Του Γιώργου Κ. ΤΣΑΠΟΓΑ
Ανθρώπινα κοπάδια ξεχύνονται στους δρόμους. Για το καθημερινό μαγκανοπήγαδο του μόχθου. Στην αναζήτηση του μεροκάματου - αν υπάρχει κι αυτό - που όλο και φτωχαίνει - που όλο και δε φτάνει, για να εξασφαλιστούν οι δείκτες της ΟΝΕ λιτότητας.
Κουρασμένα μάτια κρατούν ακόμη τις βραδινές εικόνες της τηλεοπτικής φρίκης και του αίματος, των σεξολάγνων φαντασιώσεων και των περισπούδαστων αναλύσεων.
Δε φτάνουν, μονολογεί φωναχτά, δε φτάνουν, είναι βλέπεις και το παιδί... Δεν κατάλαβε πότε έσβησε το πράσινο, πότε άναψε το κόκκινο. Κάνει να προχωρήσει τη στιγμή που ένα αυτοκίνητο ορμά ακάθεκτο. Κάποιος τον τραβάει και τον επαναφέρει στο πεζοδρόμιο:
- Παρ' ολίγο να σκοτωθείς, χριστιανέ μου. Σχεδόν απολογητικά ο άλλος:
- Προβλήματα, βλέπεις. Εγώ άνεργος και το παιδί άρρωστο...
Στο απέναντι πεζοδρόμιο ο κουλουράς. Ρωμιός σαρκαστικός:
- Πάρτε, πάρτε δυο κουλούρια, όσο και η αύξηση του μισθού σας.
Στον τοίχο έχει ξεμείνει μια γιγαντοαφίσα με τα 20.000 (!) έργα και ημέρες του ΠΑΣΟΚ και λοξά δίπλα: ΠΑΣΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο.
Στο τρένο μέσα, αρχίζει η παρέλαση της πραγματικής και της οργανωμένης επαιτείας. Μια φτωχοντυμένη ρίχνει ένα νόμισμα και σχεδόν δικαιολογείται στη διπλανή της:
- Για να ζητιανεύουν θα πει ότι είναι πιο φτωχοί από μας.
Ενα κορίτσι κρατάει ανοιχτή την πρώτη σελίδα του "Ριζοσπάστη": "Δε θα περάσει η βία της νέας τάξης - Ο λαός και θέλει και μπορεί".