Με στόχο να διοχετευτούν οι νέοι στους τομείς και τα επαγγέλματα που έχει ανάγκη η καπιταλιστική οικονομία προωθείται το μέτρο «Επαγγελματικός Προσανατολισμός και Σύνδεση με την αγορά εργασίας». Ξεκινώντας από το λύκειο και την τεχνική εκπαίδευση, «η στενότερη σύνδεση του σχολείου με την αγορά εργασίας θα έχει επιπλέον ως αποτέλεσμα τον εκσυγχρονισμό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και θα λειτουργήσει ως πρόσθετο κίνητρο για την εντατικοποίηση της μαθητικής προσπάθειας». Στο ίδιο πλαίσιο θα ενισχυθεί η λειτουργία των γραφείων διασύνδεσης των ΑΕΙ και ΤΕΙ. Μάλιστα, η φιλοδοξία των εμπνευστών είναι «μέσα από την επαφή μαθητών και σπουδαστών με την αγορά εργασίας να φθάσουν τα μηνύματα στην εκπαιδευτική και ακαδημαϊκή κοινότητα για τις απαιτούμενες αλλαγές».
Το νέο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα προχωρά ακόμα μακρύτερα στο ζήτημα της διά βίου κατάρτισης και της σύνδεσης της εκπαίδευσης με την απασχόληση. Συγκεκριμένα, προβλέπονται η «ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών διά βίου εκπαίδευσης», «επαγγελματικός προσανατολισμός και συμβουλευτική που προσφέρονται σε όσους παρακολουθούν εκπαιδευτικά προγράμματα» και τέλος «επέκταση των προγραμμάτων πρακτικής άσκησης και εφαρμογή καινοτομικών προγραμμάτων ανάπτυξης δεξιοτήτων». Ολα αυτά θα χρηματοδοτηθούν με 1,5 δισ. ΕΥΡΩ περίπου και θα συγχρηματοδοτηθεί κατά 25% από εθνικούς πόρους. Ενδεικτικό της βαρύτητας που δίνεται στην προώθηση της διά βίου κατάρτισης είναι το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος άξονας προτεραιότητας απορροφά περίπου το 61,8% του συνολικού προϋπολογισμού του προγράμματος (βλέπε στον πίνακα).
Με 191,398 εκατ. ΕΥΡΩ χρηματοδοτείται η ενέργεια για καταπολέμηση της σχολικής αποτυχίας και διαρροής με τις λεγόμενες εναλλακτικές μορφές μάθησης. Η «εξατομίκευση» των μεθόδων μάθησης παρουσιάζεται ως η πανάκεια για τη σχολική αποτυχία, με προγράμματα που είναι πέραν του προβλεπόμενου σχολικού προγράμματος αντί για βελτίωση της λειτουργίας του σχολείου. Στο σημείο αυτό, υπάρχει και η παραδοχή (δεν μπορούσε άλλωστε να αποκρυφτεί) ότι η συνολική αποτυχία των μαθητών στις πανελλαδικές εξετάσεις της Β` Λυκείου άγγιξε το 20%, ενώ κατά τόπους η αποτυχία ξεπέρασε και το 50% του μαθητικού πληθυσμού. Η ταξικότητα δε της εκπαίδευσης, την οποία το υπουργείο Παιδείας συνηθίζει να αρνείται, αποτυπώνεται ως παραδοχή όταν γίνεται λόγος για το ολοήμερο σχολείο. «Οι μαθητές των παραπάνω σχολείων κρίνεται ότι αποτελούν σχεδόν στο σύνολό τους ομάδα υψηλού κινδύνου για πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου, επειδή προέρχονται από οικογένειες χαμηλού οικονομικού και μορφωτικού επιπέδου».
Η «αναβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης» ορίζεται ως επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και αξιολόγηση τόσο του εκπαιδευτικού και του έργου του όσο και των μαθητών. Τη στιγμή που δε γίνεται τίποτε για την πραγματική αναβάθμιση της παρεχόμενης γνώσης, τη στιγμή που από τα σχολεία λείπει εκπαιδευτικό δυναμικό, βιβλία και άλλα εποπτικά μέσα, φαντάζει αστείο να προβάλλεται ως αναβάθμιση η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών. Η κατεύθυνση αυτή προωθείται ακριβώς γιατί από τη μία η διάδοση των προϊόντων της νέας τεχνολογίας είναι μια μεγάλη αγορά και από την άλλη υπάρχει η ανάγκη εξασφάλισης εργαζομένων που μπορεί να μην έχουν γενική μόρφωση, θα έχουν ωστόσο δεξιότητες, θα μπορούν να χειρίζονται τις σύγχρονες μηχανές που απαιτούν οι ανάγκες της παραγωγής.
Σε ό,τι αφορά την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, προτείνονται οι εναλλακτικές μορφές επιμόρφωσης με έμφαση στην εξ αποστάσεως επιμόρφωση (δε γίνεται κουβέντα για την αναβάθμισή της), που όπως επισημαίνεται «θα επιτρέψει την αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας, τη μείωση μεσοπρόθεσμα του κόστους υλοποίησης, τον περιορισμό των προβλημάτων δυσλειτουργίας των σχολείων και την αύξηση των ευκαιριών επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών». Βεβαίως, με εξαίρεση ίσως την επιδιωκόμενη μείωση του κόστους, από πουθενά δε συνάγεται ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν τα άλλα ζητήματα. Οπως αναφέρεται, οι σχολικές μονάδες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (συμπεριλαμβανομένων και των ΤΕΕ) προβλέπεται να αξιολογηθούν. Εκτιμάται ότι μέχρι το τέλος του προγράμματος θα αξιολογηθούν 2.800 σχολικές μονάδες και το 60% των μαθητών στα βασικά μαθήματα. Ετσι δίνονται κονδύλια για την αξιολόγηση, τη στιγμή που συνεχίζεται η υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης.