Κυριακή 9 Μάρτη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΚΕΡΔΗ
Οι πλούσιοι τραπεζίτες και οι φτωχοί εργαζόμενοι... .

Η Ελλάδα των σύγχρονων αντιθέσεων προβάλλει με τα πιο εκτυφλωτικά της χρώματα: Από τη μια μεριά εκατομμύρια εργαζόμενοι αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στα προς το ζην. Από την άλλη μια χούφτα μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι επιδίδονται σε μια πρωτοφανή υπερσυσσώρευση κερδών

Χρεοκοπημένο κράτος, φτωχοί και υπερδανεισμένοι εργαζόμενοι και υπερκερδοφόρες επιχειρήσεις. Αυτή είναι η Ελλάδα του 2008

Eurokinissi

Χρεοκοπημένο κράτος, φτωχοί και υπερδανεισμένοι εργαζόμενοι και υπερκερδοφόρες επιχειρήσεις. Αυτή είναι η Ελλάδα του 2008
Προκλητικές αυξήσεις κερδών εμφανίζουν και το 2007 οι τραπεζικοί όμιλοι της χώρας. Μετά την εντυπωσιακή κατά 29,6% αύξηση κερδών που εμφάνισαν το 2006 σε σχέση με το 2005 (από 2.682 εκατ. ευρώ εκτινάχτηκαν στα 3.476 εκατ. ευρώ), τα στοιχεία που έχουν δει ως σήμερα το φως της δημοσιότητας πιστοποιούν ότι το προηγούμενο έτος καταγράφηκαν ακόμα υψηλότερες επιδόσεις τόσο ως προς τη μάζα των κερδών, όσο και ως προς τα ποσοστά αύξησης. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι για το 2007 η «Τράπεζα Αττικής» εμφάνισε αύξηση κερδών 2.400%!, η «Πειραιώς» 50%, η «Γιούρομπανκ» 32% και η «AlphaBank» 54%. Η μεγάλη έκρηξη έγινε με τη δημοσιοποίηση την προηγούμενη Τρίτη των κερδών της «Εθνικής» - της ναυαρχίδας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και βασικού πυλώνα του «ελληνικού» κεφαλαίου - τα οποία εκτινάχτηκαν στα 1.678 εκατ. ευρώ ή ποσοστό αύξησης 70%! Οι χρυσοφόρες επιδόσεις ξεπερνούν και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, οι μέτοχοι των τραπεζών παραληρούν από τη μέθεξη του κέρδους. Το 2007 ήταν γι' αυτούς ένα υπέρ το δέον έτος αισιοδοξίας.

Από τα στοιχεία αυτά προβάλλει ανάγλυφα η μεγάλη αντίφαση: Από τη μία πλευρά ένα υπερχρεωμένο ελληνικό δημόσιο (το ανεξόφλητο χρέος του είναι το δεύτερο μεγαλύτερο - μετά την Ιταλία - χρέος στην Ευρώπη των «15»). Παράλληλα, το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών εκτινάχτηκε πέρσι στο 14% του ΑΕΠ, με εκατομμύρια αλλόφρονες πολίτες να βγαίνουν σαν τσουρουφλισμένοι από τα σούπερ μάρκετ και να διαμαρτύρονται ότι αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στα προς το ζην. Οτι οι μισθοί τους εξανεμίζονται τις πρώτες τρεις βδομάδες του μήνα και την τέταρτη βρίσκονται σε αναγκαστική δίαιτα. Από την άλλη, μία χούφτα τράπεζες και μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι επιδίδονται σε μια πρωτοφανή συσσώρευση κεφαλαίου, ακριβώς επειδή έχουν στερήσει από εκατομμύρια εργαζόμενους, συνταξιούχους και αυτοαπασχολούμενους τη δυνατότητα να ζουν αξιοπρεπώς από την εργασία τους.

Χρεοκοπημένο κράτος, φτωχοί και υπερδανεισμένοι εργαζόμενοι και υπερκερδοφόρες επιχειρήσεις. Αυτή είναι η Ελλάδα του 2008. Οπως φαίνεται, ο ελληνικός λαός πληρώνει και θα συνεχίσει να πληρώνει πανάκριβα και στο μέλλον τις πολιτικές επιλογές της άρχουσας τάξης οι οποίες επισφραγίστηκαν από μια σειρά συνθήκες (Μάαστριχτ, ένταξη στην ΟΝΕ κλπ.). Εκτός αν οι πολιτικές αυτές επιλογές και οι μηχανισμοί που τις αναπαράγουν ανατραπούν στην πράξη. Αυτό είναι και το ζητούμενο στην εποχή μας.

Να μην κερδίζουν;

«Τι θέλετε δηλαδή. Να μοιράσουν τα κέρδη τους οι τράπεζες;». Με την παροιμιώδη αυτή φράση απάντησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, σε παρατήρηση για το πώς είναι δυνατό να εγκαλεί τους εργαζόμενους σε ...συγκράτηση των μισθολογικών τους διεκδικήσεων - προκειμένου να αντιμετωπιστεί η άνοδος του πληθωρισμού - τη στιγμή κατά την οποία οι τραπεζικοί όμιλοι ανακοινώνουν προκλητικές αυξήσεις κερδών. Ο δε υπουργός Οικονομίας - σε συνέντευξη που παρέθεσε την προηγούμενη Τετάρτη - σχολιάζοντας την τραπεζική υπερκερδοφορία, δήλωσε υπερήφανος «που έχουμε ισχυρές τράπεζες». Εμείς, βέβαια, δεν έχουμε τίποτα. Αυτοί έχουν τα πάντα.

Ωστόσο, όταν εκπρόσωποι των εργαζομένων - στις διάφορες διεκδικήσεις τους - επικαλούνται την κερδοφορία των επιχειρήσεων, οι εκπρόσωποι της εργοδοσίας, αλλά και οι απολογητές οικονομολόγοι προβάλλουν το εξής επιχείρημα: Και τι θέλετε δηλαδή, να μην είναι κερδοφόρες οι επιχειρήσεις; Αν οι επιχειρήσεις δεν έχουν κέρδη και παρουσιάσουν ζημίες, αυτοί που θα την πληρώσουν πρώτοι είναι οι εργαζόμενοι που δουλεύουν σ' αυτές, γιατί απλούστατα θα κλείσουν.

Εντάξει. Να ξεχάσουμε προς στιγμήν ότι το επιχειρηματικό κέρδος δεν είναι παρά μορφή της υπεραξίας που ιδιοποιείται δωρεάν ο ιδιώτης επιχειρηματίας. Ρεαλιστές είμαστε, γνωρίζουμε ότι ζούμε σε συνθήκες καπιταλισμού, να αποδεχτούμε επομένως ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να κερδίζουν. Πόσο να κερδίζουν; Στην Ελλάδα το ονομαστικό ΑΕΠ αυξήθηκε το 2007 περίπου κατά 7% και σε πραγματικούς - αποπληθωρισμένους - όρους κατά 4%. Με τέτοιες επιδόσεις, πώς είναι δυνατό, όχι μεμονωμένες επιχειρήσεις, αλλά ολόκληροι επιχειρηματικοί κλάδοι να εμφανίζουν αυξήσεις κερδών της τάξης του 20-30 και 50%; Η εξέλιξη αυτή δε συνιστά από μόνη της μια πρωτοφανή καταλήστευση της εργατικής δύναμης; Οτι το παραγόμενο προϊόν μοιράζεται όλο και πιο άδικα; Οτι η κλασική αντίθεση πλούτου - φτώχειας έχει λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις; Αλλα μήπως από την πρωτοφανή τραπεζική κερδοφορία ευνοούνται τουλάχιστον οι εργαζόμενοι στις τράπεζες, οι οποίοι διεκπεραιώνουν το σύνολο των τραπεζικών εργασιών;

Ολοι γνωρίζουν ότι οι συνθήκες εργασίας στο χρηματοπιστωτικό τομέα τα τελευταία χρόνια έχουν επιδεινωθεί. Οτι έχουν ανατραπεί συλλογικές συμβάσεις και ασφαλιστικές κατακτήσεις, ότι δεν τηρούνται ωράρια, ότι υπάρχουν εργαζόμενοι με καθεστώς μερικής απασχόλησης, οι οποίοι δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί. Επομένως, πλούσιοι τραπεζίτες δε σημαίνει και ικανοποιημένοι εργαζόμενοι. Αντίθετα, η φτώχεια των τελευταίων αποτελεί όρο και προϋπόθεση της αξιοποίησης του τραπεζικού κεφαλαίου.

Δεν μπορούμε τέλος να μη σχολιάσουμε την υποκρισία της κυβέρνησης, αλλά και όλων εκείνων που μιλούν για τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Υπονοούν βέβαια ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να σφίξουν και άλλο το ζωνάρι, προκειμένου να βελτιωθούν οι δείκτες ανταγωνιστικότητας... Θα τους ρωτήσουμε και εμείς με τη σειρά μας, αν τα επίπεδα κερδοφορίας του τραπεζικού - και όχι μόνο - κεφαλαίου επηρεάζουν τις συνθήκες ανταγωνισμού των κεφαλαίων. Αν οι τράπεζες (τα τελευταία χρόνια εμφανίζουν αυξήσεις κερδών της τάξης του 30-40 και 50%) είχαν συμβιβαστεί με χαμηλότερα κέρδη, δε θα μπορούσαν να χορηγούν και φτηνότερα δάνεια στις επιχειρήσεις; Αραγε τα υψηλά τραπεζικά κέρδη δε σηματοδοτούν και επιδείνωση των όρων κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού σε γενικότερο επίπεδο;

Τα ίδια ισχύουν βέβαια και για τους μονοπωλιακούς ομίλους που, μέσω των εντύπων που ελέγχουν, ολοφύρονται για τα χαμηλά επίπεδα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, ενώ οι ίδιοι εμφανίζουν κάθε χρόνο όλο και υψηλότερα κέρδη. Από τη στιγμή που το κέρδος αποτελεί στοιχείο της τιμής του προϊόντος, γιατί δε συμβιβάζονται με χαμηλότερα κέρδη, ώστε να κάνουν τις επιχειρήσεις τους πιο ανταγωνιστικές; Η υποκρισία με τη λειψή ανταγωνιστικότητα περισσεύει.

Οι πηγές του τραπεζικού κέρδους

Ο ρόλος των τραπεζών είναι o εξής: Να συγκεντρώνουν το χρήμα - που δε χρησιμοποιείται άμεσα για την ατομική ή την παραγωγική κατανάλωση - και να το μετατρέπουν σε ένα τεράστιο κεφάλαιο, το οποίο θέτουν στη διάθεση των αναγκών της κεφαλαιοκρατικής αξιοποίησης. Αν, για λόγους απλοποίησης, δεχτούμε τη διάκριση του τραπεζίτη κεφαλαιοκράτη και του βιομήχανου κεφαλαιοκράτη - ρόλοι οι οποίοι στην περίοδο του μονοπωλιακού καπιταλισμού συμφύονται - ο πρώτος δανείζει κεφάλαιο στο δεύτερο, κεφάλαιο το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για τις επιχειρηματικές του ανάγκες.

Το ερώτημα που προκύπτει στην προκειμένη περίπτωση είναι το εξής: Τι θα πληρώσει ο βιομήχανος κεφαλαιοκράτης στον τραπεζίτη για το δανεισμό κεφαλαίου; Θα του πληρώσει φυσικά τόκο, τον οποίο μπορούμε να ονομάσουμε και τιμή του δανειζόμενου κεφαλαίου. Το ερώτημα στην προκειμένη περίπτωση είναι ο προσδιορισμός του ύψους του επιτοκίου. Πόσο θα είναι αυτό; Το ύψος του επιτοκίου είναι άμεσα συνδεδεμένο με τα επίπεδα του ποσοστού κέρδους που θα επιτύχει το δανειζόμενο κεφάλαιο στη διαδικασία αξιοποίησής του. Αν π.χ. ο βιομήχανος δανείστηκε από τον τραπεζίτη 1.000.000 ευρώ και το κεφάλαιο αυτό, μετά την παραγωγική του αξιοποίηση, αυξήθηκε και έγινε 1.100.000 ευρώ, δημιούργησε μια υπεραξία 100.000 ή αξιοποιήθηκε με ποσοστό κέρδους 10%. Το ποσοστό αυτό κέρδους του παραγωγικού κεφαλαίου αποτελεί τη βάση για τον προσδιορισμό του τραπεζικού επιτοκίου. Το οποίο, αν υποθέσουμε ότι είναι 5%, αυτό απλά σημαίνει ότι ο παραγωγός κεφαλαιοκράτης μοίρασε την παραγμένη υπεραξία με τον κεφαλαιοκράτη του χρήματος. Στην προκειμένη περίπτωση το τραπεζικό επιτόκιο έχει ένα ανώτατο όριο. Το ποσοστό κέρδους του παραγωγικού κεφαλαίου. Είναι ευνόητο ότι σε ομαλές συνθήκες, όταν το μέσο ποσοστό κέρδους στη βιομηχανία διαμορφώνεται στο 10%, δεν μπορούν οι τραπεζίτες να δανείζουν στους βιομηχάνους με επιτόκιο 12%.

Τα όρια προσδιορισμού του επιτοκίου ανατρέπονται πλήρως, όταν οι τράπεζες αποφάσισαν να στραφούν στην ιδιαίτερα προσοδοφόρα γι' αυτές λιανική τραπεζική. Τη χορήγηση δηλαδή στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων σε εργαζόμενους. Αν στην περίπτωση της σχέσης βιομηχάνου - τραπεζίτη κεφαλαιοκράτη το επιτόκιο έχει ως βάση προσδιορισμού το ποσοστό του βιομηχανικού κέρδους, στην περίπτωση τραπεζίτη - εργαζόμενου δανειολήπτη ποια είναι η βάση προσδιορισμού του επιτοκίου; Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι αυτό προσδιορίζεται από τις συνθήκες ανταγωνισμού της τραπεζικής αγοράς.

Και όταν οι τράπεζες συνεννοούνται και συγκροτούν καρτέλ - όπως καλή ώρα στην Ελλάδα σήμερα - πώς διαμορφώνεται το επιτόκιο δανεισμού; Θεωρητικά - αλλά και πρακτικά - δεν υπάρχει ανώτατο όριο. Το τελευταίο είναι απροσδιόριστο και αυτό αποτελεί τη βάση της σύγχρονης τραπεζικής ληστείας. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, στο διάστημα 2003-2007:

  • Τα κυμαινόμενα επιτόκια για επιχειρηματικά δάνεια - άνω του 1.000.000 ευρώ - κυμάνθηκαν μεταξύ 3,62% και 5,20%. Αντίθετα, για επιχειρηματικά δάνεια σταθερού επιτοκίου υπάρχει η επισήμανση «επιτόκιο μη δημοσιεύσιμο για λόγους τήρησης της εμπιστευτικότητας».
  • Τα μέσα επιτόκια για τη χορήγηση καταναλωτικών δανείων κυμάνθηκαν μεταξύ του 8,55% και του 10,47%. Ηταν δηλαδή δύο και τρεις φορές μεγαλύτερα από τα επιτόκια επιχειρηματικών δανείων. Τα δε επιτόκια των πιστωτικών καρτών κυμάνθηκαν μεταξύ του 14,07% και 15.09%, ως και πέντε φορές υψηλότερα.

Συμπέρασμα: Η βάση της τραπεζικής ληστείας είναι η λαϊκή οικογένεια.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ