Κυριακή 3 Μάη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
«Μ' ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους που δε σηκώνει τ' άδικο»

Η ταυτότητα του Μακρονησιώτη Γιάννη Ρίτσου
Η ταυτότητα του Μακρονησιώτη Γιάννη Ρίτσου
Στο έργο «Πέρα απ' τον ίσκιο των κυπαρισσιών» με μάρτυρα το φεγγάρι ένα παιδί φεύγει, «πάει να βρει άλλη μάνα». Λίγα χρόνια αργότερα, στα «Μακρονησιώτικα», με μάρτυρα πάντα το φεγγάρι, στο βράχο φτάνουν κάτι άρβυλα. Ο ποιητής τ' αναγνωρίζει και σηκώνει φωνή στο «κυρ φεγγάρι» που είχε το θράσος να θέλει να βάλει τα λιγνά τα πόδια του εκεί μέσα. Αντε σύρε να πουλήσεις σταυρουλάκια, του λέει. Κι αρχίζει τον ύμνο σε «Ετούτα τ' άρβυλα τα μπαλωμένα, τα χοντροφτιαγμένα, δεν είναι, κυρ φεγγάρι μου, για τα λιγνά σου πόδια. Ετούτα τ' άρβυλα περπάτησαν τον πόνο, περπάτησαν το θάνατο, μπαρμπα - φεγγάρι, χίλιες φορές το θάνατο δίχως ποτέ τους να σκοντάψουν».

Ξανά πίσω στο «Πέρα απ' τον ίσκιο των κυπαρισσιών», «μια γερόντισσα γράφει στον τοίχο... Καλό σημάδι... Ως κι οι γερόντοι πήραν φωτιά», μονολογεί ο Λευτέρης.

Γυρνάν και ξαναγυρνάν, μαζί με το φεγγάρι, ετούτοι οι γερόντοι εκεί στην πέτρα στη Μακρόνησο. Ωσπου βρίσκουν τη θέση τους στο ποίημα:

«Κάθε τόσο μας έρχονται καινούριες καραβιές γερόντοι απ' το Μοριά, απ' τη Ρούμελη. Και πιο πάνω απ' τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία. Λιγνοί γερόντοι χοντροκόκκαλοι μ' άσπρα μουστάκια και φλοκάτες. Μυρίζουν σβουνιά και χωράφι. Μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου. Στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων. Μιλάνε λίγο, δεν μιλάνε καθόλου, ωστόσο πότε πότε το βλέπεις, που 'χουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια. Μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ' το χώμα. Και τηράνε πίσω απ' τους ώμους μας. Οταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες. Κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι. Οταν ο ουρανός κατεβαίνει απ' τα βράχια. Δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ' το συρματόπλεγμα, τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρεις-τρεις, πέντε-πέντε, σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του Μεσολογγιού.

Και τότες πια δεν ξέρεις - έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς αξούριστοι, άλαλοι, δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους, αν είναι ν' ανάψουν το τσιγάρο τους ή αν είναι ν' ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.

Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε. Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί. Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.

Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη, ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη, κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους που δε σηκώνει τ' άδικο. Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο, στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα, σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας, με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε.

Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας, κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη, σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους, σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων, σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή, εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ' τ' αστροπελέκι».

Είναι οι ίδιοι γερόντοι που τους έχουμε ξαναβρεί να μαθαίνουν σα παιδιά πως «όσο μαθαίνεις ξαστερώνει η ψυχή σου». Να μαθαίνουν απ' τα παιδιά πως «δε κάνει να πέφτει κάτω η σημαία». Και να μαθαίνουμε μαζί τους πως όσα έλεγε η μάνα του Τούση, τα 'λεγε κι η μάνα του Πέτρου που ήτανε και μάνα του Λευτέρη - Σωτήρη και που έγινε η ίδια Λευτεριά όταν της είπε για τη λαβωματιά του «σώπα μάνα, δεν είναι τίποτις, μια μικρή τρυπίτσα ίσα ίσα που χωράει να φύγει η ψυχή».

Με τέτοιο υλικό κάνει ποίηση ο Ρίτσος. Κάνει, γιατί κει πάνω στην πέτρα ζει, τώρα ζει και χτες ζει, μιλά σε πρώτο πρόσωπο πάντα κι ας το 'κανε στον πληθυντικό (άλλο κακό μάθημα για τα παιδιά να βλέπουν μέσα απ' τον ποιητή πάντα το εγώ μέσα στο εμείς). Αντιπαθούσε τον αόριστο γιατί είναι στάσιμος. Δεν είναι η ζωή έτσι, μας είπε κάποτε.

Κι επειδή ήξερε τι θα τραβήξει απ' τους κατοπινούς φρόντισε έγκαιρα να γράψει:

«Μεγάλος και τρανός, σου λένε, τέκνο του θεού (...) κ ένα σωρό δασκάλους από πάνω.- (...) και το πιο σπουδαίο απ' όλα, ο γιος του Ερμή, ο Αρπάλυκος (...) του 'μαθε για καλά την τέχνη των Αργείων: την τρικλοποδιά.- με τούτην κερδίζονται τα πιο πολλά, στην πυγμαχία, στην πάλη, και στα Γράμματα ακόμα.

Ομως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας μόνο θέληση κ επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου δεν νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια. Μόνες περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος. Κι αν αδέξιοι μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γραφτήκαν κάτω απ' τη μύτη των φρουρών και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας. Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες. - πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι - πιότερα ο Θουκυδίκης ο στεγνός θα σας πει, απ' τον περίτεχνο τον Ξενοφώντα» (Λέρος, 23 Μάρτη του '68, «Επαναλήψεις»).

Ετσι έγραφε και μαρτυρούσε κιόλας από πού παίρνει το υλικό του. Μακρόνησος, Γυάρος, Λέρος έρχονται και ξανάρχονται στο γραπτό του, κι όταν κουβέντιαζε πάλι γι' αυτά μιλούσε, τόσο που διάβαζες μετά άλλα ποιήματα απ' αυτά που διάφοροι ξέρουν να θαυμάζουν ως «λυρικά» και μη κομματικά, δήθεν, κι εσύ επειδή έχεις δει την πέτρα της Μακρόνησος και τον έχεις ακούσει να μιλά, γι' αυτό ξέρεις πως και στα λυρικά πάλι για τη Μακρόνησο μιλά.

Εντέλει, ο Ρίτσος αναδεικνύεται μια ανυπέρβλητη δυσκολία. Τα λέει όλα τόσο μόνος του που όταν πιάσεις να τον αναλύσεις φοβάσαι πως κάτι θα χάσεις, κάτι θα χαλάσεις. Μα, πάλι θες να μιλήσεις γι' αυτό που διάβασες, για το γιατί το έγραψε μ' όλο τον κίνδυνο ν' αποδίδεις προθέσεις στον ποιητή που δεν είχε. Να, για παράδειγμα, πώς περνά την έλλειψη και την κάνει αύριο.

«Ο αγέρας του σπιτιού κι ο ίσκιος της μάνας / ήταν δυο γάντια μαλακά, δυο γάντια μάλλινα, / ζεσταίνανε τα χέρια μας - δεν αφήνανε / να πιάσουμε κατάσαρκα τα χέρια των άλλων./

Τώρα τούτα τα γάντια τριφτήκανε - / τα σιάξαμε επιδέσμους να δένουμε τις πληγές των συντρόφων μας».

Και πάνω που πας να δεις πάλι αίμα, συμπληρώνει:

«Τα σιάξαμε πιατόπανα να πλένουμε τα κουταλοπήρουνα και τα καζάνια του συσσίτιου».

Δεν ξεφεύγει μια στιγμή απ' τον κόσμο που βιώνει. Αλλά δες πώς έφερε δυο κόσμους απέναντι για να τους σμίξει.

Δε γράφει για να αποτυπώσει συναίσθημα. Θέλει να το οργανώσει.

«Τα χέρια μας χιλιάδες φορές τρίφτηκαν στο αξούριστο σαγόνι του αγέρα».

Οποιος έχει πάει στη Μακρόνησο ξέρει πώς ξουρίζει ο αγέρας. Αλλά τα χέρια που μείνανε γυμνά, «χιλιάδες φορές γαντζώθηκαν στο συρματόπλεγμα. Χιλιάδες φορές άγγιξαν τα παγωμένα κάγκελα του θανάτου». Δεν αφήνει περιθώρια για λυρισμούς ο ποιητής. Οργανώνει. Και το κάνει φόρα παρτίδα απ' τους πρώτους στίχους:

«Τα χέρια μας ροζιασμένα απ' την αξίνα, απ' την πέτρα, απ' το πάλεμα». Κι έτσι φορτωμένα (ροζιασμένα) συνεχίζει: «Απ' το πολύ σφίξιμο παλάμη με παλάμη, Πιάνουν τώρα πιο σίγουρα τα πράματα».

Πόσο πιο καθαρά να πεις του παιδιού σου τι σημαίνει «παλάμη με παλάμη»;

Ωστε να ξέρει τι συμβαίνει όταν έρχονται τούτες οι ώρες που «σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου» καταπώς σημαίνει «παλάμη με παλάμη». Πάνου στην πέτρα, ξύρισμα κόντρα με τον αγέρα, ο Ρίτσος θέλει να μιλήσει για συγκεκριμένα χέρια. Πριν τα ονομάσει τα δείχνει: «Ανεβοκατεβάσανε μύριες φορές το σιδερένιο κόκκορα του θυμού». Θα μπορούσε να πει μόνο «πυροβόλησαν». Οχι. Είναι του θυμού ο σιδερένιος κόκορας. Κι αυτά τα χέρια είναι ταϊσμένα με υπομονή. Να η πανταχού παρούσα αντίθεση: Θυμός - Υπομονή. Τίποτα ξένο. Οργανώνει ο Ρίτσος και δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, για όποιον εξακολουθεί να βλέπει έμπνευση και λυρισμό. «Κόψαν και ξανακόψαν μ' ένα σουγιά το καρβέλι της υπομονής» γράφει για τα χέρια που ανεβοκατεβάσανε μύριες φορές το σιδερένιο κόκορα του θυμού. Είναι χέρια γυμνά έτσι που «όταν σηκώνουν τους κουβάδες το θαλασσινό νερό ίσα στον ανήφορο» εσύ μαθαίνεις πως «το αύριο κι ο ήλιος κ η θάλασσα είναι του χεριού τους, ξέρεις πως το χοντρό τσουβάλι με τις πέτρες γίνεται ανάλαφρο στα χέρια τους, γιατί πάντοτε πιότερο απ' το μισό βάρος το σηκώνει η Λευτεριά».

Και έτσι σε στέλνει ξανά πίσω στο '45, τότε που η θεία Καλή στο «πέρα απ' τον ίσκιο των κυπαρισσιών» έγινε Λευτεριά. Κι έχεις μια συνέχεια που ποτέ δεν έπαψε στον Ρίτσο.

Γυμνά χέρια: «Μέσα στη φούχτα τους εσβήστηκε η γραμμή της Τύχης / στη φούχτα τους κρατάνε την τύχη του κόσμου. Είναι τα χέρια των κομμουνιστών». Να, κάτι τέτοια γράφει και δεν του συγχωράνε ακόμα ότι έγινε προδότης της τάξης του. Ευτυχώς.


Θ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ