Σάββατο 14 Αυγούστου 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΖΑΛΙΚΑ

Λίγες μέρες ύστερα από τη δολοφονία του Κ. Βιδάλη, η φιλολογική σελίδα του "Ριζοσπάστη" (29 Αυγούστου 1946) τιμητικά παραχωρούσε χώρο κι έγραφε: "Ο αξέχαστος σύντροφός μας, σε πολλά γραφτά του, παρουσίαζε μια έκτακτη λογοτεχνική χάρη. Αναδημοσιεύουμε εδώ τις εντυπώσεις του από ένα ταξίδι στη Θεσσαλία μέσα στην Κατοχή από την "Πρωία" της 20ής Νοέμβρη 1941, με τίτλο: "Από τη ζωή της υπαίθρου", "Ζαλίκα" - Αι γυναίκες υποζύγια - Ο άνθρωπος ως μεταφορικόν μέσον"".

Ο "Ρ" δημοσιεύει σήμερα αυτό το θαυμάσιο ρεπορτάζ - υπόδειγμα, όχι μόνο στη μορφή γραφής του αλλά και στη δύναμή του να ζωντανεύει την πραγματικότητα για τον αναγνώστη.

Στο χάνι, ένα μαγαζί που είναι λίγο από όλα, από φαρμακείο μέχρι ξενοδοχείο ύπνου, στέκονται οι Αργιθιάτες, μέχρις ότου πάρουνε τη μεγάλη απόφαση: Να καβαλήσουνε τ' Αγραφα και να φθάσουνε στα χωριά τους. Θα περάσουνε βουνά και βουνά και έπειτα από οκτώ ώρες πορεία θα πιάσουνε τον πρώτο κατήφορο. Θα ανεβοκατέβουνε και πάλι, μέχρις ότου επιτέλους, πίσω από τον κόσμο, αντικρίσουνε τα σπίτια τους.

Είναι βράδυ και το φως της λάμπας είναι τόσο φτωχό που μόλις ξεχωρίζουνε οι φυσιογνωμίες. Η πόρτα ανοίγει. Ο αέρας με το φύσημα δυναμώνει για μια στιγμή τη φλόγα της λάμπας. Μια γυναίκα που μόνο η σκιά της φαίνεται μπαίνει με δυσκολία. Προσέχει μην τυχόν και ακουμπήσει την πόρτα. Αυτή είναι η παραξενιά του μαγαζάτορα, ο οποίος παραστέκει όρθιος κοντά στην είσοδο. Στρίβει απ' εδώ, γυρίζει λίγο απ' εκεί κι έτσι περνάει. Σε κάθε της βήμα το πάτωμα τραντάζει. Είναι φορτωμένη γερά στην πλάτη. Κατευθύνεται σε μια γωνιά και κάθεται χάμω. Πίσω της μπαίνει άλλη μια, με την ίδια δυσκολία και προσοχή. Είναι κι αυτή φορτωμένη "ζαλίκα". Από κοντά μπαίνει ένας χωριάτης με ένα ταγάρι στον ώμο. Επιθεωρεί τις γυναίκες και έπειτα καλησπερίζει. Κάθεται μαζί με τους άλλους και κουβεντιάζουν. Οι δύο γυναίκες προχωρούν δειλά - δειλά και σωριάζονται σε δύο καρέκλες. Η περπατησιά τους τώρα είναι ήσυχη. Το πάτωμα δεν τρίζει. Η πρώτη, η Σοφία, δε μιλάει και δεν κουνιέται. Εχει στηθεί παράμερα σε μια καρέκλα, σαν ένας μαύρος σφιχτοδεμένος κόμπος. Το μόνο που ξεχωρίζει είναι το κεφάλι της. Το έχει τυλίξει με ένα μαύρο μαντίλι. Από το πρόσωπό της μόνο τα μάτια της φαίνονται, δυο μάτια ανέκφραστα από την κούραση όμοια με του μουλαριού. Τα μάγουλά της είναι φουσκωμένα και αναμμένα από το ξεθέωμα της ανηφοριάς.

Η άλλη, η Ελένη, ένα κορίτσι μόλις 18 χρόνων, έχει μεγαλύτερη διάθεση. Είναι ακόμη νέα και δεν έκλεισε τη σειρά της. Τους προσφέρουνε λίγο ψωμί κι αυτές το κρατάνε στα χέρια σα να μην έχουνε δύναμη να το φέρουνε στο στόμα τους. Μασουλάνε δυο - τρεις φορές και σταματάνε.

- Γιατί δεν τρως; Μην ντρέπεσαι. Να πάρε κι αυτό.

- Μασουλάω. Ο Θεός να σας έχει καλά.

Το στόμα της δεν ανοιγοκλείνει. Η κούραση και το αποκάμωμα έχουνε φάει την όρεξη και τη διάθεση.

Η συζήτηση αρχίζει. Τις δύο γυναίκες τις χρησιμοποιεί για υποζύγια ο συνοδός. Πάνε για το Λεοντίτι, 10 ώρες τουλάχιστο δρόμο. Τις κατέβασε φορτωμένες με "βιος" για το παζάρι και του μεταφέρουνε τώρα 45 οκάδες πράγματα. Η μια - η Σοφία - σηκώνει 30 οκάδες, η άλλη - η Ελένη - το κορίτσι, 15 οκάδες. Πληρώνονται, βέβαια, γι' αυτή τη δουλιά. Παίρνουνε τρεις ολόκληρες δραχμές την οκά. Το αγώγι δεν ακρίβυνε, παραμένει ακόμα το ίδιο. Των μουλαριών, όμως, ανέβηκε. Το χόρτο κάνει 45 δραχμές η οκά. Πάνω στα χωριά της Αργιθέας, ολόκληρες οικογένειες, που η φτώχεια τις τσιτσιρίζει χρόνια, είναι άνθρωποι - υποζύγια: "Ζαλικώνονται". Το καλαμπόκι αυτές το μεταφέρουνε όλο το χειμώνα από το Μουζάκι απάνω στην Αργιθέα: Εκατό χιλιάδες τουλάχιστο. Περπατάνε μέσα στο χιόνι, στα νερά.

- Δεν τις νοιάζει, είναι συνηθισμένες, παρατηρεί ο μαγαζάτορας.

***

Οι δύο γυναίκες κάθονται χωρίς να μιλάνε καθόλου. Το πρόσωπό τους εξακολουθεί να είναι ανέκφραστο. Κάπου - κάπου ένας βαθύς αναστεναγμός βγαίνει μέσα από τα φυλλοκάρδια τους.

- Ο Θεός να σας έχει καλά. Τον ευχαριστώ. Ο άνδρας μου πάνε τρία χρόνια που πέθανε. Εχω ένα μικρό παιδί 7 χρόνων. Γι' αυτό ζαλικώνομαι. Τρία χρόνια έχω στην τριχιά. Μόνο σαν βγάλω τα τριφύλλια στα μάτια θα ησυχάσω.

Αυτό είναι το δράμα της. Στον τάφο, μόνο εκεί θα ξεκουραστεί, αλλά και εκεί πάλι μόνο όταν φυτρώσουνε τριφύλλια.

- Αν έχετε τίποτα δικά σας πράγματα να σας τα κουβαλήσω... Τι το θέλατε το μουλάρι... Μπορώ να σηκώσω ακόμα ζαλίκα. Δεν έχω μεγάλο βάρος. Τα προσέχω τα πράγματα και θα δείτε, δε θα πάθουνε τίποτα. Δώστε μου ό,τι θέλετε. Το κορίτσι απ' εδώ δεν μπορεί! Τώρα μπήκε στην τριχιά.

Το φως της λάμπας έχει πέσει ακόμα περισσότερο. Σχεδόν μόνο η καύτρα του φιτιλιού φωτίζει. Ο μαγαζάτορας φωνάζει: "Αϊντε για ύπνο". Ολοι ανεβαίνουμε στο επάνω πάτωμα. Οι δύο γυναίκες φορτώνονται τη ζαλίκα τους και την ανεβάζουνε επάνω. Ψάχνουνε καλά μέσα στο σκοτάδι και ακουμπάνε τα πράγματα. Λύνουνε την τριχιά που είναι δεμένα, τα συγυρίζουνε, ξαναδένουνε το σχοινί και κατόπιν κουρνιάζουνε πάνω στο πάτωμα. Οι χωριάτες, αφού κοιτάξανε κάτω στο στάβλο τα μουλάρια, ανεβαίνουνε ένας - ένας. Ταχτοποιούνται και αρχίζουνε το τραγούδι. Είναι η βραδινή τους προσευχή για κείνους που χαθήκανε πέρα σε άλλα, ξένα βουνά.

***

Πριν ακόμα το θάμπωμα διαλυθεί, οι Αργιθιάτες έχουνε ξεκινήσει. Λογαριάζανε το απομεσήμερο να βρίσκονται στα χωριά τους. Οι δύο γυναίκες έχουνε ξεκινήσει από ώρα και ωστόσο ακόμη βρίσκονται εδώ στον πρώτο ανήφορο.

Εξι ώρες ξεθεωτική ανηφοριά και να η ράχη. Μια εκκλησούλα πάλλευκη αποτελεί το υψόμετρο, 1.900 μέτρα. Είναι συγχρόνως ο τόπος των πιστών, ο σταθμός και το καταφύγιο. Ο άγριος βοριάς έχει ξυρίσει τα δέντρα και μόνο κάτι κατσιασμένα έλατα έρπουνε πάνω στη γη.

Οι δύο γυναίκες με το βαρύ φορτίο στην πλάτη προχωρούνε σιγά. Τα κεφάλια τους λίγο απέχουνε από τη γη. Δε βλέπουνε παρά μόνο τα δάχτυλα του ποδαριού τους που σέρνεται εμπρός και τα χαλίκια και τις πέτρες του μονοπατιού. Τρία χρόνια τώρα τα μάτια της Σοφίας δεν έχουνε δει τίποτε άλλο από το δρόμο. Τα χέρια κρατούνε γερά, εμπρός στο στήθος, την τριχιά. Η ζαλίκα από πάνω κουνιέται ρυθμικά σε κάθε βηματισμό. Κατά διαστήματα, οι γυναίκες κάθονται κάτω, χωρίς να αφήνουνε τη ζαλίκα και τότε μόνο βλέπουνε τον ουρανό και δίπλα τους. Πίσω τους έρχονται δύο μουλάρια φορτωμένα κι αυτά γερά. Το φορτίο τους κινείται και αυτών ρυθμικά ανάλογα με την περπατησιά τους. Από τα ρουθούνια τους ξεφυσάνε. Οι χωριάτες ακολουθούνε τα ζώα και τις γυναίκες - υποζύγια. Κουβεντιάζουνε, γελάνε, παρατηρούν. Τα τοπία, που αργά - αργά εναλλάσσονται, είναι ένας πλούτος ολόκληρος από εικόνες.

Μουλάρια, γυναίκες - υποζύγια και η συνοδεία τους φθάσανε στη ράχη. Τα ζώα σταθήκανε στο προαύλιο. Οι άνθρωποι μπαίνουνε στην εκκλησούλα. Οι δύο γυναίκες σωριάζονται με τη ζαλίκα χάμω, δίπλα από τη χόβολη της φωτιάς, που είχανε ανάψει άλλοι περαστικοί Αργιθιάτες. Δεν έχουνε τη δύναμη να σηκωθούν και κάνουνε το σταυρό τους καθιστές. Θα σταθούν εδώ κάμποσο για να ξαποστάσουν. Μόνο σα βγάλουνε "τριφύλλια στα μάτια" θα ησυχάσουν.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ