Κυριακή 3 Μάη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 3
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Σπλάχνο και τιμή του ΚΚΕ

Ετος Ρίτσου έχει ανακηρυχθεί το 2009 από το υπουργείο Πολιτισμού, με τις ευλογίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που πρώτη καθιέρωσε το θεσμό της τακτικής οργάνωσης ετήσιων αφιερωμάτων σε σημαντικές προσωπικότητες, προτρέποντας τα κράτη - μέλη να πράξουν ανάλογα. Ο φανερός στόχος της είναι «η προώθηση των ευρωπαϊκών πολιτιστικών αξιών» σαν «έκφραση της προσφοράς της στον πολιτισμό».1 Κρυφός στόχος, όμως, είναι μέσα και από τέτοιου είδους δραστηριότητες να διευρυνθεί και να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή αγορά «πολιτιστικών προϊόντων», να τονωθεί η κερδοφορία των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων (δισκογραφικές εταιρείες, εκδοτικοί οίκοι, επιχειρήσεις θεάματος, «ευαγή» ιδρύματα κ.λπ.) που συγκροτούν την αποκαλούμενη «πολιτιστική βιομηχανία» και λυμαίνονται - ελέγχοντας ασφυκτικά - το μεγαλύτερο μέρος του καλλιτεχνικού έργου στην ΕΕ και στη χώρα μας. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, τόσο των κρυφών όσο και των φανερών αυτών επιδιώξεων είναι τελικά το ίδιο: Η κακοποίηση και η διαστρέβλωση σε οτιδήποτε πολύτιμο και ωφέλιμο μας κληροδότησαν οι μεγάλοι διανοητές και δημιουργοί της ηπείρου μας σα μέσα πάλης για έναν ανώτερο ανθρώπινο πολιτισμό. Κι αυτή η κακοποίηση, ακόμη κι όταν δε γίνεται συνειδητά και σχεδιασμένα, είναι δεδομένη στο καπιταλιστικό σύστημα γιατί, τι άλλο μπορεί να είναι ο κυρίαρχος πολιτισμός από εικόνα κι αντανάκλαση της εκμεταλλευτικής κοινωνίας και των καταπιεστικών οικονομικών σχέσεων που την κυβερνούν;

Απ' αυτόν τον παραμορφωτικό φακό της «ευρωπαϊκής» πολιτιστικής ψευτο-ευαισθησίας περνά τα τελευταία χρόνια και το έργο του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Οσο κακό δεν κατάφερε να του προξενήσει στο παρελθόν η πολιτική των διώξεων, της απαγόρευσης, ή της αποσιώπησής του, επιχειρεί στις μέρες μας να το κατορθώσει η γραμμή του «αποχαρακτηρισμού» και της «κάθαρσης» του έργου και της ζωής του κομμουνιστή ποιητή από το ιδεολογικό και πολιτικό τους νόημα, εγχείρημα που διαπνέει και τη φετινή κρατική παρέμβαση με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του. Οι περισσότερες από τις επίσημες δραστηριότητες για το σπουδαίο αυτό δημιουργό είτε είναι φλύαρα φιλολογικές, αποσιωπώντας την κομματική του ταυτότητα και αποσπώντας την ποίησή του από τη δράση του, είτε επιχειρούν - με παραλλαγές και διαφορετικούς τόνους κι αποχρώσεις - να τον παρουσιάσουν σα διχασμένη προσωπικότητα, που από τη μια «συντρίβεται στις μυλόπετρες των κομματικών απαιτήσεων» και των «ιδεολογικών πειθαναγκασμών» και από την άλλη υπακούει στις εσωτερικές του αναζητήσεις και στο προσωπικό του ποιητικό όραμα. Στη βάση αυτή διαχωρίζουν και το έργο του σε κατά παραγγελία πολιτικό με ελάχιστη έως καθόλου λογοτεχνική αξία και σ' εκείνο που δήθεν τον καταξιώνει σα μεγάλο ποιητή, δηλαδή την αλληγορική ποίησή του, την οποία ευκολότερα παρερμηνεύουν, με βάση τις ιδεολογικές στοχεύσεις τους σαν καταγγελία εκ μέρους του «των αγκυλώσεων της Αριστεράς», ή σαν καταδίκη «της έκπτωσης του σοσιαλιστικού ιδανικού». Εκατοντάδες σελίδες σοβαροφανών αναλύσεων γράφτηκαν αυτά τα τελευταία χρόνια, τόσο ξένες προς τη σκέψη του ποιητή και τόσο ανάξιες του διαμετρήματός του, ώστε να αποτελούν κυριολεκτικά βεβήλωση. Μια βεβήλωση που γίνεται ακόμη πιο βαριά, καθώς συντελείται θρασύδειλα, από τότε που ο ποιητής έφυγε από τη ζωή και δεν μπορεί πια, με τη γνώριμη σεμνότητα και συγκαταβατικότητα του λόγου του, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Οχι για να προστατέψει την ποίησή του - αυτή μιλάει από μόνη της σε όσους μπορούν και θέλουν να την καταλάβουν - αλλά για να υπερασπιστεί όπως πάντα το Κόμμα του, το ΚΚΕ, αφού αυτό το αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής του, αποτελεί τελικά τον κύριο στόχο τούτης της ιερόσυλης εκστρατείας. Και δεν είναι λίγες οι κατηγορίες που με την ευκαιρία της εκατοντάχρονης επετείου από τη γέννηση του ποιητή προστίθενται στην αντικομμουνιστική φαρέτρα της σημερινής συγκυρίας: Ξεκινούν από τις πιο ελαφρές επιθέσεις για τη «μονοδιάστατη», «δογματική», «αλλοιωμένη» και «συνθηματολογική» χρήση της ποίησης του Ρίτσου από το ΚΚΕ και φτάνουν ως τις πιο απροκάλυπτες περί «αριστερής βίας» απέναντι στους λογοτέχνες, ή και χυδαίες του τύπου «τις πιο μεγάλες διώξεις ο Ρίτσος τις υπέστη από το κόμμα του». Το χειρότερο είναι ότι πολλές από αυτές τις πολεμικές εκπορεύονται από ανθρώπους με πανεπιστημιακές, συγγραφικές, αλλά και «αριστερές» περγαμηνές, ορισμένοι από τους οποίους είχαν την τύχη να συνεργαστούν με τον ποιητή.

Ετσι το Κόμμα μας, τιμώντας φέτος τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γ. Ρίτσου έχει χρέος, όχι απλά να διασώσει την αλήθεια από τους παραχαράκτες της, αλλά να πραγματοποιήσει μιαν αντεπίθεση ισάξια με το ηθικό, καλλιτεχνικό και κοσμοθεωρητικό ανάστημα αυτού του τόσο διαλεχτού «σπλάχνου των σπλάχνων του».

Στην πλούσια δραστηριότητα που το Κόμμα μας ξεδιπλώνει αυτό το διάστημα, με τη συμβολή όλων εκείνων των ανθρώπων των Γραμμάτων και της Τέχνης που - ακόμη κι αν δε συμμερίζονται απόλυτα τις πεποιθήσεις μας - σέβονται και τιμούν την όρθια στάση του ποιητή, θέτει στο επίκεντρο της προσπάθειάς του να διαδώσει όσο πιο πλατιά μπορεί στο λαό και προπαντός στη νεολαία την ποιητική και γενικότερα κοινωνική προσφορά του Γ. Ρίτσου. Οχι γενικά, ούτε σε καμιά περίπτωση μουσειακά, αλλά υπογραμμίζοντας εκείνο το θεμελιακό στοιχείο της, που απίστευτα καθώς φαίνεται ενοχλεί - γιατί απειλεί - την αστική κυριαρχία και τους κάθε λογής υποτακτικούς της: Την τεράστια αφυπνιστική δύναμη της ποίησής του, μιας ποίησης που με βαθύ αίσθημα ευθύνης φρόντισε να αποτελεί διαχρονικό «οργανωτή του κοινωνικού αισθήματος», «οδηγό μάχης κι ευτυχίας», «όπλο» και «σημαία στα χέρια της ελευθερίας» σύμφωνα με τους δικούς του ορισμούς. Αλλωστε, ο λόγος του Ρίτσου εξακολουθεί να συνεγείρει και να εμπνέει στις μέρες μας, χωρίς να χάνει ούτε στο ελάχιστο την αρχική του ρώμη, γιατί ενσαρκώνει τους ανεκπλήρωτους ακόμη πόθους του λαού μας για δίκιο κι ευτυχία, γιατί με σπάνια ικανότητα, όπως κάθε μεγάλη τέχνη μετουσιώνει τα μεγάλα συμφέροντα της εποχής, την αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης. Κι αυτή η ικανότητα δεν οφείλεται μόνο στην ευφυία, στη διορατικότητα και το ταλέντο του, αλλά προπαντός στους δεσμούς αίματος που τον ενώνουν με την εποχή και το φορέα της κοινωνικής αλλαγής, την εργατική τάξη και τους όπου Γης αδικημένους.

Χωρίς καμιά αμφιβολία, η ανωτερότητα της τέχνης του οφείλεται ακριβώς σ' αυτό που οι αντίπαλοί μας του καταλογίζουν σαν μειονεξία: Στη βαθιά, ακλόνητη κομματικότητα και το ξεκάθαρο ταξικό κριτήριο που διαπερνούν το ποιητικό έργο και τη ζωή του, στην υπεροχή της κομμουνιστικής ιδεολογίας που δεν απαρνήθηκε ποτέ και τελικά στο μεγαλείο της πάλης του ανθρώπου για την κοινωνική του απελευθέρωση, το οποίο υπηρέτησε με ψυχή και σώμα και ύμνησε με ανεξάντλητη - αλλά ποτέ ρηχή και επιπόλαιη - πίστη, αισιοδοξία και «βγαλμένο από τα βάσανα ανθρωπισμό».2

Κι αυτή η κομματικότητα - σε πείσμα όσων επιχειρούν να την αμφισβητήσουν - διαποτίζει ενιαία και αδιαίρετα το σύνολο της ποιητικής του θεώρησης. Οχι μόνο τα επικολυρικά, αλλά και τα στοχαστικά και συμβολικά του έργα, αποτελούν αριστουργηματικά γυμνάσματα στο διαλεκτικό υλισμό, στην πάλη του παλιού με το νέο, της ελευθερίας με την αναγκαιότητα, του προσωπικού με το κοινωνικό. Μια πάλη ιδωμένη πάντα από τη σκοπιά της αιώνιας ανοδικής κίνησης της ζωής, που έσπρωχνε με όλες του τις δυνάμεις έξω και πάνω από μικρότητες. Απόλυτα συνειδητά και καθόλου αβασάνιστα, είχε λύσει τέτοιου είδους αντιθέσεις μέσα από την ταύτιση του προσωπικά αναγκαίου με το γενικά και κοινωνικά αναγκαίο, μέσα από την απόρριψη της αστικής υποκρισίας για την απόλυτη ελευθερία του δημιουργού και τη βεβαιότητα ότι «ελεύθερος» μπορεί να είναι μόνον εκείνος που σκέφτεται και δρα δεσμευμένος στους νόμους και τα ιδανικά της κοινωνικής εξέλιξης. Οπως ο ίδιος έλεγε, καταρρίπτοντας τις θεωρίες περί αντιφάσεων και τραγικών διχασμών της ποίησής του, από τη μια σε επικαιρική και κομματικά υπαγορευμένη, και από την άλλη σε παν-χρονική και πανανθρώπινη, πως «ένας αληθινός ποιητής είναι προοδευτικός, είναι επαναστατικός. Ας μην το ξεχνάμε ποτέ, η πιο σημαντική ιδιαιτερότητα του ποιητή είναι να συνδέει το καθημερινό με το διαρκές».3 Γι' αυτό κι έταξε την ποίησή του σ' αυτήν τη σύνδεση του μερικού με το όλον, του παρόντος με το μέλλον, στην πορεία «από δω - προς τον ήλιο».

Αλλωστε, τα δικά μας λόγια είναι περιττά, όταν για όλα αυτά έχει μιλήσει τόσο καθαρά ο ίδιος:

«Το να έφευγα από τον κομμουνισμό, θα ήταν σα να έφευγα από την πατρίδα μου, σα να έφευγα από τη ζωή, σα να έφευγα από τον κόσμο. Σα να μην ήμουν πια τίποτα».4

Σημειώσεις:

1. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Απρίλη 2008, σχετικά με την ευρωπαϊκή ατζέντα για τον πολιτισμό σ' έναν κόσμο παγκοσμιοποίησης (P6-ΤA(2008)0124)

2. Σόνια Ιλίνσκαγια «Τα σαράντα χρόνια της ποίησης του Ρίτσου», πρόλογος στη ρωσική έκδοση των ποιημάτων του Ρίτσου «Εκλογή», «Γ. Ρίτσος, Μελέτες για το έργο του», «Διογένης» 1976.

3. Οζντερίμ Ιντσέ «Συνάντηση με τον Γιάννη Ρίτσο», περιοδικό «Διαβάζω» 21-12-88.

4. Γιάννης Ρίτσος «για τη ζωή και την τέχνη» έκδοση «Ριζοσπάστη», Μάης 1987.


Της
Ελένης ΜΗΛΙΑΡΟΝΙΚΟΛΑΚΗ*
*Η Ελένη Μηλιαρονικολάκη είναι μέλος της ΚΕ και υπεύθυνη του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ