Κυριακή 12 Σεπτέμβρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 34
Ο ΔΣΕ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ
"... Είσαι ελεύθερος!"

Μια αληθινή ιστορία για τη συμπεριφορά των ανταρτών απέναντι στους αιχμαλωτισθέντες φαντάρους (*)

"...Ημουνα στο Αρχηγείο Βερμίου. Αρχηγός ο Διάκος (ψευδώνυμο). Αργότερα ο Λευτεριάς (ψευδώνυμο). Δε θυμάμαι ποιος ήταν αρχηγός, όταν έγινε αυτή η ιστορία. Νομίζω, ο δεύτερος, ο Λευτεριάς.

Επαιζε και η αφεντιά μου κάποιο ρόλο στη διοίκηση του Αρχηγείου. Λοιπόν, σε μια επιχείρηση στο Βορειοανατολικό Βέρμιο, πιάσαμε μερικούς αιχμαλώτους. Ανάμεσά τους ήταν κι ένας από την περιοχή της Νάουσας. Υπάλληλος, δε θυμάμαι πια, αν ήταν δημόσιος ή ιδιωτικός. Παντρεμένος με 2 - 3 παιδιά. Ετυχε να βρίσκομαι στο σταθμό διοίκησης και τους έφεραν σε μένα. Πρόχειρη ανάκριση. Και το κλασικό ερώτημα: "Τι θέλετε τώρα; Θέλετε να μείνετε μαζί μας ή θέλετε να φύγετε;". Στην αρχή, ήταν πολύ διστακτικοί. Φοβόντουσαν. Τελικά, με δυσκολία είπαν πως θέλουν να φύγουν. Να μη μείνουν στο βουνό μαζί μας. Οι δυσκολίες, είπαν, οι οικογένειες πίσω, τα παιδιά κλπ. Ενας μαχητής δίπλα μου, τους είπε, θυμωμένος, πως κι εμείς έχουμε και γυναίκες και παιδιά... Ζάρωσαν. Φοβήθηκαν ακόμα περισσότερο. Τελικά, τους πήραμε τις στολές, τους δώσαμε κάτι παράταιρα σακάκια, παντελόνια αντάρτικα, τους εφοδιάσαμε με φύλλα πορείας, για να μην τους σταματήσουν τα φυλάκιά μας στο δρόμο προς τη Νάουσα, Εδεσσα ή όπου αλλού ήθελαν να πάνε και τους αφήσαμε να φύγουν. Κι έφυγαν. Τους συμβουλέψαμε μονάχα, να μην τύχει και τους ξαναπιάσουμε, γιατί θα έχουν κακά ξεμπερδέματα. Καθαρές κουβέντες.

Υστερα από αρκετούς μήνες, ξανάγιναν επιχειρήσεις, στην ίδια περίπου περιοχή του Βορειοανατολικού Βερμίου. Τα τμήματά μας έπιασαν έναν αιχμάλωτο, μου τον έφεραν. Ηταν ο υπάλληλος, που είχαμε πιάσει πριν από κάμποσους μήνες μαζί με τους άλλους που τους είχαμε αφήσει να φύγουν. Αλλά και προειδοποιήσει να μην τύχει και ξαναπέσουν στα χέρια τους, γιατί θα έχουν κακά μπερδέματα.

Ετρεμε. Τον θυμήθηκα. Με θυμόταν και κείνος. Τον ρώτησα, γιατί τρέμει. "Να, εσείς τώρα θα με σκοτώσετε", μου απάντησε. Κι έτρεμε σύγκορμος. Και ιδρώτας έτρεχε από το πρόσωπό του. "Κι αν ήταν να με σκοτώσετε με μια σφαίρα, πάει κι έρχεται. Αλλά, θα με βασανίσετε κιόλας. Γι' αυτό φοβάμαι. Γι' αυτό τρέμω". "Και ποιος σου είπε ότι θα σε βασανίσουμε κι ότι θα σε σκοτώσουμε;". "Να, έτσι μας λένε, πως όσους πιάνετε, τους κόβετε χέρια, μύτες κι, ύστερα, τους σκοτώνετε. Πολύ περισσότερο εμένα, που έπεσα στα χέρια σας για δεύτερη φορά. Κι έχω γυναίκα και παιδιά". Ελεγε κι έκλαιγε. Ηταν να τον λυπάσαι. "Κι εμείς έχουμε γυναίκες και παιδιά", είπα. "Πάντως, δεν είμαστε τέτοιοι που λες. Οτι βασανίζουμε και σκοτώνουμε. Εμείς αγαπάμε τους ανθρώπους και πολεμάμε για τη λευτεριά και την ευτυχία τους. Κι ας πούμε ότι σε σκοτώνουμε. Τι θα κερδίσουμε; Σκέψου το. Θα στερήσουμε το στρατό από ένα στρατιώτη. Χαρά στο πράμα. Να σε σκοτώσουμε για παραδειγματισμό; Και ποιος θα το μάθει εδώ στο βουνό; Κανένας. Κι όσοι το μάθαιναν, θα έλεγαν ότι σε σκοτώσαμε, γιατί απλώς είμαστε φονιάδες, εγκληματίες". "Και τι θα με κάνετε;", ρώτησε με σβησμένη φωνή. "Πρώτα, θα σε ρωτήσω μήπως, έστω τώρα, θέλεις να μείνεις μαζί μας στο βουνό. Αν θέλεις, θα είσαι ευπρόσδεκτος σαν ισότιμος με μας αγωνιστής. Αν πάλι δε θέλεις, θα σ' αφήσουμε να πας στην ευχή του Θεού και της Παναγίας". Τον είδα που ξαφνιάστηκε. Ηταν που είπα "στην ευχή του Θεού και της Παναγίας". "Μην απορείς", του είπα. "Το τι θέλεις να πιστεύεις εσύ είναι δικαίωμά σου. Εμείς δεν υποχρεώνουμε κανέναν να ασπαστεί τις δικές μας θρησκευτικές απόψεις. Μαζί μας είναι και άθεοι και χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Μας συνδέει ένας κοινός σκοπός: Ν' αγωνιστούμε για μια καλύτερη ζωή για όλους, χωρίς πολέμους και χωρίς φτώχεια".

Στο μεταξύ, μια ομάδα που είχε πάει στο πεδίο της μάχης, με την ελπίδα μήπως βρει και κάναν άλλον κρυμμένο σε καμιά πατ'λιά, γύρισε άπρακτη. Την είχαν κοπανήσει οι μάγκες, όταν πείστηκαν ότι όλες οι δυνάμεις μας είχαν αποσυρθεί.

"Και μέχρι πότε θα καθόσουν στην πατ'λιά, που σε βρήκαν τα παιδιά;", τον ρώτησα. "Μπορεί κι ως τα μεσάνυχτα", μου απάντησε. "Είχαμε τέτοιες οδηγίες. Αν κυκλωθούμε και δεν μπορούμε να φύγουμε αμέσως, να κρυβόμαστε σε πατ'λιές μέχρι να περάσει ο κίνδυνος. Κι ύστερα, να βγαίνουμε και να γυρίζουμε στις μονάδες μας. Αλλά αυτό, μόνο σε έσχατη ανάγκη. Οταν ο κίνδυνος να πιαστούμε αιχμάλωτοι είναι άμεσος". "Και πώς σε ανακάλυψαν οι δικοί μας;", τον ρώτησα. "Φαίνεται πως κάποιος με είχε δει που κρύφτηκα στην πατ'λιά. Κι ήρθαν ίσια σε μένα. Είχαν κρυφτεί κι άλλοι στις άλλες πατ'λιές, αλλά στο μεταξύ, το 'σκασαν οι μάγκες". "Κάτσε μαζί μας", του είπα, "μερικές ώρες. Φάε μαζί μας. Και το απομεσήμερο, μας λες τι θέλεις, να μείνεις ή να φύγεις".

Στο μεσημεριανό συσσίτιο είχαμε κουρκούτι, με καλαμποκίσιο αλεύρι. Χαβίτσι, νομίζω, το έλεγαν οι ποντιακής καταγωγής αντάρτες - αντάρτισσες. Κατσαμάκι, το 'λεγαν άλλοι. Μερικοί το 'λεγαν αλευροτέντωμα. Αντί για λάδι, στο κουρκούτι ρίχναμε γουρουνίσιο λίπος. Αλλά τότε είχαμε πρόβλημα με τους μουσουλμάνους το θρήσκευμα, που δεν έτρωγαν γουρουνίσιο κρέας - λίπος. Γι' αυτούς, το κουρκούτι το κάναμε χωριστά, με λάδι.

Το απόγευμα, ζήτησε ο ίδιος να με ιδεί. "Τι αποφάσισες;", τον ρώτησα. "Να μείνω", μου απάντησε, αλλά με σβησμένη φωνή. "Και γιατί θέλεις να μείνεις;", ξαναρώτησα. "Και τι θα γίνει με τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου;". "Να μείνω, λέω", συνέχισε με φωνή που μόλις ακουγόταν, "γιατί, διαφορετικά, εσείς θα με σκοτώσετε". "Δηλαδή, λες να μείνεις από φόβο να μη σε σκοτώσουμε. Και με την πρώτη ευκαιρία, να την κοπανήσεις, να φύγεις, να λιποτακτήσεις". Του μιλούσα με ειλικρίνεια, στα ίσια. Φαίνεται πως το εκτίμησε. Και πήρε τη μεγάλη απόφαση να μιλήσει μαζί μου ειλικρινά, έξω από τα δόντια. "Μας έχουν πει", μου είπε, "να φροντίζουμε να μην πιανόμαστε αιχμάλωτοι. Αν, παρ' όλα αυτά, συμβεί και πιαστούμε, μπροστά στον κίνδυνο να μας σκοτώσουν οι αντάρτες, - οι συμμορίτες, όπως σας λένε - να λέμε πως θέλουμε να μείνουμε μαζί σας. Να καθόμαστε μερικές μέρες. Να μαθαίνουμε τα μυστικά σας: Τι δύναμη έχετε, τον οπλισμό σας, πού λημεριάζετε, κλπ. Και με την πρώτη ευκαιρία να την κοπανάμε και να τους λέμε ό,τι μάθαμε τις μέρες που μείναμε κοντά σας".

"Για να σου πω την πάσα αλήθεια", μου είπε, "δε θέλω να μείνω αντάρτης, παρ' όλο που σας θαυμάζω. Φοβάμαι για τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Γι' αυτό θέλω να φύγω. Να πω ψέματα, πως θέλω να μείνω, να μείνω μερικές μέρες, να την κοπανήσω με την πρώτη ευκαιρία, να με αναγκάσουν αυτοί να τους πω τι έμαθα για σας τις μέρες που έμεινα στο βουνό, δεν το θεωρώ τίμιο. Γι' αυτό σας λέω, πως θέλω να φύγω. Να πάω κοντά στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου". "Και τι θα τους πεις, αν σε ρωτήσουν πού ήσουνα τις ώρες που έλειπες;". "Θα τους πω πως ήμουνα κρυμμένος σε μια πατ'λιά. Πως περίμενα να νυχτώσει για να ξεφύγω από σας κλπ. Θα βρω τρόπο να δικαιολογήσω την πολύωρη απουσία μου, αν δε με σκοτώσετε...". "Να φύγεις", του είπα. "Να είσαι στη Νάουσα, αν είναι δυνατόν, πριν βραδιάσει".

Δεν το πίστευε. Του φκιάξαμε φύλλο πορείας, για να μην τον σταματήσουν τα φυλάκιά μας και του είπαμε "Αϊντε στο καλό". Δεν το πίστευε. Ξεκίνησε να φύγει. Ημασταν στην παρυφή ενός δάσους. Μπροστά μας ήταν ένα μεγάλο λιβάδι. Ξεκίνησε να φύγει. Και πήγαινε πίσω - κώλου, δηλαδή με την όπισθεν. Νόμιζε ότι θα του την ανάψουμε από πίσω. Προχώρησε, πιο σωστά να πω οπισθοχώρησε, γύρω στα 60 - 70 μέτρα και τότε, γύρισε τα πίσω - μπρος κι άρχισε να τρέχει μ' όλη του τη δύναμη, για να γλιτώσει, τάχα, από το πισώπλατο χτύπημά μας, τον πισώπλατο πυροβολισμό μας. Ετσι, τρέχοντας μ' όλη του τη δύναμη, έφτασε σε μια απόσταση, ας πούμε, ασφαλείας από μας, στη μέση περίπου του λιβαδιού, που ήταν μπροστά μας. Εκεί, κάθισε καταή, κάτω στο χώμα. Ενας αντάρτης, που τον παρακολουθούσε με τα κιάλια, μου είπε πως σκούπιζε τον ιδρώτα του, πως κοντανάσαινε από την αγωνία και την κούραση. Τον παρακολουθούσαμε και λέγαμε πως μόλις ξεκουραστεί για λίγο θα ξεκινήσει να πάει στην ευχή του Θεού. Σε λίγο, όμως, τον βλέπουμε να σηκώνεται και να γυρίζει πίσω, προς τη μεριά τη δική μας. Απορήσαμε.

Σε λίγα λεπτά έφτασε, ασθμαίνοντας, στο λημέρι μας. Ηταν κατάκοπος και καταϊδρωμένος. Το πουκάμισό του ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα. Κρύωνε και τα μάτια του ήταν βουρκωμένα. Ηρθε κοντά μου. Μ' αγκάλιασε, με φίλησε και μόλις κατάφερε να μου μιλήσει. "Σ' ευχαριστώ, αδελφέ μου, σ' ευχαριστώ χίλιες φορές. Πρέπει να είστε πολύ καλοί άνθρωποι. Δεν πίστευα ότι, τελικά, θα μ' αφήνατε να φύγω. Πίστευα ότι θα με πυροβολούσατε από πίσω, ότι θα μου την ανάβατε πισώπλατα. Γι' αυτό και έφευγα με την όπισθεν. Αλλά, όταν έφτασα μακριά, θεώρησα χρέος μου να γυρίσω πίσω και να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Και, λοιπόν, θα φύγω, καπετάνιε μου, αλλά με τις καλύτερες εντυπώσεις για σας, για τους ανθρώπους σας και για τον αγώνα που κάνετε". Ομολογώ πως δάκρυσα κι εγώ και οι άλλοι δίπλα μου. Μια αντάρτισσα προσφέρθηκε να του δώσει ένα φρεσκοπλυμένο και σιδερωμένο χακί πουκάμισο, γιατί το δικό του ήταν μούσκεμα. Ευχαρίστησε, αλλά δε δέχτηκε την προσφορά, από φόβο να μη φανεί ότι τον πιάσαμε αιχμάλωτο και τον αφήσαμε. Του σφίξαμε άλλη μια φορά το χέρι και του ευχηθήκαμε να πάει στην ευχή του Θεού και της Παναγίας. Κι έφυγε. Αυτή τη φορά, σίγουρος και ήσυχος ότι δε θα τον πυροβολούσαμε από πίσω, πως είμαστε ειλικρινείς μαζί του.

Δεν έμαθα τι απόγινε αυτός ο άνθρωπος. Δεν ξέρω καν αν ζει. Δε θυμάμαι ούτε το όνομά του. Πέρασαν πάνω από πενήντα χρόνια από τότε...".

* Από το βιβλίο του ΚΩΣΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, που θα κυκλοφορήσει προσεχώς, με τίτλο "Ο τελευταίος των Τριανταφυλλαίων"

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Φοβούνται τις «Χαλυβουργίες» (2011-12-21 00:00:00.0)
Τ' άσπρα λουλούδια (2008-10-19 00:00:00.0)
Τα παιδιά μας... (2007-05-31 00:00:00.0)
ΣΚΕΨΕΙΣ -ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ- ΙΔΕΕΣ (2003-07-18 00:00:00.0)
Ταξιδεύοντας σε φουρτουνιασμένο πέλαγος* (2002-03-17 00:00:00.0)
Νίτσα και Μάχη (2000-06-25 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ