναι ανέφικτη στον καπιταλισμό. Προπαγανδιστικά, καλλιεργούσε αυταπάτες, προκειμένου η εφαρμογή της πολιτικής για τη διαβόητη "σύγκλιση" να γίνει αποδεκτή ή ανεκτή από την εργατική τάξη και τους λαούς, με δεδομένο ότι ξεκινούσε μια καθολική επίθεση του κεφαλαίου στις λαϊκές κατακτήσεις και δικαιώματα. Αυτό ήταν δεδομένο και από το γεγονός ότι για την επίτευξη της υποτιθέμενης "σύγκλισης" προσδιορίστηκαν τα τέσσερα κριτήρια, δηλαδή η μείωση του πληθωρισμού, του δημοσιονομικού ελλείμματος, του εξωτερικού χρέους και των επιτοκίων. Με βάση αυτά τα κριτήρια, κατασκευάστηκαν τα προγράμματα "σύγκλισης" σε όλες τις χώρες - μέλη. Στο τέλος, λοιπόν, αυτής της περιόδου αποδεικνύεται ότι αυτή η πορεία προς τη "σύγκλιση" των οικονομιών δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από έναν τεράστιο μηχανισμό αναδιανομής του πλούτου υπέρ των κεφαλαιοκρατών και εις βάρος των εργαζομένων. Τα κριτήρια δεν επιλέχτηκαν τυχαία. Ηταν αυτά ακριβώς, που η κατάκτησή τους επέβαλε την εφαρμογή πολιτικής των μεταρρυθμίσεων που ονομάστηκαν αναδιαρθρώσεις και που εξασφάλιζαν τις πιο στυγνές μεθόδους εκμετάλλευσης των λαών, υπηρετώντας ταυτόχρονα τις περιβόητες τέσσερις ελευθερίες, αυτές της κίνησης των κεφαλαίων, των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών και των εργαζομένων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ, σε άρθρο της, αναφέρεται στην απαγόρευση της παρεμπόδισης διακίνησης των κεφαλαίων. Σκοπός της συμφωνίας των κυβερνήσεων των κρατών - μελών στην καρδιά της ΟΝΕ, τις τέσσερις ελευθερίες, είναι η ανάγκη των μονοπωλίων να αντεπεξέλθουν στον οξύτατο ανταγωνισμό στον παγκόσμιο οικονομικό στίβο και, μάλιστα, σε συνθήκες κρίσης. Αυτή η ανάγκη επιβάλλει την εφαρμογή πολιτικής έντασης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Ετσι, στην Ελλάδα ακολουθείται η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων παραγωγικών και άλλων επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, προκειμένου να παραδοθούν άμεσα προς εκμετάλλευση στο κεφάλαιο στρατηγικοί τομείς της οικονομίας. Ξεκίνησε η προσπάθεια επιβολής της ανατροπής του σταθερού εργάσιμου χρόνου (κατάργηση του 8ωρου), η εφαρμογή της μερικής και άλλων ελαστικών μορφών απασχόλησης, προκειμένου να κερδίζουν οι επιχειρηματίες περισσότερα σε βάρος των εργαζομένων. Εφαρμόζονται οι περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση, προκειμένου να μειωθεί η τιμή της εργατικής δύναμης, άρα να μεγαλώνουν τα κέρδη. Δημόσιοι κοινωνικοί τομείς, όπως η εκπαίδευση, η υγεία και η πρόνοια, ιδιωτικοποιούνται, προκειμένου να εξασφαλιστεί ο δείκτης των δημοσίων ελλειμμάτων, ενώ τα βάρη από την παροχή τους τα πληρώνουν τα ίδια τα λαϊκά στρώματα. Προωθείται η αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία υποτίθεται ότι δίνει τη δυνατότητα ανώτερης μόρφωσης σ' όλους τους νέους και τις νέες, ενώ στην ουσία προωθεί την απόσπαση των παιδιών των λαϊκών στρωμάτων από τη μόρφωση και τα οδηγεί στη στείρα ειδίκευση και επανειδίκευση, εντείνοντας τους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση, προκειμένου να αποτελέσουν τη φτηνή εργατική δύναμη για τα μονοπώλια. Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής οδηγεί στην αύξηση της ανεργίας με μακροχρόνια ανέργους, νέους και γυναίκες, στην αύξηση της φτώχειας, αφού η πολιτική λιτότητας, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα "κριτήρια σύγκλισης" είναι επιβεβλημένη, ενώ η προπαγάνδα της κυρίαρχης πολιτικής εμφανίζει τις θυσίες των εργαζομένων αναγκαίες, προκειμένου να μπει η Ελλάδα στον "παράδεισο" της ΟΝΕ, που, ως διά μαγείας, θα λυθούν τα προβλήματα των εργαζομένων, και υποτίθεται ότι δε θα υπάρξουν άλλες θυσίες. Αντίστοιχα προβλήματα όμως έχουμε, για τους ίδιους ακριβώς λόγους (ανταγωνισμός στην παγκόσμια αγορά), στην αγροτική οικονομία. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική, προσαρμοσμένη στις Συμφωνίες της ΓΚΑΤΤ και του ΠΟΕ, καταστρέφει μάζες μικρομεσαίων αγροτών, προκειμένου να δημιουργηθούν μεγάλα καπιταλιστικά νοικοκυριά. Ετσι, καταργούνται οι επιδοτήσεις στα αγροτικά προϊόντα, επιβάλλονται πρόστιμα συνυπευθυνότητας, αν η αγροτική παραγωγή υπερβεί αυτήν που προσδιορίζει η ΕΕ, αυξάνεται από τις πολυεθνικές το κόστος των καλλιεργητικών μέσων, οδηγώντας τους αγρότες στην απόγνωση. Και αντί της ενίσχυσης της αγροτικής παραγωγής, δίνονται επιδοτήσεις - ψίχουλα για αλλαγή των καλλιεργειών, με αμφίβολο αποτέλεσμα. Οι συνέπειες από την εφαρμογή αυτής της πολιτικής και στην Ελλάδα δίνονται και από στοιχεία της ίδιας της ΕΕ. Δίνουμε λοιπόν ορισμένα στοιχεία για το "λογαριασμό" του Μάαστριχτ που πλήρωσαν μέχρι τώρα οι Ελληνες εργαζόμενοι, γιατί έπεται και συνέχεια.

Η κοινωνική ανισότητα απογειώνεται

Η διεύρυνση του χάσματος αποτυπώνεται σε πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία το 10% των πλουσιότερων στις χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατέχει το 24% του συνολικού πλούτου, ενώ το 10% των φτωχότερων κατέχει μόλις το 2,6%. Η κατανομή του πλούτου, που αποτυπώνει και τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες, διαφέρει βέβαια από χώρα σε χώρα, χωρίς να αλλάζει την ταξική ουσία της πολιτικής που εφαρμόζεται. Η πιο άνιση κατανομή παρουσιάζεται στην Πορτογαλία, όπου το εισόδημα του 20% των πλουσιότερων έχει εισόδημα 7,1 φορές μεγαλύτερο απ' το εισόδημα του 20% των φτωχότερων, ενώ στην αμέσως προηγούμενη θέση βρίσκεται η Ελλάδα, όπου το εισόδημα των πλουσιότερων είναι 6,6 φορές μεγαλύτερο απ' αυτό των φτωχότερων.

Η ζημιά έγινε καταστροφή

Οταν το 1980 μπήκε η Ελλάδα στην ΕΟΚ, οι θιασώτες της ένταξης διατυμπάνιζαν τις μεγάλες ευκαιρίες που ανοίγονται για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στα πλαίσια της "κοινής αγοράς" των 300 εκατομμυρίων. Η πορεία του εμπορικού ισοζυγίου ανάμεσα στην Ελλάδα και τις άλλες κοινοτικές χώρες δείχνει το πραγματικό μέγεθος των συνεπειών. Στη δεκαετία 1987 - 1997, λοιπόν, το εμπορικό έλλειμμα μεταξύ της Ελλάδας και των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης αυξήθηκε κατά 158%! Μάλιστα, από τη σύγκριση των καθαρών εισπράξεων που είχε η Ελλάδα από τα κοινοτικά ταμεία με το εμπορικό έλλειμμα, προκύπτει ζημιά σε βάρος της χώρας μας, ύψους 1.105 εκατομμυρίων δολαρίων!Βεβαίως τη ζημιά δεν την πλήρωσαν οι βιομήχανοι και άλλοι επιχειρηματίες, τα κέρδη των οποίων αυξάνονται συνεχώς όλα αυτά τα χρόνια, αλλά οι εργαζόμενοι, οι μικρομεσαίοι αγρότες και τα μεσαία στρώματα της πόλης, το εισόδημα των οποίων συρρικνώνεται συνεχώς. Μόνο οι εργατοϋπάλληλοι έχουν χάσει από 17% - 20% της αγοραστικής τους δυνατότητας στα χρόνια 1992 - 1995, ενώ το μεροκάματο βρίσκεται σήμερα στα επίπεδα του 1982. Αυτό και σαν απάντηση σε όσους υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα ευεργετήθηκε από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση μέσω των "πακέτων Ντελόρ". Χωρίς να υπολογίζεται ότι τα κονδύλια των πακέτων διατίθενται προς όφελος του επιχειρηματικού κόσμου (αυτοί ωφελούνται από τη διάθεσή τους και τα έργα που γίνονται μ' αυτά και με συγχρηματοδότηση από το κράτος, δηλαδή με χρήματα του λαού), ενώ συμβάλλουν και στην εξαγορά συνειδήσεων.

Τριπλασιάστηκε η ανεργία

Οσον αφορά την ανεργία, να θυμίσουμε ότι στο διάστημα 1991 - 1998 έχει τριπλασιαστεί στη χώρα μας, σύμφωνα με τα ελλιπή και αναξιόπιστα στοιχεία της κυβέρνησης. Αυτή τη στιγμή μάλιστα υπολογίζεται, σύμφωνα με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς, ότι ξεπερνά το 13%, ενώ με το συνυπολογισμό της υποαπασχόλησης φθάνει το 25%! Αυτή η πραγματικότητα διαμορφώνεται και στις υπόλοιπες χώρες - μέλη της ΕΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ίδια τη Γερμανία η ανεργία έφτασε, αν δεν ξεπέρασε, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, αυτήν της περιόδου της οικονομικής κρίσης 1929 - 1933, δηλαδή πάνω από 5 εκατομμύρια, ή το 13% περίπου, ποσοστό - ρεκόρ για τα μεταπολεμικά δεδομένα. Στην Ισπανία επίσης ξεπερνά το 23%, ενώ ανοδική τάση εμφανίζει και στην Πορτογαλία και στη Γαλλία και σ' όλες τις χώρες, ανεξάρτητα από ρυθμούς αύξησης. Αλλωστε, πρόσφατοι είναι οι αγώνες των Γάλλων ανέργων, τόσο για τη μεγάλη τους διάρκεια, όσο και για την ένταση που πήραν.

Καταργείται η κοινωνική πολιτική

Στο όνομα της ΟΝΕ, η κυβέρνηση συρρικνώνει απελπιστικά το δημόσιο σύστημα κοινωνικής προστασίας, ώστε αυτό να απευθύνεται και να καλύπτει τις ανάγκες των πιο εξαθλιωμένων. Διαμορφώνει μια βιτρίνα κοινωνικής ευαισθησίας, δίνοντας βοηθήματα και συσσίτια στους πιο εξαθλιωμένους. Αλλωστε, ξέρει ότι το πιο εξαθλιωμένο τμήμα του πληθυσμού μας αρκείται στο ξεροκόμματο.

Τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν από τη δραστική μείωση της κρατικής συμμετοχής θα δίνονται - ήδη έχει ξεκινήσει μια τέτοια προσπάθεια - στην εργοδοσία, ώστε να προσλαμβάνει για ένα μικρό χρονικό διάστημα κάποιους ανέργους στη δουλιά, και να συγκαλύπτεται ένα μέρος της ανεργίας. Τα επόμενα χρόνια, είναι βέβαιο ότι οι μισοαπασχολούμενοι, οι άνεργοι μακράς διαρκείας θα βγαίνουν από τις καταστάσεις, ώστε να μη θεμελιώνεται καμία υποχρέωση απέναντί τους. Ηδη, σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης το φαινόμενο υπάρχει.

Ο τομέας της κοινωνικής πολιτικής θα χαρακτηρίζεται από ένα καχεκτικό τυπικά δημόσιο τομέα, που θα χρηματοδοτείται με ψίχουλα και θα λειτουργεί σε εξάρτηση από υπηρεσίες που παρέχουν ιδιωτικές επιχειρήσεις, κερδοσκοπικές από τη φύση τους. Υπάρχουν σχέδια για να ιδρυθούν Ανώνυμες Εταιρίες στο χώρο της κοινωνικής πολιτικής που θα χειρίζονται όπως θέλουν την κινητή και ακίνητη δημόσια περιουσία που φτιάχτηκε με χρήματα του λαού και θα δώσουν "πράσινο φως" στη συνεχή διείσδυση της επιχειρηματικής δράσης, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό και την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Το προσωπικό που θα χρησιμοποιηθεί θα είναι δύο έως τριών ταχυτήτων, στα πλαίσια της ελαστικής αγοράς εργασίας. Ηδη, όλα αυτά εφαρμόζονται με σχέδια και προγράμματα της ΕΕ, ενώ βρίσκονται αποτυπωμένα στο νόμο για την Πρόνοια.

Ενα τμήμα, το μικρότερο, θα δουλεύει, θα προσλαμβάνεται με ελαστικές εργασιακές σχέσεις, με τις γνωστές αμοιβές λιτότητας.

Το μεγαλύτερο μέρος, τελικά, θα διαμορφωθεί με τροφοδότη την περίφημη και ψευδεπίγραφη διαδικασία του εθελοντισμού, που δεν έχει καμία σχέση με τη μεγάλη αξία της κοινωνικής αλληλεγγύης. Πρόκειται για εθελοντική μαύρη εργασία, εθελοντικό δουλεμπόριο.

Από τα παραπάνω, προκύπτει το συμπέρασμα ότι τα συμφέροντα των εργαζομένων βρίσκονται σε πλήρη διάσταση με την ΟΝΕ, είναι εντελώς αντίθετα και απ' αυτό πηγάζει η αναγκαιότητα εναντίωσης στην πολιτική που υπηρετεί αυτή την πορεία, ως την ανατροπή της.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ