Κυριακή 24 Γενάρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 11
Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη

Στο δόκανο του αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού

Η απελευθέρωση της Ελλάδας από τη φασιστική κατοχή και η αντιφασιστική νίκη των λαών κατά του Αξονα δημιούργησαν την ελπίδα στο λαό της Κύπρου ότι πλησίαζε και η δική του απελευθέρωση του από το βρετανικό αποικιακό ζυγό. Μάλιστα, λόγω της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμού της νήσου, όπου υπερτερούσε συντριπτικά το ελληνικό στοιχείο, αυτή η απελευθέρωση ήταν ταυτισμένη με το αίτημα τότε του κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση και ένωση με την Ελλάδα. Στη χώρα μας όμως, εκείνη την εποχή μόνο το ΕΑΜ και το ΚΚΕ πρόβαλλαν συστηματικά το κυπριακό ζήτημα. Μάλιστα, το ΕΑΜ, με τηλεγράφημά του στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού, στα τέλη Ιουλίου του 1946, επανέφερε το Κυπριακό και έτσι το κατέστησε διεθνές πρόβλημα του μεταπολεμικού κόσμου, που έπρεπε οπωσδήποτε να βρει τη λύση του.

Θα περίμενε φυσικά κανείς ότι το Κυπριακό θα ανακινούνταν και από τον αστικό πολιτικό κόσμο, όλων των αποχρώσεων, δεδομένου ότι από τις τάξεις του δεν ήταν λίγα τα όσα ηχηρά διατυμπανίζονταν για την "πλήρη εθνικήν μας αποκατάστασιν" και για τη δημιουργία της "νέας, ελευθέρας και μεγάλης Ελλάδος". Κι όμως, τα αστικά κόμματα και οι μεταπελευθερωτικές κυβερνήσεις δε βρήκαν ούτε μια λέξη να πουν για την απελευθέρωση της Κύπρου. Ούτε ο Γ. Παπανδρέου, ούτε ο Πλαστήρας, ούτε ο Βούλγαρης, ούτε ο Μάξιμος, ούτε ο Σοφούλης, ούτε ο Ντ. Τσαλδάρης, που πέρασαν από τη θέση του πρωθυπουργού στα πρώτα χρόνια της μεταπελευθερωτικής Ελλάδας, αλλά ούτε και τα κόμματά τους, είχαν το θάρρος να εντάξουν μέσα στις εθνικές διεκδικήσεις το Κυπριακό. Μάλιστα, η επίσημη ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε κατηγορηματικά να φέρει το Κυπριακό στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού και ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Κ. Τσαλδάρης δε δίστασε να δηλώσει στη γαλλική πρωτεύουσα, στις 6/7 1946, ότι "η Κύπρος δεν αποτελεί εθνικήν διεκδίκησιν της Ελλάδος" (Ν. Ψυρούκης: "Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας", τόμος β, σελ. 238). Δε θέλει, βέβαια, ρώτημα γιατί συνέβαιναν όλα αυτά. Η ελληνική πλουτοκρατική ολιγαρχία και οι πολιτικοί της εκφραστές ενδιαφέρονταν να σταθεροποιηθούν στην εξουσία και να παλινορθώσουν τον καπιταλισμό στη μεταπολεμική Ελλάδα, πράγμα που, άλλωστε, και έκαναν, στηριγμένοι στις λόγχες των όπλων της Μεγάλης Βρετανίας, αφού η λαϊκή πλειοψηφία ήταν στρατευμένη στο πλευρό του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Αντιστρατευόταν συνεπώς τα ταξικά συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης η οποιαδήποτε αναμόχλευση του Κυπριακού, αφού μια τέτοια αναμόχλευση αντιστρατευόταν πρωτίστως τα συμφέροντα της προστάτιδας, της Μεγάλης Βρετανίας, στην αποικιακή δύναμη της οποίας υπαγόταν η Κύπρος.

Η θέση του αστικού πολιτικού κόσμου γύρω από το Κυπριακό δεν άλλαξε ούτε όταν την πρωτοκαθεδρία στις ελληνικές υποθέσεις ανέλαβαν, το Μάρτη του '47, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής με το δόγμα Τρούμαν. Σε κείνες τις συνθήκες που ο λεγόμενος ψυχρός πόλεμος - δηλαδή η ταξική πάλη του διεθνούς ιμπεριαλισμού ενάντια στο διεθνές επαναστατικό κίνημα - έκανε την εμφάνισή του με αιχμή την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, η ελληνική αστική τάξη ούτε ήθελε, ούτε της επιτρεπόταν, αλλά ούτε και διανοούνταν να εκφράσει απαιτήσεις απευθείας ή έστω μέσω των Αμερικανών στους Βρετανούς. Την πραγματικότητα αυτή την είχε εκφράσει με πολύ γλαφυρό τρόπο ο Γ. Παπανδρέου, όταν στα 1950, ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Πλαστήρα, είπε στον τότε δήμαρχο Λευκωσίας Θ. Δέρβη: "Η Ελλάς αναπνέει σήμερον με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν, και δι' αυτό δεν ημπορεί, λόγω του Κυπριακού να διακινδυνεύση να πάθη ασφυξίαν" (Σπ. Λιναρδάτου: "Από τον Εμφύλιο στη Χούντα", τόμος Α, σελ. 124).

Η νόθα διεθνοποίηση και η υποτέλεια

Η ένταξη του Κυπριακού στα γρανάζια της εξάρτησης της Ελλάδας από τον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό, όπως ήταν φυσικό επόμενο, δεν άφηνε πολλά περιθώρια χειρισμών στις εκάστοτε κυβερνήσεις της χώρας. Στην πραγματικότητα, τα περιθώρια ήταν εκείνα - και μόνα εκείνα - που κάθε φορά υπαγόρευαν τα γενικότερα στρατηγικά σχέδια, πρωτίστως των ΗΠΑ και κατά δεύτερο λόγο της Αγγλίας στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Ετσι από το 1948 που ιδρύεται το ΝΑΤΟ και μετά, η Κύπρος θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα της Νοτιοανατολικής Πτέρυγας της Ατλαντικής Συμμαχίας. Το πρώτο διάστημα βέβαια χρησιμοποιείται από τις ΗΠΑ για την υπονόμευση των συμφερόντων της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά αυτό γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε η κατάρρευση της τελευταίας ως αποικιοκρατικής δύναμης να έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των Ηνωμένων Πολιτειών και σε καμία βεβαίως περίπτωση την υπονόμευση των γενικότερων συμφερόντων του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.

Αν έτσι δούμε τα πράγματα, τότε μπορούμε εύκολα να ερμηνεύσουμε τις κινήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων, που, ενώ δεν τολμούν αρχικά να αναφερθούν στην ύπαρξη κυπριακού ζητήματος, στη συνέχεια - και κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του '50 - επιχειρούν μια νόθα διεθνοποίηση του προβλήματος, έχοντας την ενθάρρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά μόνο ως προς το σκέλος της εγγραφής του ζητήματος στην ατζέντα των θέματος συζήτησης των οργάνων του ΟΗΕ. Για να γίνουμε πιο σαφείς και για να έχει ο αναγνώστης μια σφαιρική εικόνα, θυμίζουμε ορισμένα σημαντικά γεγονότα:

Τον Ιανουάριο του 1950, η Εθναρχία της Κύπρου οργανώνει δημοψήφισμα, στο πλαίσιο του οποίου οι Ελληνοκύπριοι, δηλαδή το 80% περίπου των κατοίκων του νησιού, δηλώνουν τη θέλησή τους για ένωση με την Ελλάδα. Στη συνέχεια, κυπριακή αντιπροσωπεία έρχεται στην Αθήνα για να παραδώσει τους τόμους του δημοψηφίσματος στην κυβέρνηση, αλλά αυτή για να μη δυσαρεστήσει τους Αγγλους αρνείται να τους παραλάβει. Μάλιστα, ο πρωθυπουργός Πλαστήρας που συνομίλησε με την κυπριακή αντιπροσωπεία ξεκαθάρισε πως η κυβέρνηση επιφυλάσσεται να χειριστεί το Κυπριακό "εντός του πλαισίου των σχέσεων μετά της φίλης και συμμάχου δυνάμεως, άμα ως θεωρήση ότι επέστη η στιγμή της ευτυχούς αυτού διευθετήσεως". Οπως ήταν φυσικό, στην Αγγλία θριαμβολόγησαν: "Η ελληνική κυβέρνησις - έγραφαν στις 22/5/1950 οι "Τάιμς" του Λονδίνου - ετήρησεν άψογον στάσιν επί του Κυπριακού" (Βλέπε: Σπ. Λιναρδάτου, στο ίδιο, σελ. 123). Φυσικά, η πολιτική αυτή γραμμή της κυβέρνησης Πλαστήρα γύρω από το Κυπριακό δεν αλλάζει ούτε όταν το φθινόπωρο του 1951 η ελληνική αντιπροσωπεία που παίρνει μέρος στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στο Παρίσι θέτει το ζήτημα στα όργανα του οργανισμού. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μια κίνηση που είχε την έγκριση των Αμερικανών, που ήταν γνωστή στους Εγγλέζους και που εξαντλούνταν σε ευχολόγια του τύπου "ελπίζομεν επί πλέον ότι η βρετανική κυβέρνησις θα ικανοποιή τους πόθους της Κύπρου" (Βλέπε: "Το Βήμα" 23/11/1951).

Μια δεύτερη προσπάθεια να τεθεί το Κυπριακό στον ΟΗΕ θα γίνει το 1954, όταν η κυβέρνηση Παπάγου θα συναντήσει την πλήρη άρνηση της Αγγλίας για διευθέτηση του προβλήματος σε διμερή βάση κι όταν το ογκούμενο λαϊκό κίνημα υπέρ της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων και της ένωσης με την Ελλάδα δε θα αφήσει άλλα περιθώρια ενεργειών στους κυβερνώντες. Η προσφυγή στον ΟΗΕ θα πραγματοποιηθεί, αλλά η όλη υπόθεση θα καταλήξει σε φιάσκο, υπογραμμίζοντας με τραγικό τρόπο το αδιέξοδο αναζήτησης λύσης στα πλαίσια της συμμαχίας με τους Αγγλοαμερικανούς. Οι μόνοι πραγματικοί σύμμαχοι της Ελλάδας στον ΟΗΕ, που υποστηρίζουν την απελευθέρωση της Κύπρου, είναι οι σοσιαλιστικές χώρες και η ΕΣΣΔ. Αντίθετα, η Βρετανία, όχι μόνο αντιτίθεται στην ελληνική προσφυγή, αλλά και για αντιπερισπασμό προσπαθεί να ανακινήσει "μακεδονικό ζήτημα" σε βάρος της Ελλάδας. Τέλος, οι Αμερικανοί ασκούν όλη τους την επιρροή στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού, ώστε η ελληνική προσφυγή να απορριφθεί.

Ποια ήταν η τελική στάση της ελληνικής πλευράς; Η συνήθης υποτελής: Απέσυρε την πρότασή της που ζητούσε να διακηρύξει η ΓΣ του οργανισμού ως λύση για το Κυπριακό την αυτοδιάθεση και η ελληνική αντιπροσωπεία ψήφισε μαζί με τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς πρόταση της Νέας Ζηλανδίας που στην τελική της διατύπωση - και ύστερα από τροποποιήσεις που δέχτηκε - έλεγε:"Η Γενική Συνέλευσις θεωρούσα ότι, προς το παρόν, δε φαίνεται σκόπιμο να υιοθετήση μία λύσιν επί του Κυπριακού, αποφασίζει να μην ασχοληθή περαιτέρω με το θέμα εφαρμογής υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών της αρχής της ισότητος των δικαιωμάτων και της αυτοδιαθέσεως των λαών εις τον πληθυσμόν της Κύπρου" (Α. Γ. Ξύδη - Σ. Λιναρδάτου - Κ. Χατζηαργύρη: "Ο Μακάριος και οι σύμμαχοί του", σελ. 278).

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Την επόμενη Κυριακή: Από την εθνική ταπείνωση στην εθνική τραγωδία - Η εμπλοκή της Τουρκίας.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ