Κυριακή 7 Μάρτη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
H συσκότιση!

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Ο αέρας του πολέμου, που φυσάει τον τελευταίο καιρό στη Θεσσαλονίκη, μου θύμισε ένα κείμενο που είχα γράψει για τα παιδικά μου χρόνια, που πέρασαν μέσα στις βοές και τις εικόνες του πολέμου. Είπα, λοιπόν, να το δημοσιεύσω, χαρίζοντάς το σε όλους εσάς, που αγαπάτε την ειρήνη.

Ο χειμώνας βαρύς. Και από πάνω οι βομβαρδισμοί. Οι δρόμοι γύρω από το σπίτι μας, λιόντα στο 424 στρατιωτικό νοσοκομείο, είχανε γεμίσει τραυματίες με κομμένα πόδια από τα κρυοπαγήματα, με γάζες βρώμικες τυλιγμένες γύρω από άλουστα, γεμάτα ψείρες, κεφάλια. Οι πιο πολλοί από αυτούς έβγαιναν κρυφά από το νοσοκομείο και έρχονταν στο κουρείο του Γιώργη, όπου κάπνιζαν στριμμένα τσιγάρα και έπιναν ούζα, που τους κερνούσε αβέρτα ο καταστηματάρχης, τρυφερός, απαισιόδοξος και ερωτευμένος μια ζωή με τη Διονυσία, την επονομαζόμενη και "Μπαουλέτο", για το μεγάλο της πισινό. "Αντε και καλούς απογόνους", του εύχονταν οι φαντάροι. Οι ευχές, όμως, πήγανε τσάμπα. Τελείωσε ο πόλεμος, εξαφανίστηκαν και οι τραυματίες από το 424 στρατιωτικό νοσοκομείο. Και ο Γιώργης ούτε καλούς απογόνους χάρηκε ούτε το "Μπαουλέτο". Πάνω στο χρόνο από το γάμο τους, τη γυναίκα του την πάτησε αυτοκίνητο και ξεψύχησε μπροστά στο φούρνο του Δημαρά, πάνω στη Λεωφόρο Στρατού. Εκεί, όπου ένα απόγεμα του Οκτωβρίου στα 1945 θα περάσει ο καπετάν Μάρκος, στεφανωμένος πάνω στη μοτοσικλέτα. Και από πίσω του οι ΕΛΑΣίτες. Μπροστά, οι ομάδες του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ, με πρώτη και καλύτερη την Τασία, τη μοδίστρα, με σηκωμένη γροθιά και τα βυζιά της πεταμένα μπροστά. Σα χειροβομβίδες. "Μανάρα μου", βογκούσε ο Δημαράς, ζωσμένος τη μακριά ποδιά του φούρναρη. Η Τασία όμως δεν άκουγε τίποτε. Είχε περασμένο ένα δάφνινο στεφάνι στο λαιμό της και με το χέρι σηκωμένο γροθιά ξεφώνιζε:

"Λαοκρατία, ό,τι θέλει ο Λαός"

Ανέβαινε το αίμα στα μάγουλά της και γινότανε πιο ωραία και πιο λαχταριστή η Τασία.

"Λαοκρατία, ό,τι θέλει ο λαός, ΚΚΕ"

Μας είχανε ειδοποιήσει, λοιπόν, από την "παθητική αεράμυνα" πως έπρεπε να κάνουμε "συσκότιση". Ητανε μια λέξη περίεργη και πρωτάκουστη. Μας αναστάτωνε όλους, και τους μεγάλους και τους μικρούς. Δεν καταλαβαίναμε, βλέπεις, τη σημασία της και περιμέναμε όλο αγωνία, για να δούμε τι θα γινότανε ύστερα από την εφαρμογή της αστυνομικής διαταγής. Γιατί την πρώτη ειδοποίηση, μας την έφερε ανεπίσημα, ο Θανάσης ο Μπλέκας ο μαρμαράς. Γείτονας και μέλος της "παθητικής αεράμυνας". Ενας χωροφύλακας μουστακαλής όμως ήταν εκείνος, που έφερε την επίσημη διαταγή και μαζί μ' αυτήν την αναστάτωση. Η αγωνία, βέβαια, πρώτα πρώτα αφορούσε το νομικό μέρος της υπόθεσης. Αγωνιούσαμε, δηλαδή, για τις συνέπειες του νόμου. "Αυτό είναι το μανίκι", φώναξε ο πατέρας μου, μόλις διάβασε το χαρτί. Και χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι της κουζίνας. Και είχε δίκιο ο μακαρίτης, μια και το επίσημο χαρτί που μας έφερε ο μουστακαλής χωροφύλακας το έγραφε και το υπογράμμιζε.

..."εις περίπτωσιν Δε μη συμμορφώσεως προς τα ανωτέρω θα υποστείτε τας συνεπείας του νόμου".

Το "υποστείτε" ακριβώς δεν το κατάλαβε κανένας. Ούτε εμείς ούτε οι μεγάλοι. "Τας συνεπείας" όμως το εξήγησε, για να είμαι ειλικρινής, ο Παπαζώης, στη μάνα μου. Αυτή το εκμυστηρεύτηκε στη θεία μου την Κασσάντρα, που την έπιασαν αμέσως ταχυπαλμίες και εκείνη, με τη σειρά της, όταν πέρασαν οι ταχυπαλμίες της, το εξήγησε στην Καλλιόπη. Αυτή πάτησε μια τσιρίδα και έφυγε τρεχάτη, για να κλειστεί στο δωμάτιό της και να ξεσπάσει σε δυνατά κλάματα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό η κυρία Μίνα, η μάνα της, έτρεξε με τη μαύρη ποδιά της δεμένη στο ύψος του στήθους, όπως το συνήθιζε, κι απ' όπου κρεμότανε ένα μισοβρασμένο μακαρόνι και άρχισε να ρωτάει όλο αγωνία την Καλλιόπη, που θρηνολογούσε, να της πει το λόγο.

"Θα μας πάνε μέσα, μάνα. Το είπε ο Παπαζώης στην κυρ Αναστασία".

Εν πάση περιπτώσει, τα πράγματα άρχισαν να εξομαλύνονται, όταν ο Κακουλίδης, φαρμακοποιός και κυνηγημένος τροτσκιστής, ινστρούχτορας της Ζωζώς και της Νιόβης, που ανεβοκατέβαιναν σαν ελαφίνες την οδό Κιλκισίου, μας εξήγησε ακριβώς τι σήμαινε "συσκότιση" και πως δεν ήτανε δα και κανένα μεγάλο πρόβλημα, ώστε να φτάσουμε μέχρι τις συνέπειες του νόμου. Μας εξήγησε, λοιπόν, πως "συσκότιση" σήμαινε να βρούμε έναν τρόπο, για να σκεπάσουμε τα παράθυρα, ώστε το βράδυ, που θα ανάβαμε τα φώτα να μην φαίνεται τίποτε απ' έξω. "Γιατί μπορεί", τόνισε ο Κακουλίδης, "να δούνε οι φασίστες το φως και να αρχίσουν να ρίχνουν τις μπόμπες τους στο γάμο του Καραγκιόζη". "Ο πόλεμος Δε συμβιβάζεται με τέτοιες φωτοχυσίες", συμπλήρωσε ο Γιάννης ο Νυστάζος, σιγοπερπατώντας στην αυλή μας, με τις καρυδένιες πατερίτσες, που του έκανε δώρο ο Ερυθρός Σταυρός, όταν του κόψανε το πόδι σε ένα ορεινό χειρουργείο, δίπλα στην Πυρσόγιαννη.

Πήγαμε, λοιπόν, με τον αδελφό μου στο μπακάλικο του Στούγγου και αγοράσαμε μπλε κόλλες του μέτρου, σαν αυτές που παίρναμε, για να ντύσουμε τα σχολικά μας τετράδια και βιβλία. Μ' αυτές σκεπάσαμε τα παράθυρα προσεκτικά, κάτω από το άγρυπνο και φοβισμένο βλέμμα του πατέρα μας. Οταν τελειώσαμε το "ντύσιμο", ανάψαμε τα φώτα, για να κάνουμε γενική δοκιμή. Εγώ με τον αδελφό μου, μάλιστα, τρέξαμε και κολλήσαμε τα μούτρα μας στο τζάμι απ' έξω και φωνάξαμε, όλο ικανοποίηση και ενθουσιασμό: "Δε φαίνεται τίποτε. Σκοτάδι πίσσα. Ούτε μπόμπες θα ρίξουνε οι κωλοφασίστες ούτε σκατά".

Ολος αυτός ο ενθουσιασμός μας κατέρρευσε, όμως, και ένας τρόμος βαθύς πήρε τη θέση του, όταν το βράδυ μας χτύπησαν με τη γροθιά την πόρτα. "Τα φώτα", ακούστηκε η αγριοφωνάρα του Μπλέκα. Η μάνα μου έτρεξε και κατέβασε τον κεντρικό διακόπτη. Μέχρι το πρωί μείναμε έτσι, στα σκοτεινά. Πέσαμε στα κρεβάτια μας και κοιμηθήκαμε ντυμένοι. Την ώρα, μάλιστα, που ανέβαινα να πέσω και γω στην πολυθρόνα, όπου κοιμόμουνα, είδα το θείο μου το Νίκο να τρέχει για την κουζίνα, κρατώντας από το χέρι την Ελεονόρα. Υστερα από πολύ καιρό, κατάλαβα πως η δουλιά που έκαναν εκεί μέσα δεν ήθελε φώτα. Αντίθετα, μάλιστα, ήθελε μαύρη συσκότιση!

"Τας συνεπείας", όμως, το εξήγησε, για να είμαι ειλικρινής, ο Παπαζώης, στη μάνα μου. Αυτή το εκμυστηρεύτηκε στη θεία μου την Κασσάντρα, που την έπιασαν αμέσως ταχυπαλμίες και εκείνη, με τη σειρά της, όταν πέρασαν οι ταχυπαλμίες της, το εξήγησε στην Καλλιόπη. Αυτή πάτησε μια τσιρίδα και έφυγε τρεχάτη, για να κλειστεί στο δωμάτιο της και να ξεσπάσει σε δυνατά κλάματα


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ