Κυριακή 4 Απρίλη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
Στις μητέρες της Σερβίας και του Κουρδιστάν

Πόλεμος, θάνατος, οδύνη... στο σκοτεινό ουρανό της Ευρώπης τα αεροπλάνα βομβαρδίζουν τον πολιτισμό της. Κάθε νύχτα ξαναγυρίζουμε στον εφιάλτη του Β Παγκόσμιου Πολέμου... Μόνο που τώρα ο φασισμός άλλαξε μάσκα... Τα πρόσωπα των παιδιών κοιτάζουν απορημένα μέσα στα υπόγεια καταφύγια, άλλα κλαίνε, συνοδεύοντας τους γονείς τους - ανθρώπινα κουρέλια - στο δρόμο της προσφυγιάς. Ατέλειωτες πορείες ανθρώπων μέσα στην πυρπολημένη γη, δε φαίνεται να ενοχλούν τους άρχοντες της Ευρώπης, που μετράνε και μοιράζουν τα κονδύλια τους πάνω στο τραπέζι με αυτάρεσκο ικανοποιημένο χαμόγελο. Εφιάλτες δε φαίνεται να ταράζουν τον ύπνο του Κλίντον, που όλο φεύγει... για καινούριες διακοπές παρέα με το σκύλο του και παίζει γκολφ ατσαλάκωτος και παρφουμαρισμένος, αφού άνθρωπος είναι κι αυτός, πρέπει να πάρει μια ανάσα γιατί κουράστηκε, δίνοντας συνεχώς διαταγές για βομβαρδισμούς. Οι μανάδες της Σερβίας και του Κουρδιστάν ας αγρυπνούν όσο θέλουν... Μέχρι να βασιλέψει παντού η "άκρα του τάφου σιωπή".

"Βάστα καημένο Μεσολόγγι". Ο σέρβικος λαός είναι σήμερα οι "Ελεύθεροι πολιορκημένοι" της Ευρώπης, του κόσμου ολόκληρου. "Ιδανικό" των αντιπάλων τους είναι να αυξήσουν όσα έχουν, να περνάνε ακόμα καλύτερα και να εμφανίζονται σαν Μεσσίες που θα σώσουν τον κόσμο - το δικό τους κόσμο που έχει φτάσει στο τελευταίο σκαλί της κατρακύλας.

Ομως, οι λαοί που αγωνίζονται, υπερασπίζονται αυτά που κανείς δεν μπορεί να τους πάρει παρά μόνο με το θάνατο: Την ελευθερία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τις αναμνήσεις, τα όνειρα, την αγάπη. Με δυο λόγια, υπερασπίζονται την ψυχή τους, την ίδια την ανθρωπιά...

"Εχουνε ψυχή και βαστούνε", όπως λέει στη συγκλονιστική αφήγησή της μια αγρότισσα, μιλώντας στον "Κοινό Λόγο" της Ελλης Παπαδημητρίου. Η γυναίκα αυτή που μιλάει σαν κορυφαία αρχαίας τραγωδίας, ψάχνει να βρει τα κόκαλα του παιδιού της που σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο. Και - δυστυχώς - η μαρτυρία της είναι τόσο επίκαιρη, ύστερα από τόσα χρόνια...

"Εχουνε ψυχή και βαστούνε"

... "Απ το χωριό πήραμε κρασί, στραγάλια, σταφίδες, ένα ρόδι. Στο τελευταίο χωριό μας έδωσε τσάπα μια γριά που μας κοίμισε. "Να πάτε. Να πάτε στο καλό, να τα βρείτε τα παιδιά μας, εγώ δεν ξέρω κατά πού να πάω, γήτανε φευγάτος ο δικός μου εγγονός, πέρασε θάλασσα και πήε, αλίμονο".

Στο δρόμο απαντήσαμε κι άλλες γυναίκες φορτωμένες χόρτα: "Πού πανταπάτε; Μπας πάτε για τα παιδάκια σας";..

... "Μα πώς να το βαστάξω, πώς να σ' έχω περιφρονημένο, να σ' έχουνε περιφρονημένο και στο θάνατο, γιε μου... Αμ, σας θα περάσει, σκυλιά; Πήρα και σημάδεψα κείνο το μέρος όλο με ασβέστη, έφεξε σα μάρμαρο". "Και μεις τα ίδια, κι άλλες πόσες ακόμη, ψάχνομε".

Απ' το Στενό παραπάνω είναι τα τρία Ελάτια κι από κει "ενός τσιγάρου δρόμο, τραβήξτε δεξιά" μας ορμήνεψε κείνος ο φυλακισμένος αντάρτης. Και να ιδείς κείνα τα δέντρα του βουνού, τα πήζουνε οι πρωινές δροσιές κι οι πάχνες και κρυσταλλιάζουνε, άμα ψηλώσει ο ήλιος πες πως λάμπουνε αναμμένοι πολυέλαιοι, τα μάτια θαμπώνανε απ' το κλάμα κι απ' τη λάμψη. Στα πουρνάρια κρέμουνται τα μούσκλια σα γονίδι του μελισσιού, θρέφουνε και κρεμούνε στο απάγκιο του δέντρου, απ' του Νοτιά τη μεριά, όσοι χάνουν το δρόμο στο δάσος απ' τα μούσκλια γνωρίζουνε Νότια και Βόρια, μας το λέγαν αυτοί. Μες στους λόγγους είχανε αυτοί γιατάκια, κρυμμένοι σαν τ' αγρίμια, παιδί μου, έχουνε ψυχή και βαστούνε, ας μη κερδίζομε...

Κι ένα κοριτσάκι το 'στειλε η γριά μαζί μας. Αμα φτιάξαμε, άνοιξε τα χεράκια του και μας είπε: "Από δω κι από κει να σκάψετε" και μου λέει η νύφη μου: "Ε, μάνα, τον ήβραμε τάχα το Μανόλη;".

Πέτρες ήτανε πολλές, χωμένες στο χώμα και καταμεσίς μιαν ίσια πέτρα σα χτιστή, με τα νύχια σκάβαμε και σκούζαμε, γυρίζαμε γύρω γύρω, βάθυνε ο λάκκος, τους σκάβουνε πιο βαθιά οι σύντροφοι, ένα μπόι για προφύλαξη, μη τους βρουν οι άλλοι.

Κι άξαφνα φανήκανε τα κοκαλάκια της κεφαλής, σα μαργαριτάρια, κόρες μου, πιάσαμε το θρήνο και ψάχναμε και κοσκινίζαμε, ήβραμε κομμάτι χακί, ήβραμε κουμπιά, κόπτσες, αχ, σου φεύγει το αίμα τέτοιες ώρες, σαν το ξερό σφουγγάρι γίνεσαι, ήβραμε κι ένα ποδάρι, όχι τ' άλλο. Τάχα λιώνουνε κάμποσα κόκαλα πιο καλά, τάχατε ήτανε το παιδί σακατεμένο; Μαζέψαμε και τα κουμπιά και τα φιλούσαμε, "γιε μ' που σου τα 'ραψα μια νύχτα που κατέβηκες κρυφά", κι ο τόπος, καλέ, μοσχοβολούσε, καθώς τ' αποθέσαμε όλα σ' ένα κάτασπρο μαντίλι, όμορφα όμορφα, "σταθείτε, λέω, μην απλώσει άλλη καμιά", κι άρπαξα εγώ τη μασέλα του στη φούχτα μου, γνώρισα ένα χρυσό δοντάκι που το 'χε από μικρός που πήγαινε σχολείο, τον είχε πάει ο μπάρμπας του στη Χώρα.

Πλύναμε τα κόκαλα όλα με κρασί, κόψαμε δυο κλώνους έλατο, στρώσαμε πάνω τ' άσπρο μαντίλι και πάλι ένα μεταξωτό. "Αχ, γιόκα μου, εσύ σαι, ο λιόντας, ο πεύκος μου, και σε βαστώ σ' ένα δεματάκι, οχ στην αμασκάλη...".


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ