Κυριακή 24 Σεπτέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 36
ΔΙΕΘΝΗ
ΗΠΑ - ΠΥΡΗΝΙΚΑ ΟΠΛΑ
Η θυσία των «αμνών», η σιωπή και η αδιαφορία των ενόχων

Το πυρηνικό πρόγραμμα των ΗΠΑ εντάθηκε μετά την... «επιτυχία» στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, απ' όπου και η φωτογραφία

Associated Press

Το πυρηνικό πρόγραμμα των ΗΠΑ εντάθηκε μετά την... «επιτυχία» στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, απ' όπου και η φωτογραφία
Τα, γιορτινά-χολιγουντιανά, νερά της αμερικανικής προεκλογικής εκστρατείας τάραξε αρκετά η δημοσιοποίηση, από την, ευρείας κυκλοφορίας, αμερικανική εφημερίδα «USA Today», έρευνας για το μέγεθος της μόλυνσης, σε ανθρώπους και περιβάλλον, που προκάλεσε η έναρξη της κούρσας κατασκευής του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου, στις δεκαετίες 1940 -1950.

Το θέμα, επί δεκαετίες, παρέμενε στο επίπεδο των εικασιών και των συζητήσεων. Με αφορμή, όμως, την απόφαση της κυβέρνησης του Μπιλ Κλίντον να προχωρήσει σε εκτίμηση της ζημιάς που έχουν προκαλέσει σε εργαζόμενους και σε περιβάλλον οι ομοσπονδιακές πυρηνικές μονάδες και στην καταβολή των σχετικών αποζημιώσεων, η τύχη των ιδιωτικών μικρών και μεγάλων μονάδων και των εργαζομένων τους, που ανέλαβαν να στηρίξουν τα κυβερνητικά σχέδια για το πυρηνικό οπλοστάσιο στα μέσα του αιώνα, άρχισε να βλέπει το φως της δημοσιότητας.

Τη «σελίδα» της ισχυροποίησης, στρατιωτικά, της νυν μοναδικής υπερδύναμης φρόντισαν, όλα αυτά τα χρόνια, να κρατήσουν μυστική και κλειδαμπαρωμένη οι ομοσπονδιακές αρχές, μέσα σε φακέλους, εκθέσεις, αναφορές και έρευνες, που χαρακτηρίστηκαν «απόρρητα έγγραφα». Μετά από δεκαετίες στο σκοτάδι, η «USA Today» αφιέρωσε δεκάδες δημοσιογράφους της, την τελευταία πενταετία, στην έρευνα περισσοτέρων των 100.000 κυβερνητικών, πρώην «απορρήτων», εγγράφων σε 10 αμερικανικές Πολιτείες και συνεργάστηκε με το Ινστιτούτο για την Ενέργεια και την Περιβαλλοντική Ερευνα για την εκπόνηση μιας πρώτης αποκαλυπτικής, πραγματικά, εκτίμησης των πληγών που έχει αφήσει το κυβερνητικό σχέδιο «ταχύτατης οικοδόμησης του πυρηνικού οπλοστασίου».

Σύμφωνα με τα πρώτα συμπεράσματα, το μέγεθος της καταστροφής που η εφαρμογή του κυβερνητικού σχεδίου επρόκειτο να προκαλέσει σε ανθρώπους και περιβάλλον ήταν γνωστό εξαρχής. Ανθρώπινες ζωές τέθηκαν, προμελετημένα, σε κίνδυνο, οι μολυσμένες περιοχές σβήστηκαν, για χρόνια, από το χάρτη και οι συνέπειες, που ακόμη και σήμερα ταλανίζουν ανθρώπους και περιβάλλον, ουδέποτε αποτιμήθηκαν, πόσο μάλλον αποζημιώθηκαν.

Το «Πρόγραμμα Μανχάταν»

Ενα τανκ Μ-48, που επλήγη με ραδιενεργό βλήμα το 1971. Εξακολουθεί, ακόμη και σήμερα, να εκπέμπει ραδιενέργεια, όπως και τα άλλα κατάλοιπα...

Associated Press

Ενα τανκ Μ-48, που επλήγη με ραδιενεργό βλήμα το 1971. Εξακολουθεί, ακόμη και σήμερα, να εκπέμπει ραδιενέργεια, όπως και τα άλλα κατάλοιπα...
Στις δεκαετίες '40-'50, συγκεκριμένα μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι αμερικανικές κυβερνήσεις προσέλαβαν, μυστικά πάντα, 200 ιδιωτικές επιχειρήσεις και βιομηχανικές μονάδες (από οικογενειακές μέχρι και εθνικής εμβέλειας εταιρίες) για να φέρουν σε πέρας, η κάθε μία ξεχωριστά, συγκεκριμένα στάδια επεξεργασίας ραδιενεργών υλικών προκειμένου να οικοδομηθεί το πυρηνικό οπλοστάσιο της χώρας. Η ανάθεση αυτής της εργασίας έγινε με στόχο να μη χαθεί διόλου χρόνος μέχρις ότου οι ομοσπονδιακές αρχές θα ήταν σε θέση να μεταφέρουν όλα αυτά τα στάδια επεξεργασίας σε κρατικές βιομηχανικές μονάδες, που βρίσκονταν υπό κατασκευή: Μοναδική προτεραιότητα η ταχύτερη ολοκλήρωση του γνωστού «Προγράμματος Μανχάταν», του προγράμματος κατασκευής του πυρηνικού οπλοστασίου της χώρας, φυσικά υπό καθεστώς αυστηρότατης μυστικότητας.

Οπως αποδεικνύεται σήμερα, και ήταν γνωστό σε όλους τους αρμόδιους από τότε, οι περισσότερες από αυτές τις ιδιωτικές μονάδες δε διέθεταν παρά ελάχιστα μέτρα προστασίας που να ικανοποιούν τα, τότε, στάνταρντς ασφάλειας για μόλυνση από ραδιενεργά και τοξικά υλικά, στων οποίων την επεξεργασία ειδικεύτηκαν. Μάλιστα, το 1/3 από αυτές τις επιχειρήσεις δε διέθετε κανένα απολύτως μέτρο προστασίας της υγείας των εργαζομένων και του περιβάλλοντος χώρου.

Πυρηνική δοκιμή στη Νεβάδα το 1955. Τα κατάλοιπα μολύνουν την περιοχή βόρεια του Λας Βέγκας

Associated Press

Πυρηνική δοκιμή στη Νεβάδα το 1955. Τα κατάλοιπα μολύνουν την περιοχή βόρεια του Λας Βέγκας
Ο κατάλογος των επιχειρήσεων αυτών, μέχρι και σήμερα, δεν είναι πλήρως ενημερωμένος. Φαίνεται, όμως, ότι στην επεξεργασία ραδιενεργών υλικών εμπλέκεται, σχεδόν, ολόκληρη η, γνωστή ως, βιομηχανική ζώνη των ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, επιχειρήσεις με τέτοια δραστηριότητα εδράζανε στη Νέα Αγγλία, στη Νέα Υόρκη, στο Νιου Τζέρσεϊ, στην Πενσιλβάνια, στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, στο Οχάιο, στις κοιλάδες του Μισισιπή, στις μεγάλες πόλεις του Ντιτρόιτ, του Κλίβελαντ, του Σικάγο, του Σεν Λιούις και στις μικρότερες όπως το Λόκπορτ, το Κάρνεγκι και το Τζόλιετ.

Το πυρηνικό οπλοστάσιο «προηγήθηκε» των ανθρωπίνων ζωών

Από την αρχή, κιόλας, της εφαρμογής του Προγράμματος Μανχάταν (1946), δράση ανέλαβε η κυβερνητική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (AEC), της οποίας το έργο ήταν ο συντονισμός του όλου εγχειρήματος. Η Υποεπιτροπή Υγιεινής, που λειτούργησε στους κόλπους της, στόχο είχε να εξετάσει την καταλληλότητα των επιλεγμένων χώρων για τις συγκεκριμένες επεξεργασίες ραδιενεργών και τοξικών υλικών, τη διαρκή παρακολούθηση των ποσοστών ραδιενέργειας που δέχονταν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και το περιβάλλον και την εξεύρεση τρόπων αντιμετώπισης της μόλυνσης. Οι αναφορές των αξιωματούχων υγιεινής της AEC, οι οποίες κατατέθηκαν στο Κογκρέσο και στις αρμόδιες κυβερνητικές υπηρεσίες, είναι πολυάριθμες και αποκαλυπτικές.

Η «USA Today» φέρνει στο φως ελάχιστες από αυτές τις εκθέσεις, οι οποίες, όμως, καθιστούν σαφές ότι ο τεράστιος κίνδυνος για την υγεία των εργαζομένων και για το περιβάλλον των επιλεγμένων μονάδων ήταν γνωστός. Παρ' όλα αυτά, ουδέποτε λήφθηκαν υπόψη οι μετρήσεις και οι παρατηρήσεις της Επιτροπής Υγιεινής, με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να καταδικαστούν σε σοβαρά προβλήματα υγείας ή ακόμη και σε θάνατο και ολόκληρες κοινότητες να ζουν υπό το βάρος των συνεπειών σοβαρότατων μολύνσεων. Και όλα αυτά, υπό απόλυτη μυστικότητα και χωρίς οι άμεσα ενδιαφερόμενοι να το γνωρίζουν, καθώς το ζήτημα κρίθηκε απόρρητο και η απόκρυψή του θεωρήθηκε «θέμα προστασίας της εθνικής ασφάλειας»!

Συγκεκριμένα, ήδη το 1947, σε εμπιστευτική του αναφορά προς την AEC, ο Μπέρναρ Βολφ, ιατρικός διευθυντής του παραρτήματος της επιτροπής στη Νέα Υόρκη, τόνιζε ότι «οι περισσότερες ιδιωτικές εγκαταστάσεις των εταιριών που προσελήφθησαν στο πλαίσιο του Σχεδίου Μανχάταν δεν είναι ασφαλείς για την περίπτωση μόλυνσης από ραδιενέργεια, γιατί μοναδικό κριτήριο επιλογής τους ήταν η ικανότητά τους για παραγωγή». Και συμπληρώνει ότι «δεν έχει δοθεί η πρέπουσα προσοχή στους κινδύνους για τη δημόσια υγεία». Ο Βολφ πρότεινε συγκεκριμένο πρόγραμμα εφαρμογής μέτρων ασφαλείας, το οποίο ουδέποτε λήφθηκε υπόψη όπως και όλες οι ανάλογες προτάσεις συναδέλφων του στα χρόνια που ακολούθησαν.

Ενδεικτική της λογικής που επικράτησε τόσο στην AEC όσο και γενικότερα στις ομοσπονδιακές αρχές είναι η αναφορά που κυκλοφόρησε ανάμεσα στα υψηλόβαθμα στελέχη της επιτροπής το 1947, σύμφωνα με την οποία, «το οποιοδήποτε έγγραφο επισημαίνει ή και αποδεικνύει τα επίπεδα μόλυνσης του εδάφους, του νερού αλλά και των ανθρώπων στο πλαίσιο του Σχεδίου Μανχάταν είναι κατηγορηματικά απαγορευτικό να δει το φως της δημοσιότητας και να κοινοποιηθεί ακόμη και στους ενδιαφερόμενους, γιατί κάτι τέτοιο θα βλάψει τα συμφέροντα της κυβέρνησης και την εθνική ασφάλεια της χώρας». Στο ίδιο «προειδοποιητικό» έγγραφο υπογραμμίζεται ο κίνδυνος «η δημοσιοποίηση των επισημάνσεων αυτών να οδηγήσει σε αύξηση των απαιτήσεων για καταβολή ασφάλισης και ειδικών επιδομάτων και να ξεσηκώσει λαϊκή δυσαρέσκεια και οργή»!

Τις «αρχές» αυτές τήρησε με αυστηρότητα μέχρι το τέλος της λειτουργίας της η AEC. Μάλιστα, η εφαρμογή τους έγινε πολύ πιο επισταμένη μετά την πρώτη πυρηνική δοκιμή της Σοβιετικής Ενωσης, το 1949, η οποία προκάλεσε ρίγη ανατριχίλας στην Ουάσιγκτον, εντείνοντας, ακόμη περισσότερο, τους, ήδη, πιεστικούς ρυθμούς κατασκευής του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου.

Τραγικά ενδεικτικά παραδείγματα

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι συνέβαινε, ακριβώς, επί δύο δεκαετίες σε αυτές τις ιδιωτικές βιομηχανικές μονάδες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η περίπτωση της σιδηρουργίας «Simonds Saw and Steel Co», στο Λόκπορτ της Νέας Υόρκης. Στην έρευνά της, η εφημερίδα «USA Today» παραθέτει τις μαρτυρίες πολλών, τότε, εργαζομένων στη σιδηρουργία, οι οποίοι, σήμερα, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, αντιμετωπίζουν σοβαρότατα προβλήματα υγείας. Μάλιστα, ορισμένοι έχασαν τη μάχη με το θάνατο πριν ολοκληρωθεί η έρευνα.

Η «Simonds» άρχισε να εργάζεται για την κυβέρνηση από τις αρχές του 1948. Οπως καταθέτουν οι επιζώντες εργαζόμενοι, καθημερινά έφθαναν στη μονάδα δεκάδες φορτία μεταλλικών ράβδων, τα οποία συνοδεύονταν από αυστηρή στρατιωτική παρουσία. Οι εργάτες ενημερώθηκαν από τη διεύθυνση αλλά και από ομοσπονδιακούς πράκτορες ότι η εργασία που θα φέρνουν σε πέρας είναι αυστηρά μυστική και ιδιαίτερα σημαντική για τη χώρα. Μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι φορές που ομοσπονδιακοί πράκτορες επισκέπτονταν, σε τακτά χρονικά διαστήματα, τα σπίτια των εργατών για να τους «υπενθυμίσουν» τη μυστικότητα της εργασίας τους.

Οι ομοσπονδιακές αρχές, μάλιστα, κυκλοφόρησαν στη «Simonds», και όπως φαίνεται και σε πολλές άλλες εταιρίες, ενημερωτικά φυλλάδια, τα οποία διαβεβαίωναν τους εργαζόμενους ότι «δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για την υγεία τους». Μάλιστα, το φυλλάδιο τούς συμβούλευε να μην πανικοβληθούν αν «κατά τύχη ακούσουν στους χώρους εργασίας τους τη λέξη ραδιενέργεια, διότι τα επίπεδα έκλυσής της θα είναι αμελητέα». Στον εφησυχασμό των εργαζομένων βοήθησε και το γεγονός ότι τακτικά υποβάλλονταν σε εξετάσεις από τις ομοσπονδιακές αρχές, των οποίων τα αποτελέσματα ήταν πάντα καθησυχαστικά για τους ίδιους τους εργαζόμενους.

Η εικόνα, όμως, ήταν σαφής και ξεκάθαρη για τις ομοσπονδιακές αρχές. Τον Οκτώβρη του 1948, το ιατρικό τμήμα της AEC, σε έκθεσή του για τη «Simonds», υπογραμμίζει ότι βρέθηκαν «επικίνδυνες συγκεντρώσεις» σκόνης ουρανίου στο οίκημα, τις οποίες αναπνέουν οι εργαζόμενοι σε επίπεδα 190 φορές μεγαλύτερα από το επιτρεπόμενο ανώτατο όριο. Η ατμοσφαιρική μόλυνση της περιοχής υπογραμμίζεται σε άλλη ιατρική έκθεση του 1949, ενώ το 1954 νέα ιατρική έκθεση για τη «Simonds» βρήκε υψηλότατα ποσοστά συγκεντρώσεων σκόνης θορίου, «στοιχείου πολύ πιο επικίνδυνου όσον αφορά στη ραδιενέργειά του από το ουράνιο», ποσοστά που ξεπερνούσαν 40 φορές τα ομοσπονδιακά όρια.

Οι συστάσεις που έγιναν στη διεύθυνση της εταιρίας για τη λήψη μέτρων προστασίας της υγείας των εργαζομένων δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Και η απάντηση ήταν, πάντα, η ίδια: «Για να λάβουμε μέτρα ασφαλείας, θα διακοπεί η επεξεργασία των υλικών για το πυρηνικό οπλοστάσιο». Το επιχείρημα αυτό ήταν αρκετό για να μπαίνουν στο συρτάρι όλες οι ιατρικές εκθέσεις της AEC, όχι μόνο για τη μονάδα «Simonds» αλλά και για όλες τις υπόλοιπες επιχειρήσεις.

Ενδεικτικός είναι ένας κατάλογος των ιατρικών αναφορών για τις ιδιωτικές μονάδες επεξεργασίας ουρανίου στο Κλίβελαντ, στο Σεν Λιούις, στο Κάνονσμπουργκ, στο Ντιπγουότερ, στη Βοστόνη, στο Μπάφαλο, όπου, στις αρχές του '50, καταγράφεται ότι οι «εργαζόμενοι εκτίθενται σε μεγάλες συγκεντρώσεις σκόνης ουρανίου και ραδιενέργειας τύπου Β΄, με αποτέλεσμα οι εξετάσεις στα νεφρά τους να αποδεικνύουν ότι έχουν δηλητηριαστεί». Ανάλογες αναφορές υπάρχουν για τις σιδηρουργίες στην Αλικίπα, που επεξεργάζονταν βηρύλλιο, θόριο και ουράνιο, όπως και για ανάλογες επιχειρήσεις στο Ντιτρόιτ, στο Ακρον της Νέας Υόρκης, στο Ντέιτον του Οχάιο κ.α. Ηδη, επίσης, από εκείνη την εποχή ήταν γνωστό ότι από ζιρκόνιο και από εκατοντάδες χιλιάδες γαλόνια τρικυανικής αμμωνίας είχαν μολυνθεί τα νερά του Νιαγάρα.

Οι ομοσπονδιακές αρχές σε ρόλο Πόντιου Πιλάτου

Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις «απαλλάχτηκαν» των καθηκόντων τους, στις αρχές της δεκαετίας του '60, οπότε και όλη η επεξεργασία ραδιενεργών υλικών μεταφέρθηκε στις νεοσύστατες ομοσπονδιακές βιομηχανικές μονάδες. Εκτοτε, ουδείς ασχολήθηκε με την υγεία των εργαζομένων, που απασχολήθηκαν τόσα χρόνια σε αυτές, ούτε και με τη μόλυνση που άφησε στο περιβάλλοντα χώρο η συγκεκριμένη διαδικασία. Η εγκατάλειψη, μάλιστα, ήταν τόσο έντονη, που η πρώτη εκτίμηση για τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολήθηκαν αυτά τα χρόνια στο πλαίσιο του «Σχεδίου Μανχάταν» γίνεται από την «USA Today». Η εφημερίδα υποστηρίζει ότι οι εργαζόμενοι ξεπερνούν τα 10.000 άτομα, αριθμό που οι ομοσπονδιακές αρχές δεν είναι, ακόμη και σήμερα, σε θέση να επιβεβαιώσουν.

Οι ομοσπονδιακές αρχές, επίσης, αποποιήθηκαν της ευθύνης τους, εκτός των ανθρώπων, και για τη μόλυνση που η δραστηριότητα των επιχειρήσεων αυτών προκάλεσε στο περιβάλλον. Επειδή, μάλιστα, γνώριζαν εξαρχής τις τραγικές συνέπειες σε όλα τα συμβόλαια που σύναπτε η AEC με τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων έθετε τον όρο της «μη ανάληψης ευθύνης για οποιοδήποτε πρόβλημα προκληθεί στο περιβάλλον». Την ευθύνη αναλάμβαναν οι ιδιοκτήτες, οι οποίοι, φυσικά, και δεν έλαβαν κανένα μέτρο, προκειμένου να καρπωθούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της αμοιβής που τους παρείχε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Η τακτική αυτή οδήγησε, τελικά, στην πλήρη εγκατάλειψη των κτιρίων και των περιοχών που μολύνθηκαν στο έλεος του χρόνου. Χαρακτηριστικό είναι ότι για το κτίριο που φιλοξένησε τη «Simonds», η αντιπαράθεση των τοπικών αρχών της Νέας Υόρκης με τις ομοσπονδιακές, σχετικά με το ποιος, τελικά, θα αναλάβει την ευθύνη «καθαρισμού» της περιοχής από τα τοξικά και τα ραδιενεργά απόβλητα, έχει φθάσει μέχρι τις μέρες μας. Μόλις πριν από λίγους μήνες, στα μέσα του καλοκαιριού, δράση ανέλαβε ο γενικός εισαγγελέας της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, Ελιοτ Σπίτζερ, καταθέτοντας σειρά αγωγών κατά των ομοσπονδιακών αρχών για την «ανικανότητά τους να προστατεύσουν την υγεία των Αμερικανών πολιτών».

Προγραμματισμένη ανθρωποθυσία

Την τραγικότητα της κατάστασης, που προκάλεσε η αλόγιστη υλοποίηση του «Σχεδίου Μανχάταν», επιχειρεί να εξηγήσει με επιστημονικούς όρους το Ινστιτούτο Ενέργειας και Περιβαλλοντικής Ερευνας, το οποίο συνεργάστηκε με την «USA Today» για την εκπόνηση της συγκεκριμένης μελέτης. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τα κυβερνητικά έγγραφα και από τις μαρτυρίες των εργαζομένων, υπολογίζεται ότι κατά μέσο όρο όσοι άνθρωποι απασχολήθηκαν, τότε, στις 200 αυτές ιδιωτικές επιχειρήσεις, εκτέθηκαν σε ποσότητες ραδιενέργειας 10 φορές μεγαλύτερες από τα, τότε ιδιαίτερα χαμηλά, επιτρεπόμενα όρια!

Οπως αναφέρει ο διευθυντής του Ινστιτούτου, Αργιούν Μακχιγιανί, ειδικός σε θέματα ραδιενέργειας, το ουράνιο και όλα τα παράγωγά του μπορούν να προκαλέσουν, ανάλογα με τη δοσολογία, καρκίνο των οστών, των νεφρών ή του ήπατος, ενώ ακόμη και αν δεν προκαλέσει, βραχυπρόθεσμα, προβλήματα υγείας, ένα 20% της ποσότητας που έχει απορροφηθεί από τον ανθρώπινο οργανισμό μπορεί να παραμείνει σε αυτόν επί χρόνια οδηγώντας στην ίδια κατάληξη. Το πολώνιο, μέσω της αναπνοής, μολύνει το αίμα και προσβάλλει, κυρίως, το ήπαρ, τη σπλήνα και τα νεφρά. Το θόριο προσβάλλει, κυρίως, τα οστά, τους πνεύμονες και μπορεί να προκαλέσει λευχαιμία. Το ράδιο «σκοπεύει» κυρίως στους πνεύμονες και στα οστά, ενώ το βηρύλλιο προσβάλλει, κυρίως, τους πνεύμονες. Ανάλογες σοβαρές βλάβες μπορεί να προκαλέσουν, επίσης, τα διαλύματα υδροφθορικού οξέος και υδραργύρου που χρησιμοποιούνται, κατά κόρον, στην κατασκευή πυρηνικών όπλων.

Ο Μακχιγιανί κλείνει την αναφορά του στην έρευνα υπογραμμίζοντας ότι κομβικό κριτήριο για την πρόκληση βλάβης στον ανθρώπινο οργανισμό είναι η δοσολογία της τοξικής και ραδιενεργού ουσίας που δέχεται ο οργανισμός, αν και, όπως σημειώνει, ακόμη και η ελάχιστη δοσολογία μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη. Πόσο μάλλον, θα μπορούσε κανείς να συμπληρώσει, όταν τα επίπεδα μόλυνσης στις προαναφερόμενες ιδιωτικές επιχειρήσεις καταμετριούνταν, ήδη από την εποχή εκείνη, μεγαλύτερα των επιτρεπόμενων ορίων και αυτό ήταν γνωστό σε όλους πλην των εργαζομένων.

Το θόρυβο που προκάλεσαν οι αποκαλύψεις της «USA Today» προσπάθησε να κατευνάσει ο νυν υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ, Μπιλ Ρίτσαρντσον, ο οποίος αναγκάστηκε, υπό το βάρος των στοιχείων, να παραδεχτεί ότι οι προηγούμενες ομοσπονδιακές κυβερνήσεις φέρουν ακέραια την ευθύνη για το προμελετημένο αυτό έγκλημα. Δήλωσε, επίσης, ότι στόχος της κυβέρνησης Κλίντον είναι να προχωρήσει «σε εξακρίβωση της κατάστασης που επικρατεί σήμερα στις περιοχές αυτές και στην αποκατάσταση τόσο του περιβάλλοντος όσο και των επιζησάντων εργαζομένων». Εντούτοις, ο Μπιλ Ρίτσαρντσον απέφυγε να προβεί σε συγκεκριμένες δεσμεύσεις και αρκέστηκε να αναφέρει, για άλλη μια φορά, ότι το θέμα των ιδιωτικών επιχειρήσεων θα ληφθεί υπόψη στη σύνταξη της τροπολογίας που θα αποζημιώνει τους εργαζόμενους στις ομοσπονδιακές βιομηχανικές μονάδες, «έτσι ώστε οι επόμενες κυβερνήσεις να λάβουν τα σχετικά μέτρα αποζημίωσης και αποκατάστασης των ενδιαφερομένων».

Οι γενικολογίες που ψέλλισε ο Μπιλ Ρίτσαρντσον, σε συνδυασμό με τη σιωπή που επέλεξαν να τηρήσουν μια σειρά από υψηλόβαθμα στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης, ουδεμία εμπιστοσύνη εμπνέουν φυσικά. Αλλωστε, ουδείς μπορεί να διαγράψει από τη μνήμη του τη στυγνή πραγματικότητα. Και αυτή δεν είναι άλλη από αυτήν που εξέφρασε ο Αρθουρ Πίκοτ, σήμερα 81 χρόνων και ένας από τους συμμετέχοντες στην Επιτροπή Υγιεινής της AEC: «Η παραγωγή όπλων ήταν προτεραιότητα, η μοναδική προτεραιότητα για εκείνη την περίοδο και ο απλός λαός δε θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει τη μέγιστη σημασία της και κατά συνέπεια και τους κινδύνους που θα έπρεπε να παραβλέψουμε». Αλλωστε, ο απλός λαός ήταν αυτός που θυσιάστηκε και θυσιάζεται ακόμη στο βωμό αυτού του προμελετημένου εγκλήματος, στο οποίο ο ρόλος του ήταν αποκλειστικά και μόνο αυτός του θύματος, αν και υποτίθεται ότι στόχος ήταν η ασφάλειά του!


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ