Κυριακή 10 Ιούνη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 29
ΓΥΝΑΙΚΑ
Οι Τσιγγάνες, η Τέχνη και ... κάποια ερωτήματα

Αν υπάρχει κάποιος στην Ελλάδα που όχι μόνο μελέτησε σε βάθος, αλλά έζησε από κοντά τη ζωή των Τσιγγάνων στους καταυλισμούς τους είναι ο ερευνητής και παιδαγωγός Δημήτρης Ντούσας. Μετά τα δυο προηγούμενα βιβλία του, «ROM και φυλετικές διακρίσεις» και «RΟΜ και μουσικοχορευτικός κόσμος», το τρίτο του βιβλίο μάς σεργιανάει στην τέχνη των Τσιγγάνων με ιδιαίτερες αναφορές στην τέχνη των γυναικών χωρίς καθόλου φολκλορικές προθέσεις.

Τίτλος του βιβλίου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βιβλιοτεχνία», είναι «Η Τέχνη των Τσιγγάνων της Ελλάδας και του κόσμου - Ζητήματα Αισθητικής Φιλοσοφίας, φωτογραφικά ντοκουμέντα», αποτέλεσμα δεκαοκτάχρονης έρευνας σ' όλους τους τσιγγάνικους καταυλισμούς και οικισμούς της χώρας μας. Βασική διαπίστωση του συγγραφέα: Μέσα στα παραμύθια και στα τραγούδια των Τσιγγάνων κυριαρχούν οι πατριαρχικές αντιλήψεις. «Η γυναίκα Τσιγγάνα λογαριάζεται και αντιμετωπίζεται ως "κατώτερη". Οι πατριαρχικές όμως αντιλήψεις είναι βασικό στοιχείο των ταξικών κοινωνιών, υπογραμμίζει, από τη δουλοκτητική ως τη σημερινή κοινωνία της μισθωτής σκλαβιάς». Αναζητά πάντα τις αιτίες. «Η νομαδική κι απομονωμένη κοινωνική ζωή των ROM δεν τους βοήθησε να περάσουν από την πατριαρχική οργάνωση της ευρείας οικογένειας στην πυρηνική οικογένεια, που πάει να επιβληθεί στην υπόλοιπη κοινωνία. Αυτόν τον τρόπο ζωής δεν τον επέβαλαν οι ίδιοι οι ROM. Τους επιβλήθηκε ιστορικά, εξαιτίας του αντιτσιγγανισμού. Αρχηγός εξακολουθεί να 'ναι ο παππούς ή ο άνδρας. Ιδρυτική πράξη της οικογένειας είναι ο γάμος, συνήθως εθιμικός, αν και συχνά καταλήγει και στο θρησκευτικό.

Τα αγόρια παντρεύονται σε ηλικία 14-18 χρόνων, ενώ τα κορίτσια από τα 13 έως τα 17 τους χρόνια».

Οι φωτογραφίες μιλάνε...

Πραγματικά, μέσα στο έγχρωμο φωτογραφικό υλικό που φιλοξενείται στο βιβλίο, βλέπουμε νεόνυμφους που είναι σχεδόν παιδιά. Νέους ανθρώπους ήδη παντρεμένους, με πλήθος κουτσούβελα δίπλα τους, γυναίκες και μωρά έξω από παράγκες, γυναίκες να λούζουν βρέφη μέσα σε σκάφη, αλλά και την κρατική εγκατάλειψη: Ενα μωρό να μπουσουλάει δίπλα σε απόνερα σ' έναν τσιγγάνικο καταυλισμό...

Υστερα, το εσωτερικό μιας παράγκας στολισμένο από τη μητέρα του «σπιτιού», αλλά και τα στρωσίδια... Διαβάζουμε:

«Η τελετή του γάμου στον καταυλισμό προϋποθέτει γλέντι για όλους τους καλεσμένους. Τη μέρα του γάμου έχει προηγηθεί η έκθεση της προίκας. Εκεί η νύφη δείχνει τα προικιά της και την τέχνη της: Το κέντημα, το πλέξιμο, τη διακόσμηση, την αισθητική της. Πρόκειται για ένα πολύ σπουδαίο γεγονός της ζωής της. Το βράδυ η τσιγγάνικη ορχήστρα θα διασκεδάσει όλους τους συγγενείς και φίλους. Θα ακούσουν τη μουσική, θα χορέψουν, θα φάνε και θα πιουν. Στην πίστα θα χορεύουν όλοι μαζί, ανά παρέα, κάτω από τους μουσικούς τόνους, το τσιφτετέλι.

»Η μουσική, ο χορός, η ενδυμασία, το κέντημα, το πλέξιμο, η αισθητική της κατοικίας και της διακόσμησης, το παραμύθι, το τραγούδι κι άλλες εκδηλώσεις της κοινωνικής και πνευματικής τους ζωής ξεδιπλώνονται αναγκαστικά εκεί (στον καταυλισμό)».

Ο συγγραφέας δεν είναι υπέρ της διατήρησης όλων των παραδόσεων: Τάσσεται καθαρά ενάντια στις παραδόσεις που φέρνουν τη γυναίκα και γενικότερα την τσιγγάνικη οικογένεια πίσω, σ' έναν ξεπερασμένο τρόπο ζωής. Θέλει να διατηρηθεί η παράδοση με όσα υγιή στοιχεία φέρει, ακόμα και να εξελιχθεί. Γράφει:

«Και είναι φανερό ότι όσο δεν εξελίσσεται η τσιγγάνικη οικογένεια, φάρα και κοινότητα, η τέχνη τους θα εκφράζει το δικό τους κόσμο, τον κόσμο της φτώχειας, και της στέρησης, που έχει ωστόσο μέσα του όλους τους καημούς και πόθους για τον έρωτα, για τη φύση, για την τσιγγάνικη νομαδική ζωή, για τις διακρίσεις και τα βάσανά της...».

Μιλώντας μαζί τους

Σε ιδιαίτερο κεφάλαιο αναπτύσσεται το θέμα: «Το κέντημα, το πλέξιμο, η προίκα και οι Τσιγγάνες». Ο συγγραφέας κάνει έρευνα ανάμεσα στις γυναίκες κατά περιοχές και αναφέρει αποσπάσματα από συνεντεύξεις μαζί τους. Γενικό συμπέρασμα: Τα τελευταία χρόνια, όπως και σ' όλη την Ελλάδα, επικρατούν τα «αγοραστά» και όχι τα χειροποίητα ακόμα και για την προίκα της νύφης.

Τα κεντημένα στο χέρι είναι με μάλλινη κλωστή «τα κεντήματα απεικονίζουν ζώα (πουλάκια, σκυλάκια) φυτά, εικόνες απ' τη φύση, όπως ουράνιο τόξο», λέει μία γυναίκα ROM. Και συνεχίζει: «Τα κεντήματα δεν έχουν θέματα από την τσιγγάνικη ζωή, ίσως γιατί δε θέλουμε αυτά να μας θυμίζουν ένα πράγμα που δεν το αγαπάμε και δεν το θέλουμε». Μια ζωή γεμάτη προβλήματα και ταλαιπωρίες, ιδιαίτερα για τις γυναίκες, πολύ μακριά από τη φολκλορική ωραιοποιημένη αντίληψη που έχουν πολλοί για τον τρόπο ζωής των Τσιγγάνων... Μια ζωή με οξυμένα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Ποιες ανάγκες της Τσιγγάνας εκφράζονται μέσα από το κέντημα και το πλέξιμο; Ποια είναι η αισθητική του τσαντιριού και της παράγκας; Ο συγγραφέας δίνει ενδιαφέρουσες απαντήσεις και έμφαση στην ενδυμασία και τον προσωπικό στολισμό των Τσιγγάνων. Στην ομορφιά του στολισμού τους, αλλά και στην αθλιότητα που όχι σπάνια υπάρχει, καθώς δε διαθέτουν τα στοιχειώδη για εργασία, κατοικία, υγεία, εκπαίδευση, πολιτισμό... Στα παιδάκια που συχνά κυκλοφορούν ημίγυμνα, ξυπόλυτα, μέσα στις λάσπες και στο κρύο, χωρίς να πηγαίνουν στο σχολείο, να κρυώνουν και να αρρωσταίνουν... κοινωνικά απομονωμένα.

Ο δάσκαλος Δημήτρης Ντούσας επιμένει - και πολύ σωστά - πως οι τέχνες, όπως και κάθε δραστηριότητα, είναι αποτέλεσμα μάθησης και εκπαίδευσης. «Αλλά πού είναι, ρωτάει, το οργανωμένο κράτος, να εφαρμόσει εκπαιδευτικά προγράμματα, όχι μόνο χειροτεχνίας, αλλά κάθε είδους; Από επαγγελματικής κατάρτισης μέχρι τέχνης και πολιτισμού;

Ποια ελευθερία;

»Ενώ οι δεισιδαιμονίες, οι προλήψεις, η αμάθεια, η καλλιτεχνική και πνευματική φτώχεια των ROM χαρακτηρίζονται ως στοιχεία "ελεύθερου" τρόπου ζωής (των ROM), που "πρέπει να διαφυλαχτούν και ν' αναπτυχθούν"... Ο πραγματικός κοινωνικός αποκλεισμός πρέπει έτσι να βρει και μια θεωρητική δικαιολογία από τους λακέδες του καπιταλιστικού συστήματος», καταγγέλλει.

«Δεν είναι τυχαίο που ο αναλφαβητισμός, δηλαδή η ανυπαρξία της ικανότητας να γράφουν και να διαβάζουν, έχει βάλει τη σφραγίδα του στον πολιτισμό, την κουλτούρα και την τέχνη "τους"... Δεν έχουν σχολεία, δεν έχουν πρόσβαση στις εφημερίδες, στα θέατρα».

Μιλά για τις μουσικές βιομηχανίες και τους παραγωγούς της λεγόμενης «έθνικ» μουσικής, που βρίσκονται πίσω από μια μειοψηφία Τσιγγάνων καλλιτεχνών, για την αισθητική που επιβάλλεται και στους Τσιγγάνους τηλεθεατές, για τους κανόνες του νονού της αγοράς που επικρατούν παντού. Μιλά όμως και γι' αυτούς τους Τσιγγάνους, που δημιουργούν μόνοι τους, χωρίς επαγγελματική δέσμευση, όπως η Τσιγγάνα που κεντάει γιατί θέλει να στολίσει το τραπέζι, τον «τοίχο» της σκηνής ή της παράγκας.

Η τσιγγάνικη τέχνη μέχρι τώρα ήταν είτε «εξοστρακισμένη», είτε «υποβαθμισμένη» και «στιγματισμένη», είτε σε κάποια είδη της (όπως η μουσική) «υπερτιμημένη». Ο ίδιος ο συγγραφέας «χτυπάει» την εθνικιστική, φυλετική, γλωσσική ή θρησκευτική περιχαράκωση των Τσιγγάνων. Γράφει: «Είναι φανερό ότι δεν πρέπει να πέσουμε στην εθνικιστική παγίδα των αντιδραστικών συμβάσεων του ΟΗΕ ή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την τάχα "Προστασία των μειονοτήτων στην Ευρώπη". Γιατί ό,τι τσιμεντάρει τις διαφορές, ό,τι ενισχύει την ξεχωριστή φυλετική ανάπτυξη, ό,τι δε φέρνει κοντά τις διάφορες κατηγορίες του πληθυσμού, αποβαίνει σε τελευταία ανάλυση σε βάρος τους, καθώς τις καθιστά ομήρους τόσο των εθνικιστικών κύκλων εντός της χώρας, όσο και των κύκλων εκτός της χώρας, όπως των ΗΠΑ, της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, και οι οποίοι δε χάνουν την ευκαιρία να παρεμβαίνουν, διαμελίζοντας ακόμα και κράτη ή βομβαρδίζοντάς τα μέχρι γενοκτονίας ολάκερων λαών».


Αλίκη ΞΕΝΟΥ - ΒΕΝΑΡΔΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ