Κυριακή 7 Φλεβάρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΣΠ

Το περιεχόμενο της Συνθήκης

Αλλά ας δούμε τι περιλαμβάνει η Συνθήκη που βρίσκεται στη Βουλή για επικύρωση

Το αντιδραστικό "Σύμφωνο Σταθερότητας"

Η με μεγαλύτερη ένταση συνέχιση της πορείας της ΟΝΕ, όπως την επεξεργάστηκαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ήταν βασικό αντικείμενο στο Αμστερνταμ, αλλά ενισχύθηκε με το γερμανικής έμπνευσης "Σύμφωνο Σταθερότητας". Τι είναι όμως το "Σύμφωνο Σταθερότητας"; Είναι η ισόβια επιβολή τήρησης των διαβόητων "κριτηρίων σύγκλισης", που προμηνύει ακόμη πιο βαριά δεσμά για τους λαούς των κρατών - μελών της ΕΕ. Τα "κριτήρια σύγκλισης" δεν είναι τυχαία επιλογή των εμπνευστών της ΟΝΕ. Είναι τα κλειδιά, οι αναγκαίοι μοχλοί για την επιβολή σκληρής αντεργατικής αντιλαϊκής πολιτικής. Αυτά καθορίζουν την πορεία και το περιεχόμενο της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων παραγωγικών μονάδων στρατηγικής σημασίας, άλλων τομέων του δημοσίου, επιβάλλουν τις αντιδραστικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, την κατάργηση ουσιαστικά της κοινωνικής ασφάλισης, την ιδιωτικοποίηση της υγείας και της εκπαίδευσης, την αποδιάρθρωση του δημόσιου συστήματος πρόνοιας, αντιδραστικές αλλαγές στις λειτουργίες του κράτους κλπ. Είναι λοιπόν εργαλεία που εντείνουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, των άλλων λαϊκών στρωμάτων, για πλουτισμό των κεφαλαιοκρατών και της ελληνικής ολιγαρχίας. Είναι μέθοδοι έντασης της εκμετάλλευσης της μοναδικής πηγής των κερδών, που θεωρείται και ο βασικός δείκτης ανάπτυξης του καπιταλισμού. Με το "Σύμφωνο Σταθερότητας", οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών, αφ' ενός θέλουν να διασφαλίσουν τα κεκτημένα των ισχυρών μονοπωλίων από τη μέχρι τώρα πορεία της ΟΝΕ και αφ' ετέρου να σιγουρέψουν την απρόσκοπτη πορεία της ίδιας πολιτικής χωρίς όρια και τέρμα. Συμφώνησαν ότι δε θα επιτρέψουν καμιά παραβίαση των διαβόητων "κριτηρίων σύγκλισης". Αυτό επίσης με τη σειρά του σημαίνει ότι θα συνεχίσει να ακολουθείται με μεγαλύτερη ένταση η ίδια αντιλαϊκή πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα.

Η εργατική τάξη, ο λαός δεν μπορεί να συμφωνήσει να αποδεχτεί ως κριτήριο ανάπτυξης τα καπιταλιστικά κέρδη και την ανεξέλεγκτη δράση του κεφαλαίου. Ανάπτυξη για το λαό σημαίνει να είναι ο ίδιος ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, να ανήκει σ' αυτόν ο πλούτος τον οποίο παράγει, να τον διαχειρίζεται προς όφελος ολόκληρης της κοινωνίας, για την ολοένα και πιο αποφασιστική ικανοποίηση των ανθρώπινων, υλικών και πνευματικών, αναγκών. Γι' αυτό όχι μόνο δεν έχει κανένα λόγο να ενδιαφέρεται για τους στόχους της "σύγκλισης", αλλά, ίσα ίσα, το συμφέρον απαιτεί να τους αντιπαλεύει, να αγωνίζεται ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική, ώσπου να την ανατρέψει, μαζί με τις αιτίες που τη γεννούν και την αναπαράγουν. Μόνο τότε μπορεί να 'ναι σίγουρος ότι παλεύει για τα πραγματικά δικά του συμφέροντα.

Η περιβόητη "Ατζέντα"

Η Συνθήκη του Αμστερνταμ περιλαμβάνει την "Ατζέντα 2000", το ουσιαστικό μέρος της οποίας έχει σχέση με τη διεύρυνση της ΕΕ και τις αναγκαίες γι' αυτήν διαδικασίες, άρα και την πολιτική που απαιτείται για την πορεία της διεύρυνσης. Γιατί όμως διεύρυνση και μάλιστα με πρώην σοσιαλιστικά κράτη; Το ευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο προσδοκά να εκμεταλλευτεί τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, το εργατικό τους δυναμικό, που είναι αρκετά ικανό, επιστημονικά καταρτισμένο, ειδικευμένο και φτηνό, ώστε αφ' ενός να αυξάνονται τα κέρδη του, αφ' ετέρου να διεκδικεί στη διεθνή αγορά μεγαλύτερο κομμάτι, λόγω μεγαλύτερης δύναμης. Ετσι θα μπορεί να αντεπεξέρχεται πιο αποτελεσματικά στο διεθνή ανταγωνισμό με τα άλλα δύο ιμπεριαλιστικά κέντρα, ΗΠΑ και Ιαπωνία. Η διεύρυνση δεν αποτελεί μόνο ληστρική επίθεση κατά των εργαζομένων και των λαών των υποψήφιων χωρών, αλλά θα 'χει αρνητικές επιπτώσεις στην εργατική τάξη της Ελλάδας και των φτωχών στρωμάτων της πόλης και του χωριού. Αφού η ένταση του ανταγωνισμού θα σημαίνει για τον ελληνικό λαό αυξημένη εκμετάλλευση, περισσότερη ανεργία, ακόμη λιγότερα δικαιώματα.

Με την "Ατζέντα 2000" συντελούνται σημαντικές αλλαγές στη συγκέντρωση και στη διανομή των κοινοτικών πόρων. Η Γερμανία ζητά να μειωθεί η συμμετοχή της στα βάρη του προϋπολογισμού της ΕΕ. Ταυτόχρονα, με τη διεύρυνση τα κράτη - μέλη θα αυξηθούν από 15 σε 25, πράγμα που σημαίνει ότι θα υπάρξει μείωση στους διάφορους κοινοτικούς πόρους προς τα κράτη - μέλη. Για την Ελλάδα αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις, αφού μόνο στον τομέα των αγροτικών επιδοτήσεων θα υπάρξει ζημιά περίπου ενός τρισεκατομμυρίου δραχμών για το διάστημα 2000 - 2006. Βεβαίως αυτή είναι η μια πλευρά του ζητήματος, που ενδεχομένως να δυσκολεύει την προπαγανδιστική προσπάθεια των θιασωτών της ΕΕ να πείσουν για τη μεγαλύτερη ωφελιμότητα των χρηματοδοτήσεων. Αυτό θα οδηγεί στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, αφού θα μειωθούν οι χρηματοδοτήσεις, με συνέπεια την ακόμη μεγαλύτερη ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και των μικρομεσαίων αγροτών. Ιδιαίτερα μετά την προοπτική που χαράσσουν με τη λεγόμενη μερική επανεθνικοποίηση, δηλαδή τη δυνατότητα απόδοσης από τους κρατικούς προϋπολογισμούς ενός μέρους των αγροτικών επιδοτήσεων, θα φορτωθεί ο λαός και αυτό το βάρος. Με τη διεύρυνση θα ενταθεί συνολικά η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, γιατί με την ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων (θα διατεθούν σημαντικά κεφάλαια στα νέα υπό ένταξη κράτη), τα μονοπώλια επενδύουν εκεί που αποκομίζουν μεγαλύτερα κέρδη, ή όπου υπάρχουν στρατηγικοί τομείς της οικονομίας προς εκμετάλλευση (πρώτες ύλες, ενέργεια κτλ.). Ολα αυτά σημαίνουν ότι οι ελπίδες που σπέρνουν οι ηγέτες της ΕΕ για επενδύσεις, αντιμετώπιση της ανεργίας και ανάπτυξη είναι απάτη. Αυτό που θα συμβεί είναι το εντελώς αντίθετο. Η ανεργία στα κράτη - μέλη θα μεγαλώνει, θα αντιμετωπίζεται με το μοίρασμα των θέσεων εργασίας και τη μερική απασχόληση, θα πέφτει η τιμή της εργατικής δύναμης, θα περικόπτονται ολοένα και περισσότερα δικαιώματα των εργαζομένων, θα εξαπλώνεται η φτώχεια σε μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Στην αγροτική οικονομία, επίσης, λόγω διεθνούς ανταγωνισμού, αλλά και λόγω στήριξης της βιομηχανίας τροφίμων σε βάρος των καλλιεργειών, θα ενταθεί η μείωση της ποσόστωσης στην παραγωγή προϊόντων, θα ενταθούν τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας, θα κοπούν οι επιδοτήσεις στις τιμές, στις εξαγωγές και θα αναγκάσουν τους μικρομεσαίους αγρότες να εγκαταλείψουν τη γη τους, αυξάνοντας τη στρατιά των ανέργων.

Ενίσχυση της δικτατορίας των μονοπωλίων

Η ενσωμάτωση της Συμφωνίας Σένγκεν στη Συνθήκη του Αμστερνταμ είναι ένα από τα πιο αντιδραστικά βήματα στην πορεία της ΕΕ. Η συγκρότηση ενός γιγάντιου μηχανισμού παρακολούθησης, καταγραφής, φακελώματος των εργαζομένων των κρατών - μελών της ΕΕ αποτελεί σημαντικό και συστατικό στοιχείο ενίσχυσης των κρατικών και διακρατικών οργάνων καταστολής, απαραίτητο για τη λειτουργία και δράση της "δικτατορίας" των τραπεζιτών και των μονοπωλίων για τη χειραγώγηση και την υποταγή κάθε αντίθετης φωνής. Είναι το σύγχρονο ηλεκτρονικό φακέλωμα που θα περιέχει όλα τα στοιχεία, από τα στοιχεία ταυτότητας, τις ιδεολογικοπολιτικές πεποιθήσεις, τη συνδικαλιστική και κοινωνική δραστηριότητα, μέχρι την κατάσταση της υγείας κάθε εργαζόμενου και κυρίως των επικίνδυνων για το σύστημα. Σε συνδυασμό με την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων και του ρόλου της Ευρωαστυνομίας (EUROPOL), επιδιώκουν να προασπίσουν τη "δημόσια ασφάλεια της χώρας" και την "ασφάλεια" της ΕΕ από τον εχθρό λαό, δηλαδή την εργατική τάξη, που αγωνίζεται για τα συμφέροντά της, τους άνεργους, που αντιδρούν στην πολιτική τους, τη νεολαία, όλους όσοι αντιστέκονται στις επιλογές τους. Θέλουν να διασφαλίσουν την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων και εμπορευμάτων τους.

  • Στο Αμστερνταμ συζήτησαν για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική - Πολιτική Αμυνας (ΚΕΠΠΑ), που αποτελεί ένα ακόμα χαρακτηριστικό στοιχείο της Συνθήκης. Εγινε η πρώτη προσπάθεια για τη διαμόρφωση Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Αμυνας, με την προοπτική η Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση (ΔΕΕ), να αποτελέσει τον αμυντικό στρατιωτικό οργανισμό της ΕΕ (τα μονοπωλιακά συμφέροντα έχουν ανάγκη από επιθετικό επεμβατικό μηχανισμό προστασίας τους σ' άλλα κράτη, άρα τέτοιος θα 'ναι), αλλά προκύπτουν αντιθέσεις, λόγω ΝΑΤΟ. Μια μερίδα των ισχυρών ιμπεριαλιστών δε θέλουν διαφορετικό στρατιωτικό οργανισμό έξω ή και σε αντίθεση με το ΝΑΤΟ. Η προοπτική χάραξης "κοινής" εξωτερικής πολιτικής φαίνεται ότι θα στηριχτεί στις κυρίαρχες γεωπολιτικές στρατηγικές επιλογές του γερμανο - γαλλικού άξονα, αν και αυτός ο άξονας υπάρχει μέσα σε συμβιβασμούς και ανταγωνισμούς. Στην περίπτωση αυτή χώρες όπως η Ελλάδα υποχρεώνονται να συμμετέχουν (ή τουλάχιστον να μην έχουν δικαίωμα να εμποδίσουν) στην υλοποίηση μιας πολιτικής που μπορεί να στρέφεται κατά των εθνικών κυριαρχικών τους δικαιωμάτων και συμφερόντων. Στην ουσία, καταργείται το δικαίωμα του "βέτο", καθιερώνεται η αρχή της πλειοψηφίας στις Συνόδους Κορυφής. Ετσι, με απλή απόφαση του Συμβουλίου θα υπάρχει δυνατότητα επιχειρησιακής, δηλαδή στρατιωτικής, δράσης της Ε. Ενωσης. Με βάση λοιπόν τις συνθήκες στην ΕΕ αλλά και στο ΝΑΤΟ, τα εθνικά σύνορα των κρατών, επομένως και της Ελλάδας, θα τα διαχειρίζονται άλλοι, άρα απεμπολούνται κυριαρχικά δικαιώματα.

Η Συνθήκη του Αμστερνταμ, λοιπόν, επιχειρεί να προσφέρει μια πολιτική θωράκιση στο οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μια θωράκιση κυρίως απέναντι στον "εσωτερικό εχθρό", τους λαούς, τους εργαζόμενους και τα κινήματά τους.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ