Κυριακή 31 Ιούλη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο καπετάν Απέθαντος

Γρηγοριάδης Κώστας

Μας πήραν τ' αυτιά οι δυο τελάληδες. «O Μώρος στη γειτονιά σας, ελάτε όλοι στον Καραγκιόζη, πολλά θα μάθετε και θα γελάσετε». «Ελάτε όλοι». Κρατούσαν και δυο μεγάλες φιγούρες ο καθένας και τις κουνούσαν με ρυθμό. Εγώ στην πόρτα του μαγαζιού τους χάζευα μελαγχολικά. «Πού τέτοια τύχη να πάω και γω». Το μαγαζί βλέπεις. Ο πατέρας με κοιτούσε σκεφτικός κι αμίλητος. Τότε είχε βοηθό τον Κώστα, το γιο του κουμπάρου του, του Νικήτα, που δεν ξέρω γιατί τον φώναζα «νονό» χωρίς να μ' έχει βαφτίσει. Νεαρός μ' επιτυχίες στο ποδόσφαιρο και τις γυναίκες όπως λέγαν. Για το μπαρμπεριλίκι δεν έδινε και μεγάλη σημασία. Κούρευε παιδάκια κι έκανε και κανένα ξύρισμα. Μα οι τυχεροί που 'πεφταν στα χέρια του κοιτούσαν τον πατέρα με απόγνωση. Ιδιαίτερα τα παιδάκια, που άφηναν πότε πότε μικρές κραυγές πόνου κι απελπισίας. Ο πατέρας τα 'βλεπε όλα τούτα, μα δε μιλούσε. Βλέπεις, αγαπούσε το Νικήτα τον ψαρά, τον πατριώτη και κουμπάρο του. Ηταν φανερό, όμως, πως ο Κώστας δεν ήταν για κουρέας. Το 'βλεπες σ' όλα του τα καμώματα. Εξαφανιζόταν ώρα και σαν γύριζε χαμογελούσε με νόημα στον πατέρα.

-- Συγνώμη μάστορα μα είχα δουλειά, ευκαιρία βλέπεις.

-- Κατάλαβα, Κωστάκη, πάλι εξωτερικές υποθέσεις και τυχερά.

-- Αχ, ρε μάστορα, πώς τα λες, έτσι ακριβώς είναι.

Εκείνο το απόγευμα παραδόξως ο Κώστας ήταν στο μαγαζί φορώντας, πράγμα σπάνιο, την άσπρη μπλούζα του. Ο πατέρας τον πλησίασε και κάτι του είπε σκύβοντας σιγά που δεν μπόρεσα να καταλάβω. Το απόγευμα προχώρησε. Τα πρώτα απόσκια μάκρυναν τους ίσκιους και το φως έλιωνε σιγά σιγά πίσω από τη Σχολή Δοκίμων στα βουνά της Σαλαμίνας. Το βράδυ πλησίαζε. Τότε ήλθε ο Κώστας κοντά μου.

-- Γιαννάκη, διάβασες τ' αυριανά σου μαθήματα;

-- Αμέ, τώωωρα, από το μεσημέρι τα 'κανα όλα, μαθηματικά, ιστορία, ελληνικά, γραμματική, όλα.

-- Μπράβο, μάγκα μου. Θες να σε πάω το βράδυ στον Καραγκιόζη;

Εχασα για λίγο τη φωνή μου.

-- Και το μαγαζί; Ο πατέρας;

-- Τι σε νοιάζει εσένα, εγώ καθαρίζω, κόμπασε με καμάρι.

Κοίταξα προς τη θέση του πατέρα. Καθόταν στην πολυθρόνα και διάβαζε την εφημερίδα του. Το συνήθιζε, όταν δεν είχε δουλειά, όπως καλή ώρα εκείνο το απόγευμα. Ενα μεγάλο χαμόγελο ήταν η απάντησή του. Τότε κατάλαβα πως αυτός τα είχε οργανώσει όλα.

-- Να πας, Γιαννάκη, και να μου πεις το έργο.

Η αίθουσα ήταν μεγάλη με τεράστιους γλόμπους που κρέμουνταν από το ταβάνι. Τα μωσαϊκά της έδιναν μια πολυτέλεια άγνωστη μέχρι τότε από την εμπειρία μου στη γειτονιά. Στα δεξιά στο φάρδος της αίθουσας είχε στηθεί ο μπερντές που έμενε σκοτεινός ακόμα. Το γραμμόφωνο από μέσα έπαιζε δημοτικά και σέρτικα τραγούδια. Κυριαρχούσε μια οχλαγωγία από την είσοδο ως τις καρέκλες που 'χαν στρωθεί μπροστά στον μπερντέ. Η πλειοψηφία του κοινού ήταν πιτσιρικάδες σαν κι εμένα, η μαρίδα από τη γειτονιά, μα κι από άλλες γειτονιές. Είδα πολλούς συμμαθητές μου που με χαιρετούσαν με ουρλιαχτά.

-- Γεια σου Γιάννη, όπα, όπα, όπα.

Τους χαιρετούσα κι εγώ μα δεν ξεθαρρευόμουν καθώς ο Κώστας έστεκε δίπλα μου. Ηταν κι άλλοι μεγάλοι. Οχι μόνο αυτοί που συνόδευαν τα παιδιά σαν κι εμένα, μα και άλλοι σκέτοι που 'ρθαν να σπάσουν πλάκα. Ακούστηκε ένα πρώτο κουδούνισμα. Οι πιτσιρικάδες με κραυγές έτρεξαν προς τις καρέκλες σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο. Οι μεγάλοι κάθισαν πίσω. Ακόμα ένα κουδούνισμα κι ένα τρίτο. Τέλος, έσβησαν τα φώτα του ταβανιού κι άνοιξαν του μπερντέ συνοδευόμενα από τρεις χτύπους, τοκ, τοκ, τοκ. Μια χαρούμενη μουσική γιόμισε με χαρά τα παιδιά και τα μάτια μας γυάλινα, θα 'λεγες, καρφώθηκαν στο φωτισμένο πανί σαν τις νυχτοπεταλούδες στη λάμπα. Αριστερά η παράγκα του Καραγκιόζη, σαραβαλιασμένη, και δεξιά το λαμπρό σεράι του πασά. Παρουσιάστηκε πολύχρωμος ο Καραγκιόζης με τα κολλητήρια του. Ανακοίνωσαν σοβαρά σοβαρά το αποψινό έργο: «Απόψε ο μπερντές μας θα σας παίξει το έργο η αφεντιά μου και ο καπετάν Απέθαντος, χίλια ευχαριστώ, Γιάννη Μώρε, μιλ θενκς». Τα κολλητήρια άρχισαν τις σκανταλιές, πείραζαν τον καμπούρη πατέρα τους και φύγαν με την εμφάνιση του Χατζηαβάτη, που παρά τις μαλαγανιές του δε γλίτωσε τις καρπαζιές. Αυτή ήταν η εισαγωγή, η κωμωδία όπως τη λέγανε. Τα πιτσιρίκια είχαμε κιόλας αφηνιάσει.

-- Καραγκιόζη, μη φεύγεις, πού πας; Γύρνα Καραγκιόζη, σ' αγαπάμε. Ελα να μας πεις κι άλλα.

Ενας αμανές διέκοψε τις φωνές, μια σοβαρή φιγούρα Τούρκου έκανε την εμφάνισή του.

-- Αμάν αμάν, τα μάτια σου με σφάξανε, αμάν και μ' έχουν ματωμένο κι όσο και να με διώχνουνε, αμάν, εγώ κοντά σου μένω. Κουνιόταν και σειόταν με μια χάρη που λες και θα 'δινε έναν πήδο και θα καθόταν δίπλα του. Ελαμπε όλος γαλόνια, σιρίτια και άστρα κι η φούντα του φεσιού του ακολουθούσε τις κινήσεις του. Φάνηκε ο Χατζηαβάτης που τον χαιρέτησε δουλικά όλο γαλιφιές και προσκυνήματα.

-- Καλώς τον φίλο μου τον Χατζηαβάτη.

-- Καλώς ήλθατε γενναίε Ταχίρ, χώμα να πιάνετε και μάλαμα να γίνεται. Ο Αλλάχ να μου κόβει χρόνια και να σας χαρίζει ώρες.

Μ' αυτά και μ' αυτά έμαθε το λόγο της παρουσίας του. Ερχόταν να συναντήσει τον πασά για να καταστρώσει ένα στρατιωτικό σχέδιο να εκδιώξουμε το λήσταρχο, καπετάν Απέθαντο. Παρακολούθησα με κομμένη αναπνοή την προετοιμασία των Τούρκων, την αναχώρηση του Καραγκιόζη ενημερωμένο από τον Χατζηαβάτη για την εκστρατεία κατά του καπετάν Απέθαντου.

-- Καλά, ρε Χατζηταραμά, θα πάω.

Κι έφυγε με κείνη την κωμική παλικαριά του που αποτελεί το συνεκτικό υλικό όλων των έργων του ηρωικού κύκλου του θεάτρου σκιών. Τέλος, με κατάκτησε με την εμφάνισή του ο καπετάνιος με τη μαύρη γενειάδα του, τα μεγάλα λαμπερά του μάτια με τα φισεκλίκια, το καριοφίλι στον ώμο και το γιαταγάνι στο χέρι. Θεόρατος σε σχέση με τις άλλες φιγούρες έδειχνε και με αυτό τον τρόπο τη μεγαλοσύνη. Το έργο τελείωσε, ο καπετάνιος χάθηκε και παρά το κυνηγητό των Τούρκων δε βρέθηκε ποτέ.

-- Ρε πεθαίνει η ψυχή του Ελληνα, πεθαίνει ένας θρύλος; Είναι απέθαντος.

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Καραγκιόζη. Ακολούθησε ένας καταρράκτης από χειροκροτήματα και ζωηρές φωνές των παιδιών. Εμένα όμως με βασάνιζε κάτι άλλο που πήραν τ' αυτιά μου, όταν εμφανίστηκε ο καπετάνιος, μα που δεν μπορούσα να φωτίσω, να του δώσω μια εξήγηση.

-- Σου άρεσε Γιαννάκη;

-- Ναι, ωραίο, θα με ξαναφέρεις;

-- Και βέβαια, φτάνει να το πει ο μπαμπάς σου.

Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα στα λημέρια του καπετάνιου και των παλικαριών του. Την άλλη μέρα με ρώτησε ο πατέρας μου.

-- Σου άρεσε ο Καραγκιόζης Γιαννάκη;

-- Ναι, πολύ μπαμπά.

-- Ποιο ήταν το έργο;

-- Ο καπετάν Απέθαντος.

-- Σπουδαίο, από τα τελευταία του Μώρου.

-- Ναι, μα δεν κατάλαβα ένα πράγμα.

-- Ποιο παιδί μου;

-- Να, ο καπετάνιος είχε δυο ονόματα.

-- Πώς δύο;

-- Ο Καραγκιόζης τον φώναζε καπετάν Απέθαντο, μα όταν παρουσιάστηκε όλοι γύρω μου μουρμούριζαν: «Ο Αρης, ο Αρης»... Ποιος είναι αυτός ο Αρης, μπαμπά; Στη στιγμή ο πατέρας μου άλλαξε εφτά χρώματα. Κοίταξε κατά την πόρτα. Δεν ήταν κανείς, ούτε ο θείος Βασίλης δεν είχε φτάσει ακόμα, ούτε ο Αιμίλιος, ούτε κανείς.

-- Μην το ξαναπείς αυτό ποτέ σου Γιαννάκη, μ' ακούς, ποτέ.

-- Καλά, καλέ μπαμπά.

Σιώπησε και μαζί του κι εγώ. Μέσα μου όμως παρέμεινε ώσπου μεγάλωσα και τα εξήγησα όλα, πως ο καπετάνιος μου είχε δύο ονόματα και Απέθαντος και Αρης.

Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες του κουρείου»


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ