Το Ελληνικό Δημόσιο αναλαμβάνει να καταβάλει έντοκα εντός εξαμήνου στους φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης τα ποσά που διέθεσαν για την αγορά των «δομημένων ομολόγων», καθώς και να καλύψει κάθε άλλη ζημιά που έχουν υποστεί.
Τα διαθέσιμα των φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης τοποθετούνται μόνον σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, μη διαπραγματεύσιμους, με εγγυημένη απόδοση η οποία θα υπερκαλύπτει το ύψος του πληθωρισμού, και με επιτόκιο που θα είναι τουλάχιστον ίσο με το ανώτατο επιτόκιο δανεισμού του Δημοσίου, χωρίς τη μεσολάβηση οποιουδήποτε τρίτου.
Κάθε αντίθετη διάταξη που επιτρέπει την τοποθέτηση των διαθέσιμων κεφαλαίων των φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης σε μετοχές ή άλλου είδους χρηματοοικονομικά προϊόντα ή τίτλους καταργείται.
Με τη δημοσίευση του παρόντος οι μετοχές καθώς και τα άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα που κατέχουν οι φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης μεταβιβάζονται με πώληση στην τρέχουσα τιμή στο Ελληνικό Δημόσιο, χωρίς καμία επιβάρυνση των φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από φόρους, τέλη, δικαιώματα τρίτων κλπ.
Το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται εντός τριετίας και σε ετήσιες ισόποσες δόσεις να καταβάλει στους φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης πλήρη αποζημίωση για τις ζημιές που υπέστησαν από την αγορά μετοχών ή οποιουδήποτε άλλου είδους χρηματοοικονομικών προϊόντων, σε σχέση με την τιμή αγοράς και την τρέχουσα τιμή του.
Το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται εντός τριετίας από τη δημοσίευση του παρόντος και σε ετήσιες ισόποσες δόσεις να καταβάλει έντοκα και στο σύνολό της στους φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, την οφειλόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 2084/1992, αλλά μη καταβληθείσα συμμετοχή του Κράτους στα πλαίσια της τριμερούς χρηματοδότησης, των εισφορών των ασφαλισμένων από 1.1.1993.
Το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται να καταβάλει στους φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος κάθε οφειλή του από μη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών που οφείλει ως εργοδότης, καθώς και από την παρακράτηση προβλεπομένων από τη νομοθεσία πόρων αλλά μη αποδοθέντων.
Το αρμόδια υπουργεία οφείλουν να πάρουν όλα τα μέτρα για την άμεση και ολοσχερή καταβολή των οφειλών των ιδιωτών εργοδοτών τόσο για τις εισφορές που βαρύνουν τους ίδιους όσο και τις εισφορές των εργαζομένων που έχουν παρακρατήσει, αλλά δεν έχουν αποδώσει, στους φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.
Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, τον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτοί ορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, δικαιούνται πλήρη σύνταξη γήρατος από τα ασφαλιστικά ταμεία κύριας και επικουρικής ασφάλισης στα οποία υπάγονται:
Οι εργαζόμενοι κατοχυρώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα εφόσον συμπληρώνουν χρόνο ασφάλισης 4.050 ημερών.
Τυχόν ισχύουσες ευνοϊκότερες ειδικές διατάξεις για τους ασφαλισμένους εξακολουθούν να εφαρμόζονται.
Το ύψος της πλήρους σύνταξης καθορίζεται στο 80% των τελευταίων, πριν τη συνταξιοδότηση, συνολικών μηνιαίων αποδοχών.
Οι εργαζόμενοι απαλλάσσονται από την καταβολή εισφορών για τον κλάδο υγείας - πρόνοιας και απολαμβάνουν δωρεάν τις παροχές αυτού του κλάδου από το δημόσιο σύστημα υγείας.
Κάθε διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος καταργείται εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τις επιμέρους διατάξεις του.
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τις επιμέρους διατάξεις του.