"Η γιορτή της μαμής καθιερώθηκε από τις μητέρες που την επισκέπτονταν μια φορά το χρόνο και την ευχαριστούσαν για τη βοήθεια που τις πρόσφερε στις δύσκολες εκείνες ώρες της γέννησης των παιδιών τους. Την ημέρα της Υπαπαντής (2 Φεβρουαρίου) μόλις σκολούσε η εκκλησία, άφηναν τα παιδιά τους στους άντρες τους κι αυτές με τα γλυκά, τα φαγητά και τα κρασιά τους πήγαιναν στο σπίτι της για να της ευχηθούν τα χρόνια πολλά. Φτάνοντας στο κατώφλι έσκυβαν και της φιλούσαν το χέρι με σεβασμό κι εκείνη τις φιλούσε στο μέτωπο. Στην κορυφή του τραπεζιού, στην πιο τιμητική θέση, καθόταν η μαμή, στολισμένη κι επιβλητική για να μπορεί να τις βλέπει όλες. Για κάθε μία είχε έναν καλό λόγο και ρωτούσε για το παιδί της και την υγεία της. Ανάμεσα στα φαγητά και στα γλυκά είχαν τοποθετημένο μέσα σε πράσινα κλαδιά κι έναν φαλλό καμωμένο από ψημένο ζυμάρι. Καθώς έτρωγαν και έπιναν, έρχονταν στο κέφι, λυνόταν η γλώσσα, έλεγαν αστεία, χόρευαν, τραγουδούσαν. Οι πιο ηλικιωμένες γυναίκες έκαναν άσεμνες χειρονομίες και όλες τραντάζονταν από τα γέλια και τις χαρούμενες φωνές.
Μετά το ηλιοβασίλεμα όλες μαζί ανέβαιναν στο λόφο με τη μαμή στη μέση και έστηναν ένα μεγάλο χορό ώσπου βράδιαζε. Εάν κάποιος άνδρας δοκίμαζε ν' ανέβει εκεί πιο πάνω, όλες μαζί άρχιζαν να τον πετροβολούν κι έτσι κανένας δεν το τολμούσε. Πολύ αργά το βράδυ επέστρεφαν στο σπίτι τους και η μαμή τους χάριζε από ένα μικρό δωράκι".