Κυριακή 25 Ιούλη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
Η στρατιωτικοπολιτική σύσκεψη και η λύση Καραμανλή

Η πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση προέκυψε από τις εργασίες της σύσκεψης πολιτικών και στρατιωτικών, που πραγματοποιήθηκε στις 23 Ιούλη 1974, με πρωτοβουλία, φαινομενικά τουλάχιστον, των τελευταίων.

Ηταν 2 μ.μ., περίπου, όταν, στα παλαιά ανάκτορα, άρχισαν να συσκέπτονται οι πολιτικοί με τους στρατιωτικούς. Από τους πολιτικούς είχαν κληθεί και συμμετείχαν ο Παν. Κανελλόπουλος, ο Γεώργ. Μαύρος, ο Σπ. Μαρκεζίνης, ο Γ. Α. Νόβας, ο Στ. Στεφανόπουλος, ο Π. Γαρουφαλιάς, ο Ξεν. Ζολώτας και ο Ευάγγ. Αβέρωφ. Από τους στρατιωτικούς, παρόντες ήταν ο πρόεδρος της χουντικής Δημοκρατίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος, ο αρχηγός ΓΕΣ αντιστράτηγος Ανδρ. Γαλατσάνος, ο αρχηγός ΓΕΝ αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης και ο αρχηγός ΓΕΑ Αλ. Παπανικολάου.

Η σύσκεψη, όπως προκύπτει από τις διάφορες μαρτυρίες (πρακτικά υποστηρίζεται ότι δεν κρατήθηκαν), απέρριψε τη δημιουργία κυβερνητικού σχήματος με τη συμμετοχή πολιτικών και στρατιωτικών και υιοθέτησε τη λύση μιας αμιγώς πολιτικής κυβέρνησης. Φαίνεται, όμως, ότι οι πολιτικοί δέχτηκαν τον όρο των στρατιωτικών, η κυβέρνηση να σχηματιστεί από πρόσωπα του λεγόμενου εθνικόφρονα χώρου, δηλαδή από το Κέντρο και τη Δεξιά, και να αποκλειστούν οι κομμουνιστές, αλλά και οι θεωρούμενοι ως συνοδοιπόροι τους. Ετσι, αρχικά αποφασίστηκε να σχηματίσει κυβέρνηση ο Π. Κανελλόπουλος σε συνεργασία με τον Γ. Μαύρο, δηλαδή η παλιά ΕΡΕ με την παλιά Ενωση Κέντρου. Στη συνέχεια όμως, όταν έγινε ένα διάλειμμα περίπου τριών ωρών (από τις 5.30 ως τις 8 το απόγευμα) για να σχηματισθεί ο κατάλογος του υπουργικού συμβουλίου, στο παρασκήνιο, οι πέντε στρατιωτικοί κι ένας πολιτικός, ο Ευάγγ. Αβέρωφ, που δεν έφυγε από τα παλιά ανάκτορα, αποφάσισαν - όπως και έκαναν, άλλωστε - να καλέσουν τον Κ. Καραμανλή από το Παρίσι και να του αναθέσουν το σχηματισμό κυβέρνησης. Το γεγονός αυτό φανερώνει τις ιδιαίτερες σχέσεις του Αβέρωφ με την ντόπια και ξένη ολιγαρχία, αλλά και με το στρατό, στις τάξεις του οποίου είχε ισχυρή επιρροή, ουσιαστικά ηγετικό ρόλο και γι' αυτό, άλλωστε, έγινε στη συνέχεια υπουργός Εθνικής Αμυνας. Φανερώνει, επίσης, πως η ντόπια ολιγαρχία και οι ξένοι ήθελαν τη λύση Καραμανλή - και δεν είχαν καμία διάθεση να δώσουν αρχηγικό προβάδισμα στο χώρο της Δεξιάς στον Παν. Κανελλόπουλο - εφόσον η κυβέρνηση που θα διαδεχόταν τη χούντα δε θα ήταν πρόσκαιρη, μεταβατική ανάμεσα σ' ένα στρατιωτικό κι ένα πολιτικό καθεστώς, αλλά αμιγώς πολιτική και με μονιμότερα χαρακτηριστικά, που θα βοηθούσαν να τεθούν οι βάσεις του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Το κατεστημένο δεν ήθελε να κάψει το χαρτί του Καραμανλή, αξιοποιώντας τον σε πρόσκαιρες πολιτικές λύσεις, γεγονός που ο Μαρκεζίνης το υπογράμμισε έντονα κατά τις εργασίες της σύσκεψης, όταν ακόμη δεν ήταν σαφές τι είδους κυβέρνηση θα σχηματιζόταν. "Ο Καραμανλής - είπε - αποτελεί κεφάλαιον πολιτικής εφεδρείας και δι' αυτό δεν πρέπει να αναλάβη να σχηματίση αυτήν την κυβέρνησιν διότι θα φθαρή" (στρατηγού Γρ. Μπονάνου, στο ίδιο, σελ. 288).

Η επιλογή του Καραμανλή ήταν η καλύτερη λύση για την οικονομική ολιγαρχία του τόπου και το καθεστώς της αμερικανοκρατίας. Επρόκειτο για έναν πολιτικό που έλειπε από την Ελλάδα και την ενεργό πολιτική δράση πάνω από δέκα χρόνια και δεν είχε φθαρεί στους πολιτικούς ανταγωνισμούς που ακολούθησαν της αποχώρησής του, ιδιαίτερα σ' αυτούς της διετίας 1965 - 1967. Δεν πολιτεύτηκε ποτέ επικίνδυνα για το κοινωνικό καθεστώς και πάντα ακολουθούσε μια πολιτική, που έπαιρνε υπόψη της τα συνολικά συμφέροντα του καπιταλισμού στην Ελλάδα και των ξένων συμμάχων του. Πριν τη δικτατορία, υποστήριξε με πάθος την ανάγκη να υπάρξει στη χώρα μια έκτακτη κατάσταση, μια δικτατορία με κοινοβουλευτικό μανδύα για τη διασφάλιση των συμφερόντων του συστήματος. Ακόμη, απευχόταν, αλλά δεν έβλεπε αρνητικά, ως έσχατη λύση, την επέμβαση του στρατού, αρκεί να γινόταν υπό ορισμένες προϋποθέσεις που δε θα οδηγούσαν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Επίσης κατά τη διάρκεια της χούντας απέφυγε την ενεργό αντιδικτατορική δράση και πάντα υπογράμμιζε την ανάγκη να υπάρξει διάδοχη λύση χωρίς την ενεργό παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα.

Αντιδράσεις, διδάγματα και προοπτικές

Στις 24 Ιούλη 1974, στις 2 τα χαράματα, το προσωπικό αεροπλάνο του Γάλλου Προέδρου Ζισκάρ Ντ' Εστέν προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, φέρνοντας στην Ελλάδα τον Κ. Καραμανλή. Λίγες ώρες μετά, ο Καραμανλής ορκιζόταν πρωθυπουργός. Η χούντα είχε πλέον παραδώσει την κυβερνητική εξουσία - και τυπικά - και στη θέση της επανερχόταν η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ετσι άνοιγε ένα νέο πολιτικό κεφάλαιο στη χώρα, που συνήθως προσδιορίζεται με τον όρο μεταπολίτευση. Για την αλλαγή αυτή, το ΚΚΕ είχε, τότε, τονίσει, με απόφαση της ΚΕ του, ότι "αποτελεί προσπάθεια αναπροσαρμογής της πολιτικής των Αμερικανών και των άλλων κύριων δυνάμεων του ΝΑΤΟ στις νέες συνθήκες, εθνικές και διεθνείς" ("Από το 9ο ως το 10ο Συνέδριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα", εκδόσεις ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 28). Αλλά και ο αρχηγός του ΠΑΚ Ανδρέας Παπανδρέου με δήλωσή του στο BBC, το βράδυ της 23ης Ιούλη, έλεγε: "Η Νέα ΝΑΤΟική φρουρά εγκαταστάθη στην Ελλάδα. Πηγή της εξουσίας της παραμένουν οι Αμερικανοί, το ΝΑΤΟ και οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, που βαρύνονται σήμερα και με την εθνική προδοσία στο Κυπριακό". Βεβαίως, αργότερα, ο ίδιος ο Παπανδρέου και το κόμμα του, το ΠΑΣΟΚ, απαρνήθηκαν αυτές τις εκτιμήσεις, πράγμα που καθιστά αμφίβολο αν τις πίστεψαν ποτέ. Ομως, εκείνο που έχει τη σπουδαιότερη σημασία για το σήμερα δεν είναι τόσο οι παλινωδίες του ιδρυτή της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Το σπουδαιότερο είναι ότι όσα εκτιμούσε τότε το ΚΚΕ - αλλά και το ΠΑΚ - για το χαρακτήρα της αλλαγής του '74 έχουν επιβεβαιωθεί από την ίδια τη ζωή. Η μεταπολίτευση σφραγίστηκε από το δόγμα του "ανήκομεν εις την Δύσιν", που ο Καραμανλής φρόντισε να διακηρύξει από την πρώτη στιγμή της επιστροφής του στην Ελλάδα και το ΠΑΣΟΚ υπερασπίστηκε μέχρις εσχάτων, όταν ανέλαβε την κυβερνητική εξουσία. Η εξάρτηση από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, όχι μόνο δεν αποδυναμώθηκε, αλλά και ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, παρά το γεγονός ότι ήταν η βασική αιτία της 7χρονης τυραννίας και της κυπριακής τραγωδίας. Δίπλα, μάλιστα, σ' αυτή τη σχέση εξάρτησης σφυρηλατήθηκαν τα δεσμά της εξάρτησης από την ΕΟΚ, τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση. Επίσης τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας, που στήριξε και στηρίχθηκε στη δικτατορία, όχι μόνο δε θίχτηκαν, αλλά κατέληξε να γίνουν και ιδεολογική σημαία, θέσφατο και ταμπού, που ακούει στο όνομα "οικονομία της ελεύθερης αγοράς". Τέλος, το αστικό πολιτικό σύστημα ενισχύθηκε με την πολιτική των διακρίσεων, της εξαγοράς των λαϊκών συνειδήσεων, του εκφυλισμού μαζικών οργανώσεων, με τη νόθευση της λαϊκής θέλησης μέσω καλπονοθευτικών συστημάτων, με μια πολιτική που εδραίωσε το δικομματισμό, την εναλλαγή, δηλαδή, στην κυβέρνηση δύο μεγάλων αστικών κομμάτων, στις συμπληγάδες των οποίων συνθλίβονται οι λαϊκές αντιδράσεις και αμβλύνονται κατ' αυτόν τον τρόπο οι ταξικές αντιθέσεις.

Οι οραματισμοί, οι αγώνες και οι επιδιώξεις του αντιδικτατορικού κινήματος για προοδευτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, κόντρα στα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας και της ξένης εξάρτησης, όχι μόνο δε δικαιώθηκαν, αλλά και παραμένουν επίκαιρα όσο ποτέ. Το ΚΚΕ συνεχίζει να κρατάει ψηλά τη σημαία αυτών των αγώνων, δείχνοντας το μόνο δρόμο της δικαίωσης μέσα από τη συγκρότηση και δράση του Αντιιμπεριαλιστικού - Αντιμονοπωλιακού - Δημοκρατικού Μετώπου.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ