Αρχισα, λοιπόν, με πολύ κέφι να διαβάζω το βιβλίο χωρίς να σηκώσω κεφάλι και ίσως να τις απολάμβανα μέχρι τέλους, και με το νου και με την ψυχή, αν δε με έτρωγε από ώρες η απορία: Μα τελικά ποιος είναι αυτός Εμανουέλ Μάτα; Ποτέ άλλοτε δεν τον είχα ακούσει. Στο «αυτί» του βιβλίου διαβάζω ότι γεννήθηκε το 1902 στο Μεξικό. Οτι, όταν έμεινε ορφανός σε ηλικία εννέα ετών, τον περιμάζεψαν οι πιστοί του Καθεδρικού Ναού της Μορέλια και μαζί με τα θεωρητικά μαθήματα που παρακολούθησε, εντάχθηκε και στην Παιδική Χορωδία. Μετά το τέλος της Επανάστασης, ο Μάτα γνώρισε μεγάλη επιτυχία ως λυρικός τραγουδιστής, κάτι που προκάλεσε το φθόνο. Το 1937, κατά τη διάρκεια της παράστασης του Ντον Τζιοβάνι, ο Μάτα έπεσε, μάλλον με τη βοήθεια του αντίζηλού του, στην καταπακτή και έμεινε ανάπηρος για πάντα. Πρώτα πεθαίνει ο άνθρωπος και μετά το χούι του... Ετσι ο «τενόρος» - συγγραφέας δεν μπορεί να απομακρυνθεί από την αγαπημένη του Οπερα και επειδή ξέρει ότι το ατύχημά του δεν ήταν τυχαίο, γίνεται ερασιτέχνης ντετέκτιβ μετατρέποντας το μπαρ η Οπερα σε γραφείο αστυνομικών επιχειρήσεων. Μπαίνω στο διαδίκτυο πουθενά δεν είναι καταχωρημένο το όνομά του ούτε με την ιδιότητα του συγγραφέα ούτε με εκείνη του τενόρου. Ανοίγω λεξικά. Τίποτε. Το παίρνω απόφαση: Ο Μάτα είναι ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς του καιρού μας, ένας μεγάλος παραμυθάς, που κάνει παιχνιδάκια πίσω από ένα ψευδώνυμο.
Ετσι, σχεδόν ήρεμη πια, συνεχίζω την ανάγνωση, έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα πως ναι, ο φερόμενος ως Μάτα ασφαλώς και είναι μεγάλος αλλά ατύχησε ή ευτύχησε να μην μπορεί να κοροϊδέψει τον επαρκή αναγνώστη. Κι αν εκείνος με άνεση βρίσκει το δολοφόνο, θα βάλω τα δυνατά μου να λύσω το μυστήριο της ταυτότητας του. Είμαι στα ίχνη του, να προσέχει...