Θα την έβλεπα, οπωσδήποτε, προς χάρη του Μάρλον Μπράντο, που είχε κάποτε σταθεί στην ουρά για να πάρει το επίδομα ανεργίας.
Αυτή του η κίνηση με είχε συγκινήσει. Οχι, βέβαια, γιατί ένας τέτοιος ηθοποιός δεν είχε λεφτά, αλλά γιατί είχε την ιδεολογία πως ένα δικαίωμα που έχει κατακτηθεί με τους αγώνες των εργαζομένων πρέπει να εδραιώνεται και στην ψυχολογία τους και να το διεκδικούν.
Οπως, για παράδειγμα, το οκτάωρο, το ρεπό, οι μέρες ασθένειας χωρίς περικοπές ημερομισθίων, η ιατρική περίθαλψη, οι ετήσιες διακοπές, πρόσθετες παροχές και όποιο άλλο...
Η ανάγνωση του βιβλίου με είχε ωθήσει σε άλλα αστυνομικά και γκανγκστερικά βιβλία και τα διάβαζα σαν τρελή.
Το χρήμα έρεε άφθονο, όπως άφθονο έρεε και το παράνομο ουίσκι, καθώς οι σφαίρες της αστυνομίας ή των γκάνγκστερ, άσχετο, τρυπούσαν τα βαρέλια που τα μετέφεραν τα φορτηγά ή που ήταν αποθηκευμένα στα υπόγεια των speak-easy, στέκια ή καταγώγια, όπου κυκλοφορούσαν οι ωραιότερες και πιο ακριβά και όμορφα ντυμένες γυναίκες, και καταναλωνόταν αλκοόλ τα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική, τα χρόνια 1920 - 1933.
Παρά το ιστορικό του Αλ Καπόνε, που έλεγχε το Σικάγο και κατηγορείτο για σειρά γκανγκστερικών επιθέσεων και παραβιάσεων, το ειρωνικό ήταν ότι καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή.
Αλλά στις μεγάλες Δημοκρατίες όλα μπορούν να συμβούν ή δεν;
Ο Αριστείδης έβλεπε σε όλα αυτά την άγνοιά μου και με επιμόρφωνε με διάφορες πληροφορίες από τον εμπορικό κόσμο ή άλλων συναλλαγών.
Υπήρχαν, τάχα, επαγγέλματα και άλλες χρηματιστικές δοσοληψίες που βασίζονταν όχι μόνο στις ιδιαίτερες ικανότητες αυτών που τα ασκούσαν, αλλά σε μια διαφορετική εξυπνάδα και μνήμη.
Ο λόγος ήταν πως δεν κρατούσαν τεφτέρια. Δηλαδή, δεν έγραφαν ούτε κέρδη ούτε ζημιές. Ούτε πόσα κατέθεσαν ή πόσα έλαβαν. Ποιος μεσολάβησε και ποιο ήταν το ποσοστό του ή η μίζα του. Τέτοια.
Μετά από τα συνηθισμένα, άρχιζα να περιστρέφω τη συζήτηση γύρω από τα «γκανγκστερικά», όπως τα έλεγα, που κάποια δεν ήταν.
Σε μια τέτοια συζήτηση, που με συνέπαιρνε, ο Αριστείδης έβγαλε ένα σακουλάκι και άδειασε πάνω στο τραπέζι του το περιεχόμενό του.
Στην αρχή, μου φάνηκαν σαν σπειριά ρυζιού, αλλά δεν ήταν.
«Πάρε όσα θέλεις», μου είπε. «Δεν είναι και τα καλύτερα διαμάντια. Ξεφλουδίσματα». «Κι εσύ;» τον ρώτησα, ξαφνιασμένη. «Εγώ κρατάω βιβλία γιατί έχω οικογένεια», με διαβεβαίωσε. Και άλλοι είχαν.
Τι ψάχνουν τώρα για κιτάπια;