Σάββατο 6 Γενάρη 2001 - Κυριακή 7 Γενάρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Οπως το φως πριν γίνει μέρα»

Εκθεση έργων του Γ. Γουναρόπουλου στο Βόλο 

Εναν από τους μεγαλύτερους ζωγράφους, τον Γιώργο Γουναρόπουλο (1889 - 1977), παρουσιάζει αυτές τις μέρες στο Κέντρο Τέχνης Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο, το τμήμα Εικαστικών του Καλλιτεχνικού Οργανισμού Δήμου Βόλου. Η έκθεση, που αποτελεί την πρώτη παρουσίαση στη φετινή περίοδο του ετήσιου προγράμματος του Κέντρου Τέχνης, οργανώνεται σε συνεργασία με την Εθνική Πινακοθήκη και το Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου του Δήμου Ζωγράφου. Τα έργα που εκτίθενται παρουσιάζουν μία ολοκληρωμένη εικόνα της δημιουργικής πορείας του πρωτοπόρου Ελληνα ζωγράφου. Η έκθεση ξεκινά με αντιπροσωπευτικές δημιουργίες της πρώτης περιόδου, συνεχίζεται με την εποχή του Παρισιού, αλλά και με χαρακτηριστικές δημιουργίες των επόμενων χρόνων, για να καταλήξει σε έργα που φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης, λίγο πριν πεθάνει. Τα έργα προέρχονται από την Εθνική Πινακοθήκη, από το Μουσείο Γουναρόπουλου του Δήμου Ζωγράφου, από την οικογένεια του γιου του, όπως και από τις τοπικές συλλογές του Βόλου.

Ο Γ. Γουναρόπουλος γεννήθηκε στη Σωζόπολη (αρχαία Απολλωνία) της Ανατ. Ρωμυλίας στη Μαύρη Θάλασσα της Βουλγαρίας. Το 1904 με την οικογένειά του έρχονται αρχικά στην Αθήνα, αμέσως μετά μετακομίζουν για ένα μικρό χρονικό διάστημα στον Αλμυρό Μαγνησίας και στη συνέχεια στην Ξάνθη και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1907 έως το 1912 ο Γ. Γουναρόπουλος σπούδασε ζωγραφική στο Σχολείο των Τεχνών με δασκάλους τους: Σ. Βικάτο, Β. Μποκατσιάμη και Γ. Ροϊλό. Το 1919, με υποτροφία, φεύγει για το Παρίσι, όπου μετά το τέλος των σπουδών του παρέμεινε έως το 1932, οπότε επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα, λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Στο Παρίσι ανακαλύπτει τον ιμπρεσιονισμό και επηρεάζεται βαθιά από το σεζανικό δίδαγμα. Η πρώτη εικαστική παρουσίαση στη χώρα μας με μεγάλο αριθμό έργων έγινε το 1924 στο Ζάππειο. Ενα χρόνο πριν, η πρώτη ατομική του έκθεση («Στρατηγοπούλου», 1923) ξάφνιασε το κοινό και δίχασε τους κριτικούς.

Στα 1925 σημειώνεται η οριστική μεταστροφή του, που θέτει τις βάσεις για τη γνωστή του τεχνοτροπία, την οποία με μικρές διαφοροποιήσεις θα ακολουθήσει ως το τέλος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Ο καλλιτέχνης αυτονομοποιεί χρωματικό φόντο και περιγράμματα μορφών. Δηλαδή οι χρωματικές επιφάνειες δεν είναι αυτές που πλάθουν τις μορφές, αλλά πάνω στο φόντο, που συντίθεται από σκοτεινές και φωτεινές επιφάνειες, γραμμές φωτεινές ή σκιερές, γράφουν τα περιγράμματα των μορφών. Συγχρόνως καταργεί το μονοεστιακό και εκτός επιπέδου του πίνακα φωτισμό, εφαρμόζοντας τον πολυεστιακό φωτισμό της βυζαντινής ζωγραφικής και την απουσία ερριμμένης σκιάς, πετυχαίνοντας όμως, παρ' όλα αυτά, όγκο και αναγλυφικότητα.

Το 1937 ο Γ. Γουναρόπουλος ανέλαβε την τοιχογράφηση της αίθουσας των συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου στο Δημαρχείο της Αθήνας, με σκηνές από την ελληνική μυθολογία και ιστορία που σχετίζονται με την Αθήνα (Η αποθέωση του Περικλή, Σκηνές από τον κύκλο του Θησέα και τους Περσικούς πολέμους, Η διεκδίκηση της πόλης από την Αθηνά και τον Ποσειδώνα κ.ά.).

Στη δεκαετία του '30 τα χρώματα γίνονται ψυχρότερα, με κυρίαρχα το κίτρινο και την ώχρα, ενώ τόνοι γαλάζιοι και ρόδινοι, καθώς και σκιές σιένας συμπληρώνουν τη χρωματική σύνθεση. Οι μέχρι τώρα φωτεινές εστίες διαμορφώνονται σε καμπυλοειδείς διαδρομές που περιβάλλονται από σκιερές επιφάνειες, ενώ οι μορφές πλάθονται από μια συνεχή καμπύλη.

Το 1951, ο Γ. Γουναρόπουλος εκτελεί το δεύτερο τοιχογραφικό του σύνολο, θρησκευτικό αυτή τη φορά, χωρίς όμως να προδώσει το προσωπικό του ύφος. Πρόκειται για την τοιχογραφία του παρεκκλησίου της Αγίας Τριάδας του Νοσοκομείου Βόλου και το 1952 τοιχογραφεί μια βίλα στην ίδια πόλη.

Τα επόμενα χρόνια είναι χρόνια πλούσια σε δημιουργία και με αρκετές εκθεσιακές παρουσιάσεις. Οπως σημειώνει η Μ. Σκαλτσά: «... Στα 1971 ο Γουναρόπουλος θα κάνει την ένατη ατομική του έκθεση και πάλι στην Αστορ από τις 15 ως τις 31 Μαρτίου. Ο ογδοντάχρονος γέροντας μετά την τετραετή απουσία του έχει να παρουσιάσει μια νέα τεχνική. Με τα "λούστρα" του, όπως, από την τεχνική που χρησιμοποιεί, χαρακτηρίζει τους νέους πίνακές του, καταφέρνει να συνδυάσει το ελάχιστο του μολυβιού με τη λαμπρότητα της ελαιογραφίας. Ζωγραφίζει με κάρβουνο ή ξυλομπογιές και σβήνει με ψωμί πάνω σε μια σκληρή βαμμένη λευκή επιφάνεια. Στη συνέχεια περνά από πάνω μια ειδική διάλυση βερνικιού, χαρίζοντας έτσι μια μοναδική λαμπρότητα στον όλο πίνακα. Τα έργα του δεν έχουν τίτλους παρά μόνο αριθμούς. Εξάλλου δε θα πρόσθεταν τίποτε ορισμένες, προφανείς για το απεικονιζόμενο θέμα, λέξεις, όπως τοπίο, άνθη, γυμνό ή γυναίκα...».


Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ